Λεπτομέρειες που ανατρέπουν τους ισχυρισμούς των αστυνομικών, σχετικά με τη φονική καταδίωξη στο Πέραμα, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τον θάνατο του 18χρονου Νίκου Σαμπάνη από πυρά αστυνομικών, έδωσαν ο 14χρονος, που ισχυρίζεται πως ήταν ο οδηγός του οχήματος και ο 16χρονος που τραυματίστηκε σοβαρά και νοσηλεύεται. 

Ads

Όπως καταγγέλλουν, σε συνέντευξή τους στο Documento, παρά το γεγονός ότι είχαν παραδοθεί και είχαν σηκώσει τα χέρια ψηλά, καθώς κατάλαβαν πως δεν θα μπορούσαν να διαφύγουν, αστυνομικοί άρχισαν να τους πυροβολούν. Παρά τους ισχυρισμούς των μελών της ομάδας ΔΙ.ΑΣ, οι δύο ανήλικοι τονίζουν πως οι αστυνομικοί είχαν ρίξει τις μηχανές τους στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, προκειμένου να το ακινητοποιήσουν. Οι αστυνομικοί δηλαδή δεν επέβαιναν σε αυτό, κι έτσι δεν κινδύνευσαν από το αυτοκίνητο που έκανε όπισθεν, όπως δηλώνουν.

Επίσης, οι δύο ανήλικοι καταγγέλλουν πως οι αστυνομικοί δεν έκαναν καμία προσπάθεια να ακινητοποιήσουν το αυτοκίνητο, πυροβολώντας έστω στις ζάντες. Αντίθετα, αυτό που έκαναν ήταν «να μας πυροβολήσουν εν ψυχρώ». Δηλώνουν επίσης πως το αυτοκίνητο προσπάθησε να διαφύγει μόνο αφότου οι αστυνομικοί άρχισαν να πυροβολούν τους επιβαίνοντες.

«Είπαμε θα φάμε λίγο ξύλο και θα φύγουμε»

Χαρακτηριστικά είναι όσα αφηγείται ο 14χρονος Βαγγέλης: «Ημασταν στο Ρέντη και δεν είχαμε λεφτά να φύγουμε με τα λεωφορεία. Δεν μας έπαιρναν και αποφασίσαμε να πάρουμε ένα αμάξι για να έρθουμε σπίτι και πήραμε το Hyundai το άσπρο. Εγώ οδηγούσα γιατί και από τους τρεις μας ήμουν ο πιο καλός οδηγός. Μόλις φύγαμε ήρθε αστυνομία από πίσω μας, η ομάδα ΔΙΑΣ στου Ρέντη. Φάγαμε καταδίωξη. Φοβηθήκαμε γιατί ήταν η πρώτη μας φορά και δεν σταματήσαμε».

Ads

Σύμφωνα με όσα διηγείται ο Βαγγέλης, «δεν φορούσαμε ούτε κουκούλα ούτε σκουφί, τίποτα. Μας καταδίωξαν μέχρι το Πέραμα. Οι δύο ήταν συνέχεια πίσω μας. Μόλις φτάσαμε στο Πέραμα συναντήσαμε το λεωφορείο μούρη με μούρη. Δεν μπορούσαμε να φύγουμε. Σηκώσαμε τα χέρια ψηλά μέσα στα αμάξι, λέγαμε με τα παιδιά ό,τι και να γίνει να παραδοθούμε, θα φάμε λίγο ξύλο και μετά θα φύγουμε. Εμένα από τον φόβο μού έφυγε λίγο το φρένο αλλά μετά το πάτησα πάλι. Δεν πήρα όμως κάποια μηχανή από κάτω. Ακούμπησα λίγο τη ρόδα και μετά σταμάτησα».

«Είδα τον Νίκο δίπλα μου νεκρό»

Τότε οι αστυνομικοί, όπως αναφέρει ο 14χρονος, «πέταξαν όλες τις μηχανές κάτω, ήρθαν από δεξιά και άρχισαν να πυροβολούν. Και κάνω πίσω και βλέπω τον φίλο μου τον Στράτο τραυματισμένο. Και όπως κάνω πίσω βλέπω και τον Νίκο, τον διπλανό μου, νεκρό. Μετά έκανα μια μανούβρα για να φύγω. Οι αστυνομικοί μπορούσαν να ρίξουν στις ζάντες για να μη φύγουμε. Αυτοί πυροβόλησαν εν ψυχρώ, πάνω μας. Επεφταν οι σφαίρες βροχή πάνω μας. Είδα τον Νίκο νεκρό και τον Στρατή τραυματισμένο. Επεσε ο Νίκος πάνω μου και κατάλαβα ότι είναι νεκρός».

Εκείνη την ώρα, όπως περιγράφει ο Βαγγέλης, «προσπαθούσα να φύγω για να σωθώ κι εγώ πήρα δύο μηχανές από κάτω (σ.σ.: από το αυτοκίνητο), αλλά χωρίς αναβάτες. Σκέφτηκα εκείνη την ώρα ότι θα σκοτώσουν κι εμένα για να μην υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία. Ολοι οι αστυνομικοί ήταν από τη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου και πυροβολούσαν. Εγώ άνοιξα την πόρτα του οδηγού και κρύφτηκα μπροστά από τη ζάντα που είναι το φτερό. Εκεί, μόλις πήγαν να αλλάξουν γεμιστήρες, βρήκα ευκαιρία και έφυγα. Πρόλαβα να στρίψω στο στενό. Τότε μια σφαίρα χτύπησε σε έναν τοίχο. Ξυστά από εμένα. Ηταν για εμένα δηλαδή, αλλά έπεσε στον τοίχο γιατί πρόλαβα να στρίψω».

Στη συνέχεια, ο ίδιος προσπάθησε να κρυφτεί: «Πήγα προς το βουνό. Οι αστυνομικοί είπαν ότι πήγα με την όπισθεν να τους χτυπήσω. Το λένε γιατί δεν έχουν τι να πουν. Σκότωσαν ένα παιδί κι ένα ακόμη είναι τραυματισμένο. Εγώ έκανα μια μανούβρα και πήρα από κάτω πρώτα μία μηχανή και μετά άλλη μία. Δεν υπήρχε άνθρωπος επάνω όμως. Ενας γκάζωσε τη μηχανή του και την πέταξε μέσα σε ένα μαγαζί που ήταν δίπλα. Γκάζωσε τη μηχανή και την άφησε κι έφυγε. Κάθε βράδυ που πάω να κοιμηθώ έρχεται αυτή η εικόνα στο μυαλό μου. Οτι με πυροβολούν αστυνομικοί». 

«Σήκωσε το χειρόφρενο για να παραδοθούμε»

Ενδεικτικά είναι και όσα καταθέτει στο Documento ο 16χρονος, μιλώντας από το κρεβάτι που βρίσκεται τραυματισμένος στο Τζάνειο νοσοκομείο. Σύμφωνα με πληροφορίες που παραχωρήθηκαν στην εφημερίδα γιατροί του νοσοκομείου, ο νεαρός Ρομά εισήχθη στο νοσοκομείο και μπήκε αμέσως στο χειρουργείο. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, σφαίρα είχε περάσει από το στομάχι στο ήπαρ και τη σπλήνα που του αφαιρέθηκε. Ο νεαρός έχει διαφύγει τον κίνδυνο και αναμένεται να λάβει εξιτήριο.

«Εκείνο το βράδυ είχαμε πάει βόλτα, χάσαμε το λεωφορείο, πήραμε το αμάξι να πάμε σπίτι μας» λέει και συνεχίζει: «Μετά πετύχαμε τη ΔΙΑΣ, μας έκαναν σινιάλο να σταματήσαμε και φοβηθήκαμε. Δεν σταματήσαμε, πατήσαμε το αμάξι να φύγουμε και καταλήξαμε στο Πέραμα. Μας κυνήγαγαν πολλά μηχανάκια και μας έλεγαν ότι φορούσαμε κουκούλες. Ομως δεν φορούσαμε κουκούλες. Παρακάτω μπήκαμε σε ένα στενό και μας έκλεισε ένα λεωφορείο. Ηρθαν αυτοί από πίσω, πέταξαν τις μηχανές κάτω και μας περικύκλωσαν».

Ο οδηγός του λεωφορείου, όπως τονίζει ο 16χρονος, «έκανε λίγο πίσω και σήκωσε το χειρόφρενο για να παραδοθούμε και αυτοί ξεκίνησαν να πυροβολούν. Και πυροβόλησαν εμένα πρώτα που καθόμουν πίσω. Μετά με είδε ο φίλος μου πυροβολημένο και του λέω “Πάμε, πάμε, πάμε”. Και μου λέει “Πού να πάμε; Δεν μπορούμε να φύγουμε”. Χτύπησε λίγο το μηχανάκι και μετά αυτοί από δεξιά, αριστερά και από πίσω άρχισαν να πυροβολούν. Πυροβόλησαν εμένα πρώτα και μετά τον Νίκο Σαμπάνη».

«Δεν προλάβαμε να ανοίξουμε την πόρτα»

Ο 16χρονος είναι επίσης σαφής σχετικά με το ποιος ήταν ο οδηγός: «Ο οδηγός είναι ο 14χρονος και συνοδηγός ο Ν. Σαμπάνης. Μας είχαν κυκλώσει. Μόλις πήγαμε να παραδοθούμε δεν προλάβαμε να ανοίξουμε την πόρτα για να παραδοθούμε και εγώ πυροβολήθηκα. Και λέω στους φίλους μου: “Παιδιά, με πυροβόλησαν”. Μετά δεν προλάβαμε να κατέβουμε, πυροβολήθηκε και ο άλλος και ο τρίτος έτρεξε κι έφυγε. “Αμα κάτσω κι εγώ” είπε ο Βαγγέλης, “θα πυροβοληθώ. Καλύτερα να φύγω”. Εφαγα μια σφαίρα στην πλάτη και δύο στην κοιλιά. Τρεις σύνολο. Μου έβγαλαν τη σπλήνα και δεν ξέρω πότε θα βγω από το νοσοκομείο».

Την καταγγελία ότι οι αστυνομικοί άρχισαν να τους πυροβολούν αφότου είχαν παραδοθεί επιβεβαίωσαν στο Documento και στενοί συγγενείς του, που έχουν άμεσες σχέσεις και με τον 14χρονο οδηγό. Οπως χαρακτηριστικά ανέφεραν στο Documento οι συγγενείς, «τα παιδιά μας είπαν και συμπίπτουν οι μαρτυρίες τους ότι σήκωσαν τα χέρια ψηλά γιατί “συνειδητοποιήσαμε ότι δεν μπορούσαμε να διαφύγουμε”». «Φύγε, φύγε, χτυπήθηκα» Ο 14χρονος δεν άκουσε καν τον πρώτο πυροβολισμό σύμφωνα με τους συγγενείς. Τότε ο 16χρονος φέρεται να είπε στον 14χρονο, σύμφωνα με τους συγγενείς: «Φύγε, φύγε, χτυπήθηκα».

Μόλις οι πυροβολισμοί σταμάτησαν, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των συγγενών, ο 14χρονος «βγήκε από το αυτοκίνητο και άρχισε να τρέχει στο στενό». Σύμφωνα με τους συγγενείς, «στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου οι αστυνομικοί είχαν πετάξει τις μηχανές κάτω –πριν πέσει ο πρώτος πυροβολισμός– προκειμένου να τους φρακάρουν την έξοδο διαφυγής. Οι αστυνομικοί βρίσκονταν στη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου. Δεν ήταν πάνω στις μηχανές». Οι συγγενείς επιβεβαίωσαν παράλληλα ότι οδηγός ήταν ο 14χρονος, ενώ ο 16χρονος που τραυματίστηκε βρισκόταν στο πίσω κάθισμα.