Τα κόμματα, τουλάχιστον σε μια δημοκρατία με κυρίαρχα τα αντιπροσωπευτικά χαρακτηριστικά, συνιστούν οργανωμένες ομάδες που επιδιώκουν την κατοχύρωση και προάσπιση κοινών συμφερόντων. Στην κανονική τους μορφή και λειτουργία λοιπόν, αυτές οι ομάδες υποτίθεται ότι θα πρέπει να εντάσσουν στις τάξεις τους και να εκπροσωπούν ανθρώπους με κοινά προβλήματα, δηλαδή με κοινά συμφέροντα ως προς την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων.

Ads

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, το κοινό συμφέρον δεν μπορεί παρά να προσδιορίζεται με βάση την υλική πραγματικότητα που βιώνουν από κοινού ορισμένα μέλη μιας κοινωνίας, δηλαδή με βάση τις όμοιες ή τουλάχιστον παρεμφερείς πραγματικές συνθήκες στις οποίες επιχειρούν να αναπτύξουν την προσωπική, επαγγελματική και κοινωνική τους ζωή. Υπό αυτό το πρίσμα, η ένταξη σε ένα κόμμα ή έστω η υποστήριξή του, δεν μπορεί να στηρίζεται και να προκύπτει από την τήρηση ή τον σεβασμό κάποιας παράδοσης ή συνήθειας, ούτε να εκδηλώνεται με οπαδικούς όρους. Αντιθέτως, αυτή η ένταξη ή υποστήριξη αποκτά ουσιαστικό νόημα μόνο όταν εδράζεται και ανταποκρίνεται σε σαφώς προσδιορισμένες και υπαρκτές ανάγκες, και όχι όταν εκπορεύεται από αφηρημένες θεωρητικές αντιλήψεις, οι οποίες μάλιστα δεν συμπίπτουν με τις πραγματικές συνθήκες ή τις αγνοούν επιδεικτικά.

Όπως όμως συμβαίνει στις περισσότερες πτυχές του δημόσιου βίου, έτσι και τα κόμματα, αντανακλώντας ίσως και τα αδιέξοδα του γενικότερου συστήματος πολιτικής οργάνωσης και διακυβέρνησης που επικρατεί, έχουν καταλήξει να εκφράζουν κάτι πολύ διαφορετικό από τον πραγματικό τους ρόλο. Συνιστούν ως επί το πλείστον ομάδες εξυπηρέτησης ιδιοτελών σκοπιμοτήτων, συντήρησης παρασιτικών γραφειοκρατιών και προάσπισης των ιδιαίτερων συμφερόντων κάποιων τμημάτων τους, τα οποία όμως δεν συμπίπτουν καθόλου με τα πραγματικά συμφέροντα του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους των μελών και των υποστηρικτών τους.

Σε αυτήν τη λογική, αποφεύγουν να καθιερώσουν θεσμούς και διαδικασίες εσωκομματικής δημοκρατίας, δημιουργούν συλλογικούς μύθους ως προς την υποτιθέμενη δράση τους, ενώ παράλληλα επιχειρούν να ελέγξουν κάθε πτυχή συλλογικής δραστηριοποίησης, με τέτοιον τρόπο ώστε να συγκαλύπτονται οι βαθιές στρεβλώσεις που χαρακτηρίζουν τη λειτουργία τους. Έτσι, ο ουσιαστικός σκοπός δεν είναι πλέον η γνήσια εκπροσώπηση των συμφερόντων κάποιων κοινωνικών ομάδων, αλλά το να φανεί ότι δήθεν αυτά τα συμφέροντα εκπροσωπούνται επαρκώς, ενώ στην πραγματικότητα υπονομεύονται και μάλιστα καταλυτικά.

Ads

Συνακόλουθα, δεν τίθενται καν ορισμένα θεμελιώδη και κατά βάση πολύ απλά ερωτήματα, όπως για παράδειγμα:

«Σε πόσες κομματικές παρατάξεις χρειάζεται να χωριστούν οι εργαζόμενοι σε μια αλυσίδα καφέ ή οι υπάλληλοι γραφείου της ίδιας εταιρίας, προκειμένου να διεκδικήσουν αποτελεσματικά καλύτερες συνθήκες εργασίας; Πόσο διαφορετικές ανάγκες έχουν μεταξύ τους, ανεξαρτήτως των επιμέρους θεωρητικών αντιλήψεων που «κουβαλάει» ο καθένας;

Πώς ακριβώς εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον η διαρκής προσπάθεια ελέγχου των κρατικών φορέων με γνώμονα τις κομματικές στοχεύσεις;

Τι ποιότητα δημοκρατίας αντιπροσωπεύει ένα Κοινοβούλιο το οποίο, στο πλαίσιο μιας κακώς εννοούμενης κομματικής πειθαρχίας, λειτουργεί ως απλώς διεκπεραιωτής που νομιμοποιεί ήδη ειλημμένες αποφάσεις;»

Οι απαντήσεις στα παραπάνω ενδεικτικά ερωτήματα μοιάζουν αυτονόητες, αλλά συνειδητά οι σχετικές συζητήσεις είτε δεν γίνονται είτε συσκοτίζονται με επιχειρήματα δογματικού ή και απλά συνθηματολογικού χαρακτήρα. Αντ’ αυτού, οι κομματικοί μηχανισμοί συνεχίζουν τον αέναο αγώνα ελέγχου, επιρροής και συναλλαγής, στο όνομα ενός «λαού» τον οποίον επιμελώς αποφεύγουν να συναντήσουν και να εκφράσουν ουσιαστικά.

Συνεπώς, στις μέρες μας, ένας κομματικός σχηματισμός που διαθέτει πράγματι προοδευτικά και ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά, δεν θα επιδίωκε να ελέγξει όσο το δυνατόν περισσότερους «χώρους δουλειάς», να αναδείξει εκπροσώπους σε κάθε «συλλογική διαδικασία» και να επιβάλει τη «γραμμή» του. Αντιθέτως, θα φρόντιζε πρωτίστως και πριν από όλα, να διαδώσει το μήνυμα της απελευθέρωσης από τα στενά κομματικά δεσμά αυτού του τύπου, καθώς και την ανάγκη συνειδητοποίησης ότι η προάσπιση των κοινών συμφερόντων, ιδίως των πολλών, δεν περνάει μέσα από στημένους παραταξιακούς διαχωρισμούς και την τροφοδότηση κλειστών γραφειοκρατικών μηχανισμών, ούτε μέσα από την «τυφλή» κομματική διείσδυση σε κάθε μορφής συλλογική δράση.

Με άλλα λόγια, δεν χρειάζονται άλλοι «στρατοί» που θα παλεύουν, κραδαίνοντας τη σημαία τους, να κερδίσουν εκλογές και ποσοστά σε επιμελητήρια, σωματεία και γενικά σε κάθε κάλπη που κυκλοφορεί. Χρειάζονται, αντιθέτως, ομάδες ανθρώπων (και όχι ιεραρχικά δομημένοι μηχανισμοί) που θα επιχειρούν όντως να εκφράσουν ουσιαστικά τα συμφέροντα αυτών που διατείνονται ότι εκπροσωπούν. Και οι οποίες θα ξεκινήσουν πρώτα κοιτάζοντας στον δικό τους καθρέφτη, και φροντίζοντας να εφαρμόσουν πραγματική δημοκρατία στο εσωτερικό τους, προτού την επικαλεστούν πανηγυρικά στο όνομα του «λαού».