Η Βάσκικη εξτρεμιστική οργάνωση ΕΤΑ είναι η τελευταία εθνοαπελευθερωτική οργάνωση στην Δυτική Ευρώπη, μετά και την ανακωχή και διάσπαση των Βορειο-Ιρλανδικών ομάδων (κάποια μικρά γκρουπ στην Κορσική, για παράδειγμα, δεν ήταν ποτέ αρκετά εξτρεμιστικά για να θεωρηθούν ξεκάθαρα ως τρομοκρατικά). Τα τελευταία δύο χρόνια δέχθηκε διαδοχικά χτυπήματα από έρευνες τόσο της Ισπανικής όσο και της Γαλλικής αστυνομίας, οι οποίες απέφεραν χρήσιμο πληροφοριακό υλικό όσον αφορά στην μεθοδολογία της οργάνωσης, τον τρόπο ανανέωσής της κατόπιν συλλήψεων, την στρατολόγηση, την οικονομική ευρωστία της κλπ. Οι πρόσφατες φημολογίες περί απαγωγής επιφανούς προσώπου/ων υποστηρίζουν αυτήν την εκδοχή, καθ’ότι την τελευταία σχεδόν εικοσαετία τα λύτρα από απαγωγές είναι το βασικότερο μέτρο εξασφάλισης πόρων για την οργάνωση. Όμως, οι ίδιες αυτές φημολογίες κάνουν λόγο και για την στοχοποίηση κέντρων εξουσίας (στρατόπεδα Πολιτοφυλακής, Υπουργεία, κ.ά.), κάτι το οποίο υποδεικνύει τον οικειοθελή περιορισμό της ΕΤΑ όσον αφορά στο εύρος των στόχων της.

Ads

Η άποψη αυτή τεκμηριώνεται και από την δράση της οργάνωσης το καλοκαίρι του 2009: με εξαίρεση την τριπλή επίθεση στη Μαγιόρκα (η οποία είχε ως στόχο την τουριστική βιομηχανία), οι επθέσεις σε Μπιλμπάο (Ιούνιος), Μπουργός και Μαγιόρκα (Ιούλιος) είχαν ως στόχους τους έναν ανώτατο αξιωματικό της Αντιτρομοκρατικής και δύο Πολιτοφύλακες αντίστοιχα. Βάσκοι και Ισπανοί αναλυτές κάνουν λόγο για δύο τινά: είτε η οργάνωση επέλεξε τους συγκεκριμένους στόχους διότι αυτό εκφράζει η πλατιά βάση των εξτρεμιστικών κύκλων του εθνικιστικού κινήματος (την οποία βλέπει ως ‘ασφαλέστερη’ επιλογή από επιχειρηματίες, πολιτικούς, δημοσιογράφους και απλούς πολίτες και τουρίστες, με γνώμωνα πάντα την εσωτερική αντίδραση και κατακραυγή), είτε αποτελεί στεγνή εκδίκηση για την συνεισφορά των συγκεκριμένων σωμάτων στις συστηματικές συλλήψεις υψηλά ιστάμενων μελών της τα τελευταία τεσσερα χρόνια. Αν η τριπλή επίθεση της 9ης Αυγούστου είχε θύματα τουρίστες (η Μαγιόρκα είναι δημοφιλής προορισμός Βρετανών, για παράδειγμα), το ενδεχόμενο εμπλοκής και τρίτης χώρας στις αντιτρομοκρατικές έρευνες θα σήμαινε το τελειωτικό χτύπημα για την οργάνωση. Κάτι το οποίο, στρατηγικά μιλώντας, ισοδυναμεί με ‘αυτοκτονία’. Όποιες και αν είναι όμως οι στρατηγικές, το ερώτημα που γεννάται σε κάποιον χωρίς ειδικές γνώσεις στο θέμα είναι πώς και γιατί η τυφλή βία μπορεί και δικαιολογείται ακόμη σε μια ευρωπαϊκή και, κατά βάση, δημοκρατική χώρα;

Κατ’αρχήν το ίδιο το κράτος συνέβαλε στην αποξένωση και περιθωριοποίηση των Βάσκων, πρώτα με την διδακτορία του Φράνκο (τα βασανιστήρια και τις διακρίσεις που έλαβαν χώρα) και κατόπιν, στη διάρκεια της Σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Γκονθάλεθ, με ‘αντι-τρομοκρατικές’, παρακρατικές ομάδες, σκοπός των οποίων ήταν η εξόντωση μελών της ΕΤΑ που είχαν βρει καταφύγιο στη Γαλλία – το αποτέλεσμα όμως ήταν η δολοφονία 27 αθώων πολιτών. Η ίδια η ΕΤΑ γεννήθηκε στα τέλη του ’50, όταν ο κεντρικός κρατικός μηχανισμός του Φράνκο ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος. Ο Στρατηγός όμως, δεν ήταν ο μοναδικός λόγος γέννησης και επιβίωσης της οργάνωσης μέχρι σήμερα. Ο λόγος ήταν και είναι το πνεύμα, η ηθική και οι αξιώσεις που πλαισιώνουν το όλο Βάσκικο εθνικιστικό εγχείρημα.

Η ΕΤΑ γεννήθηκε από την συγχώνευση δύο φοιτητικών οργανώσεων, οι οποίες στην αρχή μελετούσαν κρυφά την ιστορία του Βάσκικου έθνους και διέδιδαν την γλώσσα (τα ikastolas, κάτι σαν τα δικά μας ‘κρυφά σχολειά’) η οποία ήταν απαγορευμένη – όπως και κάθε είδους επίδειξη Βάσκικης κουλτούρας. Τα ιστορικά αυτά κείμενα, ειδικά του Σαμπίνο Αράνα, ιδρυτή της ιδέας μιας ανεξάρτητης χώρας καθώς και του Βάσκικου Εθνικιστικού Κόμματος, δεν ήταν ακριβώς αντικειμενικά. Όπως με κάθε έθνος, έτσι και με τους Βάσκους, ο Αράνα ‘εφηύρε’ πολλές απο τις πολιτιστικές και πολιτισμικές κληρονομιές τού σήμερα. Η σημαία (τόσο ως λάβαρο όσο και ως λεξική έννοια – ikurriña) καθώς και η ίδια η ονομασία της χώρας στα Βάσκικα (Euzkadi) είναι δύο από τις αναρίθμητες εφευρέσεις του Αράνα καθώς δεν απαντώνται σε προγενέστερα κείμενα. Όπως και σε άλλες εθνικιστικές διενέξεις, υπάρχουν σημεία της ιστορίας που υπερτονίζονται και άλλα που αποσιωπούνται με απώτερο στόχο την απόδειξη της ανωτερότητας του ‘εμάς’ από το ‘αυτούς’.

Ads

Η ανωτερότητα αυτή εκφράστηκε από τον Αράνα με ρατσιστικούς προσδιορισμούς όταν, λόγω της βιομηχανοποίησης του 19ου αιώνα, οι ανερχόμενες καπιταλιστικές τάξεις τόσο στα νέα αστικά κέντρα αλλά και στις επαρχιακές περιοχές της χώρας των Βάσκων έμοιαζαν να έχουν αφομοιωθεί από την Ισπανική κουλτούρα, σε σημείο που η Βάσκικη γλώσσα να έχει σχεδόν εκλείψει, και η οποία αναβίωσε σε μεγάλο βαθμό χάρη στην σχολαστική προσπάθεια του Αράνα. Οι βασικοί άξονες της φιλοσοφίας του ήταν η αφοσίωση στον Θεό και το έθνος. Ακολουθώντας την παράδοση του Αγίου Ιγνατίου, ο Αράνα πρέσβευε την στράτευση των Βάσκων για την πίστη και την ταυτότητά τους. Το ανώτερο ‘εμάς’ εδραιώθηκε εύκολα απέναντι στα εξαθλιωμένα κύματα μεταναστών που κατέφταναν απο την Νότια Ισπανία, και εξαναγκάζονταν σε δουλικές συνθήκες στις διάφορες βιομηχανίες (ξυλείας, σιδήρου, ναυπηγοκατασκευής, κλπ).

Η γέννηση της ΕΤΑ οφείλεται στην απουσία των χαρακτηριστικών που, σύμφωνα με τα ‘ιστορικά γραπτά’, διέπουν τους Βάσκους. Μετά τον βομβαρδισμό της Γκερνίκα στις 26 Απριλίου του 1937 (μιας πόλης που, σημειωτέον, είναι στρατηγικά μεν αδιάφορη, συμβολικά δε, ειναι η ‘Ιερή Πόλη’ των Βάσκων, καθ’ότι εκεί ορκίζονταν οι μονάρχες της Καστίλλης-Μαδρίτης την πίστη και την φιλία τους στο Βάσκικο Έθνος, πριν την αφομοίωσή του), ο Βάσκικος πληθυσμός παρέδωσε εντελώς τα όπλα. Αυτό ήταν κάτι που δεν συγχώρεσαν οι νέες γενιές, οι οποίες βίωσαν τον εμφύλιο μέσα από τις ιστορίες συγγενών και όχι ως αυτούσιες εμπειρίες.

Ο απόλυτος έλεγχος λοιπόν και η γενικευμένη εθνοπολιτική απάθεια ήταν αυτά που έδωσαν το έναυσμα για την ίδρυση της οργάνωσης. Επεισόδια όπως αυτό των μεταγενέστερων παρακρατικών ομάδων δολοφονιών του Γκονθάλεθ, φυσικά συνέβαλλαν στην ριζοσπαστικοποίηση του όλου εθνικιστικού κινήματος και στην διαιώνιση της αντίληψης ότι οι Ισπανοί επιδιώκουν την εξόντωση των Βάσκων άρα η τρομοκρατία ενδείκνυται και επιβάλλεται ώς αμυντική πρακτική. Η Χώρα των Βάσκων όμως, είναι γεωγραφικά πολύ μικρή. Και οι επιπτώσεις της βίας σε τέτοια μέρη (όπως για παράδειγμα στην Παλαιστίνη, την Βόρεια Ιρλανδία, την Σρι Λάνκα, την Κύπρο, και αλλού) είναι ότι οι περισσότεροι γνωρίζουν κάποιο κοντινό τους πρόσωπο (φίλο ή συγγενή) το οποίο είναι θύμα είτε της τρομοκρατικής είτε της κρατικής βίας. Αυτό το κύμα είναι που ωθεί τα τελευταία χρόνια την γενικότερη Βάσκικη κοινωνία στην απομόνωση των ατόμων που εμπλέκονται στην οργάνωση. Το όλο εθνικιστικό κίνημα (το οποίο περιλαμβάνει συνδικάτα, φεμινιστικά και οικολογικά κινήματα, και του οποίου η ΕΤΑ είναι μόνο η κορυφή της πυραμίδας) πλέον συρρικνώνεται καθώς όχι μόνο δεν απολαμβάνει της στήριξης της τοπικής κοινωνίας αλλά εκλαμβάνεται ως κίνδυνος για τον ίδιο στόχο τον οποίο επιδιώκουν: την ανεξαρτησία.

Η ίδια η τοπική κοινωνία έχει τα τελευταία χρόνια κάνει πολύ πιο σημαντικά βήματα διαλόγου και ειρήνευσης απ’ό,τι οι δύο άμεσα ενδιαφερόμενοι, δηλαδή το κράτος και η οργάνωση. Με α-πολιτικές παρεμβάσεις, διαμαρτυρίες, εργαστήρια διαλόγου και συνεργασίας μεταξύ οικογενειών-θυμάτων και των δύο πλευρών, η Βάσκικη κοινωνία απαιτεί να έχει το δικάιωμα να συζητάει για την ανεξαρτησία της χωρίς αυτό να σημαίνει την χρήση τρομοκρατικής βίας, ούτε βέβαια την βίαια απάντηση του κράτους για την καταστολή τέτοιας έκφρασης, όπως έγινε με την κατάργηση του κόμματος Μπατασούνα (το πολιτικό παρακλάδι της ΕΤΑ), με το κλείσιμο της Βάσκικης εφημερίδας Γκάρα από την κυβέρνηση του Αθνάρ, ή με τις συλλήψεις Βάσκων πολιτικών (αρκετών εξ’αυτών, εξτρεμιστών) τον περασμένο Οκτώβριο, οι οποίοι διαπραγματεύονταν τον σχηματισμό μιας νέας πολιτικής πλατφόρμας η οποία θα βασιζόταν στο σεβασμό της κοινωνικής θέλησης για ειρήνη και θα πίεζε την οργάνωση να κυρήξει το τέλος των εχθροπραξιών.

Εν κατακλείδι, η Βάσκικη κοινωνία μάς προσφέρει ένα νέο μοντέλο το οποίο καταδεικνύει ότι ο εθνικισμός δεν είναι απόλυτα διχοτομημένος ανάμεσα σε ‘καλό’ και ‘κακό’. Είναι ΚΑΙ τα δύο, και αυτό εξαρτάται από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εμφανίζεται και αναπτύσσεται ως κίνημα. Η εξαντλητική για την κοινωνία σαραντάχρονη χρήση βίας έχει πλέον οδηγήσει πολλούς να απαντήσουν στην οργάνωση με το σύνθημα «Απόσχιση δεν σημαίνει Τρομοκρατία». Με άλλα λόγια, οι ίδιοι μύθοι που οι εξτρεμιστές επικαλούνταν για εκατονταετίες έπαψαν πια να ισχύουν όσον αφορά την ανωτερότητα του ‘εμείς’. Ο συστρατευμένος πατριωτισμός μπορεί να μεταμορφωθεί σε κάτι πιο ειρηνικό και δημιουργικό – ειδικά την στιγμή που το βασικό δόγμα (η παροχή Βάσκικης παιδείας, η ελευθερία έκφρασης και η αυξανόμενη αυτονομία σε διοικητικά και άλλα θέματα) έχει ικανοποιηθεί, και το ‘εμείς’ δεν (νιώθει να) διακινδυνεύει απο το ‘αυτούς’. Η ανάγκη ειρήνης (με την έννοια της σταθερότητας και της ανάπτυξης, και όχι με την έννοια απλά της έκλειψης βίας) είναι για τον μέσο Βάσκο μεγαλύτερη από την ‘εδώ-και-τώρα’ ανεξαρτησία – κάτι το οποίο φάνηκε στις πρόσφατες τοπικές εκλογές, όπου το εθνικιστικό κόμμα δεν είναι πια κυβέρνηση έπειτα από δύο δεκαετίες.

Η ΕΤΑ μπορεί να βρίσκει ακόμα στόχους, και να τους δικαιολογεί. Το μεγαλύτερο πρόβλημά της όμως είναι ότι μαζί με τα χτυπήματα που δέχεται από τα σώματα ασφαλείας, έχει χάσει παντελώς τον έλεγχο της κοινωνίας την οποία διακυρρήσει ότι εκπροσωπεί. Οι οποιεσδήποτε ενέργειές της αυτήν την χρονική στιγμή όχι μόνον δεν είναι ικανές να αντιστρέψουν αυτό το κλίμα, αλλά ίσως και να επιταχύνουν την εξαφάνιση της οργάνωσης.

∗ Ο Γιάννης Τελλίδης είναι διδάκτωρ Διεθνούς Τρομοκρατίας του παν/μίου του St Andrews (Σκωτία)