Η πρώτη δίκη για τα «κλεμμένα μωρά» άρχισε  στην Ισπανία, δεκαετίες αφότου ξέσπασε το σκάνδαλο με τα νεογέννητα που αξιωματούχοι του δικτάτορα Φράνκο έπαιρναν από τις «ακατάλληλες» μητέρες τους -συχνά κομουνίστριες- για να τα εμπιστευθούν σε θετές οικογένειες.

Ads

Ο Εντουάρντο Βέλα, 85 ετών, πρώην γυναικολόγος στην κλινική Σαν Ραμόν της Μαδρίτης, κατηγορείται από την Ινές Μαντριγκάλ, μια 49χρονη υπάλληλο των σιδηροδρόμων, ότι την χώρισε από τη βιολογική μητέρα της και πλαστογράφησε το πιστοποιητικό γέννησής της τον Ιούνιο του 1969.

Ο κατηγορούμενος έφθασε στο δικαστήριο της Μαδρίτης μέσα σε αυτοκίνητο με σκούρα τζάμια λίγο μετά τις 10:00 το πρωί. Η ακροαματική διαδικασία άρχισε κεκλεισμένων των θυρών για να εξετασθεί αν η κατάσταση της υγείας του κατηγορουμένου επιτρέπει τη διεξαγωγή της δίκης του.

Ο γιατρός αυτός, ο οποίος είχε από καιρό καταγγελθεί από τον Τύπο και ενώσεις, είναι ο πρώτος που κάθεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου χάρη στη μαρτυρία της μητέρας της Ινές Μαντριγκάλ, της Ινές Πέρεθ, η οποία έχει πλέον πεθάνει.

Ads

Αυτή η τελευταία, η οποία δεν μπορούσε να αποκτήσει παιδί, αφηγήθηκε πως ο γιατρός Βέλα της είχε προτείνει να της δώσει ένα μωρό. Της είχε ζητήσει να προσποιηθεί πως ήταν έγκυος και μετά την είχε δηλώσει ως τη βιολογική μητέρα του νεογέννητου.

Ενώπιον του ανακριτή, ο γιατρός είχε παραδεχθεί το 2013 πως είχε υπογράψει «χωρίς να κοιτάξει» τον ιατρικό φάκελο που αναφέρει πως είχε παρευρεθεί στον τοκετό.

«Αναφέρομαι ως κόρη μιας γυναίκας στείρας που ουδέποτε τεκνοποίησε», συνοψίζει η Ινές Μαντριγκάλ.

«Ατιμωρησία»

Οι περιπτώσεις όπως αυτή μπορεί να ανέρχονται σε δεκάδες χιλιάδες, σύμφωνα με τις ενώσεις που μάχονται για να πέσει φως σ’ αυτό το λαθρεμπόριο που άρχισε υπό τη δικτατορία του Φρανσίσκο Φράνκο (1939-1975), συχνά με τη συνέργεια της Καθολικής εκκλησίας.

Μετά τον τοκετό, τα παιδιά δηλώνονταν νεκρά χωρίς να δοθεί κάποια απόδειξη γι’ αυτό στους γονείς τους και υιοθετούνταν από στείρα ζευγάρια, κατά προτίμηση προσκείμενα στο «εθνικο-Καθολικό» καθεστώς.

Μετά τον εμφύλιο πόλεμο (1936-1939), ο στόχος ήταν να τιμωρηθούν αντιπολιτευόμενες γυναίκες που κατηγορούνταν ότι μετέδιδαν το «κόκκινο γονίδιο» του μαρξισμού, υποστηρίζει η Σολεδάδ Λούκε, πρόεδρος της ένωσης «Όλα τα κλεμμένα παιδιά είναι και δικά μου παιδιά».

Έπειτα, από την δεκαετία του 1950 και μετά, έγιναν περισσότερο στόχοι τα παιδιά που γεννιούνταν εκτός γάμου ή σε φτωχές ή πολύ πολυμελείς οικογένειες.

Το λαθρεμπόριο αυτό συνεχίσθηκε στη δημοκρατία, τουλάχιστον μέχρι το 1987, για λόγους «σχεδόν καθαρά οικονομικούς», συνεχίζει η Λούκε.

Είναι η περίπτωση της 55χρονης Κάρμεν Λορέντε, η οποία ήρθε από τη Σεβίλλη για να διαδηλώσει μπροστά από το δικαστήριο μαζί με άλλα 50 άτομα με πλακάτ που ζητούσαν «Δικαιοσύνη!». Της πήραν το μωρό της το 1979.

«Δύο ημέρες μετά τη γέννηση, μου είπαν πως ήταν νεκρό, πως έπαθε ασφυξία μέσα στην κοιλιά μου, όμως το είχα ακούσει να κλαίει», αφηγήθηκε συγκινημένη στο Γαλλικό Πρακτορείο.

Όμως παρά την έκταση του σκανδάλου, το οποίο καταγγέλθηκε για πρώτη φορά στον Τύπο το 1982, καμιά από τις περισσότερες από 2.000 προσφυγές που κατατέθηκαν, σύμφωνα με τις ενώσεις, δεν έφθασε στα δικαστήρια.

«Αυτό που ενώνει τις τρεις εποχές, είναι η λέξη ατιμωρησία», δηλώνει η Σολεδάδ Λούκε, η μήνυση της οποίας με στόχο να ξαναβρεί τον δίδυμο αδελφό της μπήκε στο αρχείο.

Το ίδιο φαινόμενο επαναλήφθηκε στην Αργεντινή στη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας που διήρκεσε από το 1976 μέχρι το 1983. Οι αρχές άρπαξαν περίπου 500 νεογέννητα από κρατούμενες και τα έδωσαν για υιοθεσία σε οικογένειες στρατιωτικών ή πολιτών που στήριζαν τη δικτατορία.

Δύο πρώην αρχηγοί της χούντας, ο Χόρχε Βιντέλα και ο Ρεϊνάλντο Μπινιόνε, καταδικάσθηκαν το 2012 για τις κλοπές παιδιών.