O Kυριάκος Μητσοτάκης μπορεί να λέει – με υψηλό… πολιτικό λυρισμό είναι η αλήθεια – ότι «ο επενδυτικός χειμώνας δίνει την θέση του στην αναπτυξιακή άνοιξη» αλλά, επί του παρόντος τουλάχιστον, το μόνο απτό κέρδος και εργαλείο που έχει στα χέρια του για να ασκήσει οικονομική πολιτική είναι το υπερπλεόνασμα – μαμούθ των 3 δις από τον προϋπολογισμό της κυβέρνησης Τσίπρα.

Ads

Η κυβέρνηση μπορεί επίσης να επιμένει ότι το «αναπτυξιακό θαύμα» έρχεται και να στέλνει στις Βρυξέλλες τον προϋπολογισμό του 2020 με προβλεπόμενο ρυθμό ανάπτυξης 2,8% (τουλάχιστον διπλάσιο του μέσου όρου της ευρωζώνης) αλλά το – ιδεολογικά συγγενές της – ΔΝΤ έχει διαφορετική άποψη: Στις φθινοπωρινές προβλέψεις που έδωσε σήμερα στην δημοσιότητα τοποθετεί την πρόβλεψη για την ανάπτυξη του 2020 στο 2,2% και κατεβάζει τον πήχη για εφέτος στο 2% έναντι 2,4% που ανέμενε την περασμένη άνοιξη. Kαι, όση αξιοπιστία κι εάν μπορούν να έχουν πλέον οι προβλέψεις του Ταμείου, δίνει μια εντελώς διαφορετική εκδοχή για την «αναπτυξιακή έκρηξη» της χώρας μεσοπρόθεσμα, εκτιμώντας ότι έως το 2024 η αύξηση του ΑΕΠ θα περιοριστεί μόλις στο 0,9%.

Παραπλεύρως, το οικονομικό επιτελείο μπορεί να διαρρέει πως βρίσκεται «ένα βήμα πριν την τελική συμφωνία» με τους θεσμούς για τον προϋπολογισμό του 2020, οι πληροφορίες όμως από την Κομισιόν δείχνουν πως βασικά και καίρια δημοσιονομικά μεγέθη του επόμενου έτους – με πρώτον τον ρυθμό ανάπτυξης – παραμένουν υπό αίρεση και εξαρτώνται από σειρά ευμετάβλητων προϋποθέσεων.

Στο δια ταύτα, η κυβέρνηση έστειλε σήμερα προς έγκριση στην Κομισιόν έναν προϋπολογισμό που εξαντλεί κάθε άσκηση αισιοδοξίας και προσβλέπει στην κάλυψη του δημοσιονομικού κενού μέσα αφενός από την – κάθε άλλο παρά διασφαλισμένη – υψηλή ανάπτυξη και, αφετέρου, από την επίσης μετέωρη απόδοση μέτρων κατά της φοροδιαφυγής όπως η επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών.

Ads

Σήμερα βεβαίως, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας, δήλωσε ότι οι δανειστές δεν βλέπουν δημοσιονομικό κενό για το 2019, αλλά ούτε και στον προϋπολογισμό του 2020, ενώ πηγές του οικονομικού επιτελείου ανέφεραν ότι το αρχικό κενό για τον επόμενο χρόνο – της τάξης του 1,5 δις – έχει γεφυρωθεί στην μεγαλύτερη έκτασή του.

Οι πληροφορίες ωστόσο από τον τελευταίο γύρο των διαβουλεύσεων λένε πως, όντως, το τελευταίο διάστημα έχει καταγραφεί μια σύγκλιση στις εκτιμήσεις των δύο πλευρών αλλά παραμένει αγεφύρωτη μια απόσταση εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ ακριβώς επειδή θεωρείται άκρως επισφαλής μια σειρά προβλέψεων και μέτρων – από την ανάπτυξη του 2,8% έως τις εξοικονομήσεις από την επισκόπηση δαπανών και εσόδων και από την βελτίωση των επιδόσεων των φορέων της γενικής κυβέρνησης. Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι η Κομισιόν αναθεωρεί κατά τι και εκείνη την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη, ακόμη κι έτσι όμως δεν θεωρεί ότι μπορεί να ξεπεράσει εύκολα το 2,3%.

Οπερ, επί της ουσίας τα βασικά ερωτήματα μετατοπίζονται στην κατάθεση του τελικού σχεδίου του προϋπολογισμού τον Νοέμβριο – ερωτήματα, που έχουν κυρίως να κάνουν με το εάν θα προκύψουν είτε «κρυφά» μέτρα, είτε «εκπτώσεις» στις φορολογικές εξαγγελίες του πρωθυπουργού για το 2020. Ηδη, άλλωστε, η πρώτη γενναία «έκπτωση» έχει επέλθει δια της πλάγιας μείωσης του αφορολόγητου ορίου, ενώ ανοιχτά ζητήματα παραμένουν και ως προς την τελική μορφή και εφαρμογή άλλων φιλολαϊκών μέτρων όπως οι φοροαπαλλαγές για την ανακαίνιση κατοικιών.

Το πρώτο στίγμα προθέσεων των Βρυξελλών αναμένεται στην έκθεση της Κομισιόν στις αρχές Νοεμβρίου και στο Eurogroup που θα γίνει στις 4 του μήνα, μέχρι τότε ωστόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνηση αποκτούν την δυνατότητα για κάποιες πρόσθετες παροχές εντός του τρέχοντος έτους χάρις στο υπερπλεόνασμα του «προϋπολογισμού Τσίπρα». Κατά τις πληροφορίες μία εξ αυτών πιθανώς θα είναι η διανομή 200 εκατομμυρίων ευρώ στους ασθενέστερους υπό την μορφή του κοινωνικού μερίσματος – που έως τώρα καταδίκαζε η ΝΔ – , ενώ συζητείται και το ενδεχόμενο μείωσης του τέλους επιτηδεύματος των 650 ευρώ για τους ελεύθερους επαγγελματίες.