Ομιλία του Βασίλη Μίχου από την παρουσίαση του βιβλίου του ευρωβουλευτή Στέλιου Κούλογλου “Μαρτυρίες από την Δικτατορία και την Αντίσταση” (Εκδ. Εστία) στην Λάρισα. 

Ads

Το πρώτο ερώτημα που έρχεται στο νου, είναι γιατί τώρα ένα βιβλίο, και γιατί ένα ακόμη βιβλίο, για την δικτατορία και την αντίσταση… Ειδικά σε μια εποχή όπως η σημερινή, που οι περισσότεροι από εμάς ζούμε στη δίνη της οικονομικής κρίσης, στην ένταση της οξείας πολιτικής αντιπαράθεσης, στην αγωνία για την πορεία θεμάτων εθνικού χαρακτήρα, και που επομένως αν ήταν κάτι να ενδιαφέρει θα ήταν σχετικό με τις προοπτικές που υπάρχουν για κάποιες βελτιώσεις –έστω- στα προβλήματα που μας απασχολούν.

Βέβαια, οι περισσότεροι των εδώ παρισταμένων, ως κλασσικοί βιβλιόφιλοι, ξέρουν ότι η ανάγνωση ενός καλού βιβλίου (όχι κατ’ ανάγκην επίκαιρου) αποτελεί ανάσα ψυχής, ειδικά σε δύσκολους καιρούς, και για να πω την αλήθεια μ’ αυτή τη διάθεση πήρα κι εγώ στα χέρια μου τις “Μαρτυρίες από την Δικτατορία και την Αντίσταση”, κι ενώ απ’ την αρχή με δικαίωσε ως ένα ενδιαφέρον βιβλίο, καθώς προχωρούσα στο διάβασμά του χτιζόταν η εντύπωση ότι δεν πρόκειται απλά για συλλογή μαρτυριών (κάτι ουδόλως ευκαταφρόνητο αφ’ εαυτού) αλλά για μία ολοκληρωμένη σύνθεση τέτοια που το καθιστά επίκαιρο τώρα, με όρους βαθύτατα πολιτικούς.

Και δεν αναφέρομαι μόνο στην αδήριτη ανάγκη να απαντηθεί με τρόπο απόλυτο κάθε νεοεμφανιζόμενη τα τελευταία χρόνια -ηθελημένη ή μη- απόπειρα από-ενοχοποίησης (έως και ωραιοποίησης) της επτάχρονης δικτατορίας, κάτι που εύστοχα και αποφασιστικά θέτει ο Στέλιος Κούλογλου στην εισαγωγή του. Αναφέρομαι στη δυνατότητα αυτού του βιβλίου, από την αρχή του ως το τέλος του, να συμβάλλει σε μία ψύχραιμη προσπάθεια εθνικής αυτογνωσίας. Ό,τι δηλαδή κρισιμότερο οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε σήμερα.

Ads

Πριν ακόμη διαβάσει κανείς τα περιεχόμενα, με ένα απλό ξεφύλλισμα, γίνεται φανερή η διάθεση αποφυγής του εύκολου εντυπωσιασμού: πουθενά φωτογραφίες, πουθενά έντονα τυπογραφικά στοιχεία, παντού μία στρωτή, συνεχής γραφή. Μία εικόνα γραφής που απευθύνεται κατ’ ευθείαν στο νου. Οι νοηματικές ενότητες που συγκροτούνται, με την διάρθρωση των μαρτυριών σε κεφάλαια, φωτίζουν διάφορες πτυχές εκείνης της περιόδου και διαμορφώνουν, ήδη στο πίνακα περιεχομένων, μία γόνιμη πρόταση για την εξέτασή της. Ενώ, η επιλογή των προσώπων που καταθέτουν τη μαρτυρία τους καλύπτει όλο το πολιτικό φάσμα, μέχρι και πρόσωπα σχετιζόμενα με το καθεστώς της χούντας, καθώς και πρόσωπα υπηρεσιών του γνωστού ‘συμμαχικού’ παράγοντα, ούτως ώστε να επιτυγχάνεται η όσο το δυνατόν ευρύτερη και πολύπλευρη προσέγγιση σε πληροφορίες και πηγές.

Αποτελούν οι μαρτυρίες, πηγές; Αποτελούν δηλαδή αξιόπιστο πρωτογενές υλικό, μέσω του οποίου μπορεί κάποιος να γνωρίσει και να διαμορφώσει άποψη για  ιστορικά γεγονότα ή έστω για πτυχές τους; Κοντολογίς, πόσο αξιόπιστη μπορεί να θεωρείται  η κατάθεση ενός που έλαβε μέρος στα ιστορικά αυτά γεγονότα και επομένως καταθέτει την – ούτως ή άλλως- υποκειμενική του αντίληψη γι’ αυτά, ενδεχομένως όμως και να προσπαθεί, μέσω της κατάθεσής του, να ανασκευάσει –μερικώς έστω- γεγονότα, σύμφωνα με τις μετέπειτα εξελίξεις;

Νομίζω ότι όταν κάποιος μετέχει σημαντικών γεγονότων, αισθάνεται ότι η καταγραφή τους αποκτά έναν ιερό χαρακτήρα –τουλάχιστον γι’ αυτόν τον ίδιο, η δε διασταύρωση πολλών μαρτυριών απαλείφει ακόμη κα την υποκειμενική διάσταση της κάθε μεμονωμένης μαρτυρίας. Πέραν αυτού, η μεταπολιτευτική πραγματικότητα στη χώρα μας, ευτυχώς γι όλους μας, επέτρεψε την τελείως ελεύθερη έκφραση πολιτικών θέσεων –όχι απλώς νομικά και διοικητικά, αλλά και με όρους κοινωνίας: δεν παρουσιάστηκαν μαζικά φαινόμενα ρεβανσισμού, αλλά ούτε και κοινωνικού αποκλεισμού, εξ αιτίας πολιτικών φρονημάτων, έτσι που να μπορούσε να πιθανολογηθεί μία προσπάθεια διαστρέβλωσης των όρων συμμετοχής κάποιου στα γεγονότα.

Τα αναφέρω αυτά σαν ένα πλαίσιο που μπορεί να εξηγήσει γιατί 70 μαρτυρίες, 69 άλλων προσώπων και μία η εισαγωγή που εν μέρει λειτουργεί επίσης και ως μαρτυρία, δεν παρουσιάζουν μεταξύ τους ουσιαστικές ανακολουθίες, αντιθέτως έρχονται να συμπληρώσουν όλες μαζί με ταιριαστό τρόπο το παζλ εκείνης της εποχής.

Υφολογικά, προκαλεί εντύπωση ότι στο πλείστο των μαρτυριών, και κυρίως εδώ αναφέρομαι σε όσους υπέστησαν διωγμούς και βασανιστήρια, αποφεύγεται η συναισθηματική φόρτιση και η χρήση ενός λόγου που σκοπεύει στο θυμικό του αναγνώστη. Η μία ή δύο εξαιρέσεις αφορούν αφήγηση για τρίτο, οικείο πρόσωπο, και όχι στον ίδιο τον αφηγητή. Αυτή η, ας την πω, αποστειρωμένη αφήγηση,  αναδεικνύει με τρόπο απόλυτο, το απεχθές και απολύτως απάνθρωπο της βίας, σε όλες τις μορφές με τις οποίες ασκήθηκε. Και γεννά συναισθήματα. Κυρίως όμως σκέψη για τις παντοειδείς μορφές βίας και τα ολέθρια αποτελέσματά της.

Ιστορικά, υπό την έννοια της περιγραφής γεγονότων και καταστάσεων, πέραν της ακρίβειας που χαρακτηρίζει τις καταθέσεις, ακρίβειας που επαληθεύεται από άλλες μαρτυρίες, πολλές φορές άσχετες μεταξύ τους, υπάρχουν στοιχεία που προκαλούν έκπληξη. Παρ’ ότι όλοι θεωρούμε, πως την περίοδο αυτή τουλάχιστον, την γνωρίζουμε καλά, σε σχέση με άλλες ιστορικές περιόδους όπου πρέπει να ομολογηθεί συλλογική άγνοια , παρά λοιπόν την πεποίθησή μας αυτή, εμφανίζονται στοιχεία, παρεξηγήσεις, παραλήψεις, που σε κάνουν να συνειδητοποιείς πως η φράση ‘η ειρωνεία της ιστορίας’ είναι μπροστά σου απολύτως κατανοητή. Ενώ, σε κάποιες περιπτώσεις, από χρόνια αποκρυσταλλωμένες βεβαιότητες, δέχονται τα πρώτα ραγίσματα. Και δίπλα σ’ αυτά, κάποιες μικρές λεπτομέρειες, απ’ αυτές που κάνουν την Ιστορία, πεδίο ερωτεύσιμο: Ξαφνικά μένεις άφωνος, διαβάζοντας, για την ex-officio συμμετοχή, σε συνεδριάσεις του εκτελεστικού γραφείου του ΚΚΕ εσωτ., μεσούσης της δικτατορίας, ενός συγκεκριμένου προσώπου (την ταυτότητα του οποίου δεν αποκαλύπτω, για να ιντριγκάρω λίγο).

Πολιτικά, τα μηνύματα, οι αντιλήψεις, οι ερμηνείες, οι κριτικές απόψεις που εκφράζονται, αποτελούν βομβαρδισμό ερεθισμάτων για σκέψη. Είναι τεράστια η ποικιλία των θεμάτων στα οποία μπορεί κανείς να εστιάσει και να αρχίσει να χτίζει συλλογισμούς προς κάθε κατεύθυνση. Ως παράδειγμα και μόνο, αναφέρω το γεγονός, ότι σε αρκετούς από τους πρωταγωνιστές της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, παραμένει ακόμα, αγωνιωδώς ζωντανός, ο προβληματισμός σε σχέση με τις δύο γραμμές που συγκρούστηκαν εκείνες τις μέρες: την σχετικά συντηρητική γραμμή (ουσιαστικά ίδια) των ηγεσιών του ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτ. και την τελικώς επικρατήσασα στις συνελεύσεις  γραμμή της απόλυτης ρήξης.

Η προσοχή με την οποία έγινε η επιλογή των προσώπων που καταθέτουν την μαρτυρία τους, συντελεί στη δημιουργία ενός σπάνιου αποτελέσματος: συγκεντρωμένη σε ένα τόμο, το σύνολο της ιστορικής αυτής περιόδου, δηλαδή η περίοδος πριν την δικτατορία, στο απαραίτητο βάθος χρόνου, καθώς και η ίδια η επταετία, παρουσιάζεται με αντικειμενικότητα, που την διασφαλίζει το γεγονός ότι εκπροσωπούνται σε όλες τις εξεταζόμενες φάσεις όλες οι πλευρές, αλλά και με ψύχραιμο και πολιτικά οξυδερκή τρόπο, που επιτυγχάνεται χάρη στη συγκρότηση των περισσότερων από τα πρόσωπα αυτά. Έχουμε ένα ιστορικό βιβλίο, χωρίς τη διαμεσολάβηση του συγγραφέα – ιστορικού. Χωρίς το υποκειμενικό ή ιδεολογικό φιλτράρισμα, που θέλοντας και μη γίνεται από τον συγγραφέα ιστορικό. Έχουμε ένα βιβλίο που δεν καθοδηγεί, αλλά παρέχει πλούσια πληροφόρηση, παρέχει ισχυρά ερεθίσματα και προκαλεί τον αναγνώστη να σκεφτεί.

Μ’ αυτά τα λόγια θα ήθελα να κλείσω, αν δεν υπήρχε το επίμετρο. Ένα τεράστιας αξίας κείμενο του Δημήτρη Σωτηρόπουλου, το περιεχόμενο του οποίου ξεπερνά κατά πολύ τα όρια του τίτλου του. Πρόκειται για μία βαθειά και εμπεριστατωμένη ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας, μια πραγματική αξονική τομογραφία της, από τα τέλη του ’50 ως περίπου τις μέρες μας. Που εξηγεί μεν, αλλά δεν δικαιολογεί. Αντιθέτως, προκαλεί, όπως πιστεύω και όλο το βιβλίο συνολικά, τον κάθε πολίτη, να αισθανθεί δική του την ευθύνη, κατά τον τρόπο που το όρισε ο Νίκος Καζαντζάκης.    

*To βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου «Μαρτυρίες από την Δικτατορία και την Αντίσταση» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εστία. 

image