Κι ύστερα ο χωρισμός. Κι ύστερα… η επανασύνδεση. «Κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή. Και το παιχνίδι… συνεχίζεται. Ποιος θα κάνει την επόμενη κίνηση; Ποιος θα υποχωρήσει;»

Ads

Σε αυτά και πολλά άλλα ερωτήματα προσπαθεί να δώσει απαντήσεις η παράσταση «Έλα να παίξουμε» της Γεωργίας Πιερρουτσάκου που διακρίθηκε στο πλαίσιο του Στούντιο Νέων Συγγραφέων του Εθνικού Θεάτρου.

Η Γεωργία Πιερρουτσάκου μίλησε στο tvxs.gr για την παράσταση, στην οποία έχει τριπλό ρόλο (σεναριογράφος , σκηνοθέτης, πρωταγωνίστρια), το πως αντιλαμβάνεται τον έρωτα, αλλά και το θέατρο γενικότερα.

Μια παρτίδα σκάκι. Ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα. Δυο αιώνιοι εραστές και ταυτόχρονα ανταγωνιστές που ψάχνουν να βρουν τη δική τους λύτρωση. Τι είναι το «Έλα να παίξουμε»;

Ads

Είναι μια ιστορία για τον έρωτα. Δυο άχρονοι, σχεδόν παραμυθένιοι ήρωες, στήνουν μια παρτίδα, ένα παιχνίδι ανταγωνιστικό αλλά και διασκεδαστικό, όπως είναι και ο έρωτας άλλωστε, μια ιστορία με πρωταγωνιστές ΕΚΕΙΝΟΝ κι ΕΚΕΙΝΗΝ.

Στο έργο οι χαρακτήρες είναι πρόσωπα χωρίς ονόματα. Είναι ΕΚΕΙΝΟΣ και ΕΚΕΙΝΗ, που συναντιούνται κι ερωτεύονται ξανά και ξανά απ’ την αρχή. Γιατί;

Οι κεντρικοί χαρακτήρες του έργου είναι Ο μαύρος βασιλιάς και Η λευκή βασίλισσα, αιώνιοι εραστές που παίζουν μια παρτίδα σκακιού που δεν έχει τέλος, και που για να επικρατήσουν, αντί για κινήσεις χρησιμοποιούν λέξεις. Φτιάχνουν ιστορίες ερωτευμένων ζευγαριών, με την ελπίδα ένας από τους δύο να καταφέρει τελικά να πάρει την παρτίδα και να βγει νικητής. Έτσι πλάθουν πρόσωπα, ΕΚΕΙΝΟΝ κι ΕΚΕΙΝΗΝ, και ενδύονται τους χαρακτήρες που οι ίδιοι εμπνεύστηκαν για να δώσουν σάρκα και οστά σε μια σχέση ερωτική, έτσι όπως όλοι την έχουμε βιώσει, από την πρώτο σκίρτημα μέχρι τον χωρισμό, ώσπου χάνονται κι αυτοί μέσα στο ίδιο τους το «παιχνίδι». Ξεκινούν κάθε βράδυ, να ξαναφτιάξουν την ιστορία ΕΚΕΙΝΟΥ κι ΕΚΕΙΝΗΣ, προσπαθώντας ίσως να καταλάβουν τι πήγε λάθος. Κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή… γιατί δεν ξέρουν, δεν έχουν μάθει ακόμα, πως «αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα».

«Έλα να παίξουμε… Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου. Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη. Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη», Ποιος ήταν ο λόγος που επιλέξατε το ποίημα του Μανώλη Αναγνωστάκη για να δώσετε τον τίτλο στο έργο σας;

«Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου», συνεχίζει παρακάτω… πόσο όμορφο! Όταν έγραφα το έργο, κι ενώ ήδη είχε δημιουργηθεί η αλληγορική συνθήκη της άχρονης σκακιέρας των κεντρικών χαρακτήρων, αλλά και το ρεαλιστικό σύμπαν των ηρώων που οι ίδιοι πλάθουν μέσα στο παιχνίδι τους, θέατρο μέσα στο θέατρο και μάχη μέσα στη μάχη, βρισκόμουν σε ένα σημείο που δεν είχα καταλήξει στον τίτλο του έργου. Καταλληλότερος μου φαινόταν εκείνη την στιγμή ο τίτλος «Jeu d’ échecs» που είναι το «σκάκι» στα γαλλικά και εμπεριέχει ταυτόχρονα ένα λογοπαίγνιο καθώς η λέξη «échec» σημαίνει αποτυχία ενώ «jeu» είναι το παιχνίδι, δεν ήθελα όμως να χρησιμοποιήσω μη ελληνικό τίτλο. Και τότε, ξανάπεσε στα χέρια μου, μετά από πολύ καιρό, το πολύ όμορφο αυτό ποίημα του Μανώλη Αναγνωστάκη, «Το σκάκι», κι ένιωσα αυτό το κλικ, ότι τα κομμάτια του γρίφου ενώθηκαν.

Τελικά ο έρωτας πιστεύετε πως είναι ένα παιχνίδι εξουσίας, όπου κάποιος προσπαθεί να κερδίσει και να επιβληθεί;

Πιστεύω πως ο έρωτας είναι μια κατάσταση που εμπεριέχει το στοιχείο του παιχνιδιού και του ανταγωνισμού. Όταν μιλάμε για έρωτα η εικόνα που δημιουργείται συνειρμικά είναι κατακόκκινη, παθιασμένη, πολλές φορές απαγορευμένη, ακόμη και αυτοκαταστροφική, γεμάτη εντάσεις κι εμπόδια, γι’ αυτό άλλωστε είναι και ενδιαφέρουσα και αποτελεί αστείρευτη πηγή έμπνευσης για την τέχνη. Η αγάπη ως πυρήνας μιας υγιούς και ισορροπημένης σχέσης, έπειτα, είναι κάτι άλλο. Και αν το καλοσκεφτούμε συναντάται σπανιότερα στην τέχνη, τουλάχιστον ως ιστορίες αγάπης ζευγαριών, συνήθως υμνείται η μητρική αγάπη, η αγάπη της κόρης για τον πατέρα… Το «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» είναι το τέλος του παραμυθιού κάθε φορά, η δράση στο θέατρο, την λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, έχει ανάγκη από εμπόδια και συγκρούσεις για να χτιστεί, και αυτό το προσφέρει το πεδίο του έρωτα. Όσο πιο δύσβατο το μονοπάτι για τους ερωτευμένους τόσο μεγαλύτερες οι προσδοκίες για την φράση «and they lived happily ever after» που έρχεται πια ως ανακούφιση. Αν έρθει τελικά.

Πότε σταματάει αυτό το παιχνίδι; Η αγάπη δίνει ένα τέλος στον ανταγωνισμό;

Αγάπη σημαίνει αποδοχή. Στη διαφορετικότητα του άλλου, σε έναν άλλο τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς, στο διαφορετικό κόσμο που αυτός κουβαλάει και εκφράζει. Όταν δεν έχεις πια ανάγκη να τον αλλάξεις τον άλλον ώστε να γίνει αυτό που μια στιγμή φαντάστηκες πως είναι, και τον θαυμάζεις για όλο αυτό που έχει καταφέρει να είναι και νιώθεις τυχερός που τον συνάντησες, κάπου εκεί παύει και ο ανταγωνισμός και το παιχνίδι του έρωτα. Μετουσιώνεται σε αγάπη. Τότε θαρρώ πως δε νιώθει πια κανείς την ανάγκη να γίνει ένα με τον άλλο, καταλαβαίνει πως το «δύο» είναι πιο δυνατό για να πορευτεί κανείς στη ζωή. Λέει ένα πολύ ωραίο, ερωτικό ασφαλώς, τραγούδι «one is the loneliest number that you’ ll ever do» [One – Three dog night]. Στον έρωτα κυνηγάς να γίνεις ένα με τον άλλο… και πώς να γίνει κάτι τέτοιο;

Στην παράσταση έχετε τρεις ρόλους, καθώς γράψατε το κείμενο, συνσκηνοθετείτε αλλά και πρωταγωνιστείτε. Πόσο εύκολο είναι αυτό και τι κινδύνους κρύβει;

Πρόκειται για ένα πολύ προσωπικό project, ήταν το πρώτο μου έργο, και νιώθω μεγάλη χαρά που είχα την τύχη να το δω επί σκηνής, όπως το ‘χα ονειρευτεί και μάλιστα το αποτέλεσμα ξεπέρασε κάθε προσδοκία μου, γιατί οφείλεται σε συλλογική δουλειά, αφού πάνω στην αρχική βάση του κειμένου αυτού καθαυτού και των πρώτων μου σκέψεων, το χτίσαμε μαζί βήμα βήμα με τον Λάζαρο Βαρτάνη που συνσκηνοθετούμε και τον Στέφανο Παπατρέχα που μοιραζόμαστε την σκηνή, που ήταν παρών και συνεισέφερε με όλο του το είναι κάθε στιγμή των προβών, αλλά και όλων των συνεργατών μας. Νιώθαμε μεγάλη ασφάλεια με τον Λάζαρο στο τιμόνι, όταν εμείς με τον Στέφανο ερμηνεύαμε. Και την Ευγενία Μακαντάση στα φώτα, και την Ηλένια Δουλαδίρη στα κοστούμια και τα σκηνικά. Το όποιο ρίσκο, λοιπόν, που παίρνεις ούτως ή άλλως σε οποιαδήποτε δουλειά και από οποιαδήποτε ιδιότητα καλείσαι να την αντιμετωπίσεις, έχει κάθε φορά να κάνει και με τους συντελεστές που επιλέγεις να συμπορευτείς, κι εγώ προσωπικά νιώθω πολύ ευγνώμων για όλους τους συνεργάτες και συνδημιουργούς της παράστασής μας. 

Το «Έλα να παίξουμε», διακρίθηκε στο πλαίσιο του Στούντιο Νέων Συγγραφέων του Εθνικού Θεάτρου ενώ βραβευτήκατε και από την Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδος και το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης για το θεατρικό έργο «Και καλή τύχη». Μιλήστε μας για αυτές τις διακρίσεις.

Το «Έλα να παίξουμε» ήταν και το πρώτο κείμενό μου που μοιράστηκα με κάποιον άλλον πέρα από την αδερφή μου, που πάντα ήταν εκεί για να ακούσει όσα έγραφα και να με συμβουλεύσει. Το έστειλα στο Εθνικό Θέατρο – και αυτό έπειτα από προτροπή της αδερφής μου – όπου διακρίθηκε στο πλαίσιο του Στούντιο Νέων Συγγραφέων και παρουσιάστηκε στο Νέο Ρεξ σε μορφή αναλογίου το 2016. Ήταν ένα πρώτο δείγμα ότι έχει νόημα τελικά να μοιράζομαι τις ιστορίες που ανέκαθεν μου άρεσε να φτιάχνω. Το δεύτερο θεατρικό μου έργο με τίτλο «και καλή τύχη» βραβεύτηκε από την Ε.Σ.Ε και Ι.Μ.Κ. Είναι υπέροχο το συναίσθημα να επιβραβεύεται η δουλειά σου και μάλιστα από τόσο σημαντικούς θεσμούς, και προσωπικά μου δίνει κέφι και όρεξη να συνεχίσω να δουλεύω παρά τις δυσκολίες.

Στον κινηματογράφο είχατε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Κακή αρχή» και συμμετείχατε σε ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους. Τι από τα δύο επιλέγετε, το θέατρο ή την μεγάλη οθόνη;

Είναι διαφορετικός ο κώδικας και η υποκριτική προσέγγιση στο κάθε μέσο, αυτό είναι και ένα ακόμη στοιχείο που κάνει τόσο ενδιαφέρουσα αυτή τη δουλειά. Απολαμβάνω και χαίρομαι την δουλειά μου σε όποια συνθήκη κι αν βρεθώ, δυστυχώς οι ευκαιρίες για συμμετοχή σε κινηματογραφικά projects είναι αρκετά περιορισμένες λόγω μεγέθους βιομηχανίας εδώ, αλλά νιώθω τυχερή για όλες τις εμπειρίες που είχα μέχρι στιγμής. Από κάθε συνεργασία βγαίνεις πιο γεμάτος και αντλείς υλικό για τη συνέχεια.

Έχετε ζήσει μόνιμα στο Παρίσι. Βλέπετε διαφορές στην προσέγγιση των θεατρικών παραστάσεων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό;

Έζησα στο Παρίσι, όπου έκανα τις πρώτες μου σπουδές επάνω στην υποκριτική και την σκηνοθεσία, μέχρι το 2009 και ομολογώ πως τάσεις και πρακτικές που τότε ήταν για τα καλά εγκαθιδρυμένες στην θεατρική πραγματικότητα ευρωπαϊκών αλλά και αμερικανικών θιάσων, ή ακόμη και πιο πειραματικές ή avant-garde προσεγγίσεις, έρχονται στην δική μας πραγματικότητα με μια κάποια καθυστέρηση, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι πρόκειται για κάτι κακό. Το θέατρο είναι ο καθρέφτης μιας κοινωνίας και το εκάστοτε κοινό έχει ανάγκη να εξοικειώνεται κάθε φορά με έναν καινούριο κώδικα, προτού τον αφομοιώσει ή τον απορρίψει. Το πιο σημαντικό θεωρώ είναι ότι έχουμε πολύ πλούσιο καλλιτεχνικό υλικό στη χώρα μας .

Τι θα θέλατε να αισθανθεί ο θεατής φεύγοντας από την παράσταση. Με ποια θέματα να προβληματιστεί και τι να νοσταλγήσει;

Η θεματική του έρωτα είναι μία από τις πιο σπουδαίες και ενδιαφέρουσες, που ανέκαθεν απασχολούσαν και θα συνεχίσουν να απασχολούν τον άνθρωπο και να τροφοδοτούν την τέχνη. Στη δική μας προσέγγιση, τόσο εμείς όσο και οι θεατές μας, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την καθολικότητα του έρωτα και την ίδια στιγμή αυτή την μοναδικότητα με την οποία βιώνεται, που τον κάνει ξεχωριστό για τον καθένα από εμάς. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη προσδοκία μας, αλλά και η ανταμοιβή μας όταν μετά την παράσταση μας λένε θεατές συγκινημένοι πως ανέσυραν δικές τους προσωπικές εμπειρίες μέσα από την ιστορία που αφηγούμαστε από σκηνής και τις μοιράζονται μαζί μας.

Πληροφορίες: 

Συντελεστές
Κείμενο: Γεωργία Πιερρουτσάκου
Σκηνοθεσία: Λάζαρος Βαρτάνης – Γεωργία Πιερρουτσάκου
Σκηνικά – Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη
Φωτισμοί: Ευγενία Μακαντάση
Φωτογραφίες – Trailer: Πάτροκλος Σκαφίδας
Επικοινωνία – Δημόσιες σχέσεις: Χρύσα Ματσαγκάνη

Ερμηνεία: Στέφανος Παπατρέχας – Γεωργία Πιερρουτσάκου

Παραστάσεις

Από 28 Φεβρουαρίου
Ημέρες & ώρες παραστάσεων
Κάθε Πέμπτη στις 20:30

Τιμές εισιτηρίων
Γενική Είσοδος: 10€
Μειωμένο: 8€
Ατέλειες: 5€

Διάρκεια παράστασης
70 λεπτά χωρίς διάλειμμα