Στο – λιγότερο ή περισσότερο αξιόπιστο – κάδρο των δημοσκοπήσεων, δύο είναι τα δομικά προβλήματα για τον ΣΥΡΙΖΑ. Το πρώτο είναι η επίμονα χαμηλή του συσπείρωση, ακόμη και 60 μέρες πριν από τις ευρωεκλογές. Το δεύτερο είναι πως, ακόμη, δεν έχει καταφέρει να κερδίσει τους προσδοκόμενους πόντους από το «καλό» του χαρτί, εκείνο της οικονομίας στο οποίο έχουν επενδύσει όλη την προεκλογική στρατηγική τους το Μέγαρο Μαξίμου και η Κουμουνδούρου.

Ads

Στην άλλη όχθη, εκείνη της Νέας Δημοκρατίας, μπορεί δημοσίως να υιοθετείται διθυραμβική ρητορική και να προεξοφλείται νίκη με διψήφια διαφορά, όμως στο επιτελείο της Πειραιώς γνωρίζουν καλά πως τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων αποτυπώνουν σταθερά δύο προβληματικά στοιχεία. Το ένα είναι πως η ΝΔ εισπράττει αρνητική και όχι θετική ψήφο και το δεύτερο πως αδυνατεί να εμφανίσει «ρεύμα» παρά την συντριπτική πίεση που ασκεί στον ΣΥΡΙΖΑ ένα ολόκληρο πολιτικό και μιντιακό σύστημα.

Η εικόνα αυτή, επαναλαμβανόμενη το τελευταίο διάστημα στις κυλιόμενες δημοσκοπήσεις που παίρνουν στα χέρια τους εν όψει ευρωεκλογών τα κομματικά επιτελεία, αποτυπώνεται σε μεγάλο βαθμό και στην δημοσκόπηση της Alco για το Open που παρουσιάστηκε χθες το βράδυ.

Η δημοσκόπηση δίνει διαφορά 6,1% υπέρ της ΝΔ στην πρόθεση ψήφου και 6,9% στην πρόθεση ψήφου επί των εγκύρων. Τα ποσοστά είναι 17,5% για τον ΣΥΡΙΖΑ (στην πρόθεση ψήφου) και 23,6% για την ΝΔ, ενώ στο εύρος του τελικού αποτελέσματος η ίδια μέτρηση δίνει τα εξής ελάχιστα και μέγιστα ποσοστά: Ο ΣΥΡΙΖΑ φέρεται να κινείται από ένα ελάχιστο ποσοστό 17,2% έως ένα μέγιστο 22,2%, ενώ αντίστοιχα για την ΝΔ ο «πάτος» καταγράφεται στο 23,9% και η «κορυφή» στο 29,3%.

Ads

Το πιο ενδιαφέρον στίγμα, όμως, το δίνουν τα ποιοτικά στοιχεία της μέτρησης. Εκεί, η συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει «κολλημένη» στο 51% ενώ εκείνη της ΝΔ βρίσκεται στο 79%. Επίσης, ενώ στα κριτήρια με τα οποία θα προσέλθουν οι ψηφοφόροι στην κάλπη προηγείται μακράν η οικονομία με ποσοστό 50%, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταφέρνει, έως τώρα τουλάχιστον, να καρπωθεί το αντίκρυσμα από το πρώτο κύμα των μεταμνημονιακώνφιλολαϊκών μέτρων, από την αύξηση του κατώτατου μισθού έως την, προεξοφλημένη, ρύθμιση των 120 δόσεων για τις οφειλές στα ασφαλιστικά ταμεία. H απάντηση, ίσως, εδώ να δίνεται από το βαρύ κόστος που εξακολουθεί να πληρώνει η κυβέρνηση στην βόρειο Ελλάδα για το μακεδονικό και το οποίο εξουδετερώνει σε μεγάλο βαθμό το θετικό αποτύπωμα των κοινωνικών και οικονομικών μέτρων. Ενδειτική επ’ αυτού είναι η χθεσινή επισήμανση του διευθύνοντος συμβούλου της Alco Κώστα Παναγόπουλου πως στην Μακεδονία και την Θράκη η «ψαλίδα» ανοίγει 4% πάνω από τον μέσο όρο.

Από την άλλη, ως δεύτερο κριτήριο ψήφου – με ποσοστό όμως 18% – εμφανίζεται το αίτημα «να πέσει η κυβέρνηση» – ουσιαστικά, δηλαδή, έχουμε εδώ την αποτύπωση του συνθήματος της ΝΔ «ψηφίζουμε Μητσοτάκη για να φύγει ο Τσίπρας». Ητοι, το αίτημα «να φύγουν» που πλασάρει στην πρώτη γραμμή τόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όσο και το ΚΙΝΑΛ δια της Φώφης Γεννηματά, δείχνει να περνά μεν σε μια μερίδα ψηφοφόρων, χωρίς ωστόσο να συνοδεύεται και από την αντίρροπη θετική δυναμική που θα μπορούσε να δημιουργήσει πολιτικό ρεύμα ευρείας νίκης. Το στοιχείο αυτό αξιολογείται στα επιτελεία τόσο της Πειραιώς όσο και του Μαξίμου, όπου πλην των άλλων σημειώνεται και το επίμονο «προβάδισμα» που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ στην δεξαμενή των αναποφάσιστων.

Ολες οι δημοσκοπήσεις εξακολουθούν να εμφανίζουν περίπου ένα 20% με 25%  των ψηφοφόρων που το 2015 είχαν επιλέξει ΣΥΡΙΖΑ να έχουν μετακινηθεί και να παραμένουν μέχρι και σήμερα στην δεξαμενή των αναποφάσιστων. Στην κυβέρνηση θεωρούν πως ο «επαναπατρισμός» ενός ικανού μεριδίου από το ποσοστό αυτό είναι εφικτός μέσα στις επόμενες 60 ημέρες. Κι αυτή η ενίσχυση της συσπείρωσης – η οποία εκτιμούν πως δεν θα αποτυπωθεί πριν οριοθετηθούν και τα τελικά, σκληρά διλήμματα της κάλπης – είναι το στοιχείο πάνω στο οποίο βασίζουν τις προβλέψεις για μια τελική διαφορά είτε πολιτικά διαχειρίσιμη, είτε – κατά τους πιο αισιόδοξους – ακόμη και με δυναμική ανατροπής.

Τέτοιου τύπου διαφορά θεωρείται μια «ψαλίδα» κοντά στο 3% ή και 2%, την οποία οι κυβερνητικοί επιτελείς θεωρούν ρεαλιστική αναλύοντας τις τάσεις των κυλιόμενων δημοσκοπήσεων. Κατά τις ίδιες αναλύσεις, δε, πολύ δύσκολα η ΝΔ μπορεί να πετύχει τον στόχο υπέρβασης του 30% και εξίσου δύσκολα μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να κινηθεί κάτω από ένα ποσοστό κοντά στο 26% – ήτοι κάτω από το ποσοστό του των προηγούμενων ευρωεκλογών.