Ήταν ένας πλούσιος επιχειρηματίας, ένα outsider με αγάπη στις θεωρίες συνωμοσίας. ‘Ηταν, επίσης, ένας λαϊκιστής που πήγαινε για πρόεδρος. Το 1990, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν ακόμα πολύ μακριά από την αμερικανική πολιτική, ο Στανισλάβ Τουμίνσκι προσπαθούσε να γίνει ο νέος πρόεδρος της μετασοσιαλιστικής Πολωνίας.

Ads

Ωστόσο, μοιραζόταν κάτι άλλο με τον μελλοντικό Τραμπ: Ουδείς από την πολιτική ελίτ πήρε στα σοβαρά τον Τουμίνσκι. Αυτό ήταν λάθος. Διότι αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για τον σημαιοφόρο του τοξικού δεξιού λαϊκισμού που κάποια μέρα θα έπαιρνε την εξουσία στην Πολωνία και θα έλεγχε την πολιτική της ευρύτερης περιοχής. Ήταν ο πρώτος της μεταψυχροπολεμικής εποχής και αποτέλεσε ένα είδος «αφετηρίας» μιας πορείας που θα οδηγούσε εξελικτικά στον Ντόναλντ Τραμπ. Το σημαντικό λάθος του Τουμίνσκι ήταν, όμως, πως η  ακραίαπολιτική του οπισθοδρόμηση… ήταν πιο μπροστά από την εποχή του.

Το 1990 στην Πολωνία, που βρισκόταν για πρώτη φορά σε φάση προεδρικών εκλογών, κυρίαρχη πολιτική δύναμη ήταν ο χώρος του συνδικάτου «Αλληλεγγύης». Ο Ταντέους Μαζοβέτσκι, πίσω από τον οποίο βρισκόταν ο Λεχ Βαλέσα, πρώην ηγέτης της «Αλληλεγγύης» και εκ των πρωτεργατών της ανατροπής του σοσιαλιστικού καθεστώτος της Πολωνίας, ήταν ήδη πρωθυπουργός. Σε σύγκριση με αυτές τις πολιτικές διασημότητες, ο Τουμίνσκι ήταν ένας άγνωστος επιχειρηματίας που επέστρεφε στη χώρα από τον Καναδά. Όμως είχε και την πιο επιθετική τακτική: Περιφερόταν με έναν μαύρο χαρτοφύλακα, στο εσωτερικό του οποίου – ορκιζόταν – υπήρχαν μυστικές πληροφορίες, που θα μπορούσαν να «τινάξουν» τους Πολωνούς πολιτικούς στον αέρα. Οι “κραυγές” του βρήκαν απήχηση στην Πολωνική κοινωνία που ήδη βίωνε τη σκληρή πραγματικότητα της βίαιης μετάβασης στο καπιταλιστικό κόσμο. Το κόστος των “μεταρρυθμίσεων” είχε πέσει δυσανάλογα πάνω στις πλάτες των εργαζομένων, στους μικρούς αγρότες και τους συνταξιούχους. Ο Τουμίνσκι εξέπληξε τους πάντες περνώντας στον δεύτερο γύρο. Εκεί όμως ο Βαλέσα σάρωσε. Ο Τουμίνσκι μάζεψε τις θεωρίες συνωμοσίας και τις λαϊκιστικές επιδιώξεις του και επέστρεψε στον Καναδά.

Τα ιδεολογικά «παιδιά» του Τουμίνσκι 

Οι φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που εφάρμοσε η Ανατολική Ευρώπη μετά το 1989 υποτίθεται πως θα ήταν ένα ταξίδι μιας κατεύθυνσης, προς ένα μέλλον με τόση ευημερία… Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν έτσι και τα ιδεολογικά «παιδιά» του Τουμίνσκι κυβερνούν σήμερα σχεδόν κάθε χώρα της Ανατολικής Ευρώπης, όπως επίσης και τις ΗΠΑ.

Ads

Ας φανταστούμε την ιστορία της Ανατολικής Ευρώπης μετά το 1989, σαν ένα τρένο που φεύγει από έναν παρακμιακό σταθμό, όπου δεν υπάρχει κάτι νόστιμο να φας, δεν έχει κάτι καλό να διαβάσεις, οι αναγγελίες δρομολογίων και πληροφοριών είναι λανθασμένες, οι τουαλέτες δεν λειτουργούν και το γραφείο εξυπηρέτησης δεν έχει προσωπικό.

Καθώς οι τελευταίες προειδοποιήσεις αναχώρησης ακούγονται στον σταθμό, οι επιβάτες στριμώχνονται μέσα στο τρένο. Λίγοι τυχεροί βρίσκονται σε ένα βαγόνι πρώτης θέσης, με πρόσβαση σε ένα εκπληκτικά καλό καφέ και άνετες κουκέτες, κάποιοι άλλοι σε βαγόνι δεύτερης θέσης και οι συντριπτικά περισσότεροι γεμίζουν ασφυκτικά τα άθλια βαγόνια της τρίτης θέσης. Ο τελικός προορισμός όλων αυτών είναι, όπως τους είπαν, ένας υπέροχος τερματικός σταθμός, με όμορφα καταστήματα, καλή εξυπηρέτηση, καθαρές δημόσιες τουαλέτες και ένα πολύ λειτουργικό σύστημα διοίκησης.

Ας το δούμε ως ένα τρένο «μετάβασης». Όλοι όσοι βρίσκονται μέσα σε αυτό, είναι πεπεισμένοι ότι ταξιδεύουν προς μια εκπληκτική δημοκρατία της αγοράς, σε έναν μεταψυχροπολεμικό κόσμο όπου οι ιδεολογικές διαμάχες έχουν πάψει να υπάρχουν. Το «τέλος της ιστορίας» όπως το περιέγραψε ο Φράνσις Φουκουγιάμα. Αν οι Ανατολικοευρωπαίοι ήξεραν τι είχαν αφήσει πίσω τους και ήταν ένθερμοι ως προς αυτό προς το οποίο κατευθύνονταν, δεν είχαν, τελικά, ιδέα για τη φύση του ταξιδιού που είχαν ξεκινήσει.

Ο Γερμανός πολιτικός επιστήμονας, Ralf Dahrendorf, προσπάθησε να θέσει κάποιους χρονικούς «σταθμούς» σε αυτήν την μετάβαση: ‘Εξι μήνες για τη δημιουργία κομμάτων και πολιτικών θεσμών, έξι χρόνια για να εδραιωθεί μια σταθερή βάση για την οικονομία της αγοράς και 60 χρόνια για να οικοδομηθεί μια σωστή κοινωνία των πολιτών. Εκτός από ορισμένα εκκεντρικά μέλη της άκρας δεξιάς και μερικά σταλινικά κατάλοιπα, όλοι στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Ευρώπης φαινόταν να υποστηρίζουν αυτό το φιλελεύθερο σχέδιο, θεωρώντας το ως εισιτήριο στην ευρύτερη ευρωπαϊκή κοινότητα. Τα πρώτα χρόνια το τρένο μετάβασης κυλούσε μπροστά. Υπήρχε γκρίνια στα πίσω βαγόνια, αλλά όλοι ήταν ακόμη πάνω του, με το γενικό στόχο να φτάσουν την Δυτική Ευρώπη. Αυτό που συνέβη τελικά ήταν, οι επιβάτες της πρώτης θέσης να φτάσουν εύκολα στην καρδιά της ηλιόλουστης Δύσης. Οι επιβάτες της δεύτερης θέσης μετά βίας πέρασαν τα σύνορα. Και οι υπόλοιποι δεν κατάφεραν να φτάσουν πολύ μακρύτερα από τον αρχικό, αδιάφορο σταθμό.

«Προσοχή στο κενό»

Το 1990, πολλοί άνθρωποι στην Ανατολική Ευρώπη περίμεναν ότι θα ζουν όπως οι Βιεννέζοι ή οι Λονδρέζοι μέσα σε πέντε χρόνια, μια δεκαετία το πολύ. Εάν επρόκειτο για αυταπάτη, ήταν εν μέρει τροφοδοτούμενη από τους ξένους συμβούλους που πλημμύρισαν την περιοχή εκείνη την περίοδο. Οι υπεύθυνοι σχεδιασμού από τον Οργανισμό για τη Διεθνή Ανάπτυξη των ΗΠΑ, για παράδειγμα, υπόσχονταν ένα πενταετές «παράθυρο» στο «πακέτο» βοήθειας. Για μερικούς, η μετάβαση κράτησε μόνο λίγα χρόνια επειδή πόλεις όπως η Βαρσοβία στην Πολωνία, γρήγορα έγιναν τοποθεσίες υψηλού κόστους, ανεκτές μόνο από διεθνή εταιρικά γραφεία και ΜΚΟ. Έτσι, οι πρωτεύουσες της Ανατολικής Ευρώπης έκαναν το «ταξίδι» προς την Δύση, ενώ οι μικρότερες πόλεις και, κυρίως, η ύπαιθρος παρέμειναν στο παρελθόν.

Αυτό το κενό μεταξύ των αστικών και των αγροτικών περιοχών αντικατοπτρίζει αυτό που εξακολουθεί να υφίσταται μεταξύ της Δυτικής και της Ανατολικής Ευρώπης. Το 1991, σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της Ουγγαρίας ήταν 3.333 δολάρια, ενώ της Αυστρίας ήταν 22.356 δολάρια. Μέχρι το 2016, η Ουγγαρία είχε ανέλθει στα 27.481 δολάρια, ενώ η Αυστρία στα 48.004 δολάρια. Με άλλα λόγια, παρόλο που το χάσμα είχε μειωθεί σημαντικά, όπως και με άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης – Πολωνία (27.764 δολάρια), Ρουμανία (22.347 δολάρια), Βουλγαρία (20.326 δολάρια) – στην καλύτερη περίπτωση μειώθηκε κατά το ήμισυ.

«Το 1965 η Δυτική Γερμανία ήταν ήδη η πλουσιότερη και πιο παραγωγική χώρα στην Ευρώπη», δήλωσε το 2013 ο Adam Jagusiak, πρώην ακτιβιστής του κινήματος Ειρήνης και στέλεχος του πολωνικού υπουργείου Εξωτερικών. “Χρειάστηκαν μόνο 20 χρόνια. Παρήγαγαν περισσότερο από τη Γαλλία και τη Βρετανία. Είχαν το οικονομικό τους θαύμα. Το πιο απογοητευτικό για τους περισσότερους ανθρώπους, όχι μόνο για μένα, είναι ότι μετά από 23 χρόνια δεν μπορούμε να κλείσουμε το χάσμα. Η Πολωνία θα πρέπει να αναπτύσσεται κατά 10% ετησίως για να καλύψει το κενό (…)». Το φιλελεύθερο σχέδιο κατάφερε να φέρει ουσιαστικά όλη την Ανατολική Ευρώπη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά τελικά, λόγω του διαρκούς χάσματος μεταξύ προσδοκιών και πραγματικότητας, οι λαοί άρχισαν να αναζητούν κάτι διαφορετικό.

Η άνοδος της ακροδεξιάς

Ο Τουμίνσκι διεκδίκησε την προεδρία πριν η ανεργία στην Πολωνία εκτοξευθεί από το 6,5% το 1990, στο 20% μέχρι το 2002. Στην Ουγγαρία, ο ακροδεξιός Βίκτωρ Ορμπάν είχε πολύ καλύτερο timing. Ο Ορμπάν ήταν ένας νεαρός δικηγόρος στην Βουδαπέστη το 1988, όταν βοήθησε να ιδρυθεί ένα φιλελεύθερο κόμμα στο οποίο έπρεπε να είναι κάτω των 35 ετών κάποιος για να ενταχθεί. Η «Fidesz», η «Συμμαχία των Νέων Δημοκρατών», κέρδισε 21 βουλευτικές έδρες στις εκλογές του 1990, αρκετά καλά για έκτη θέση. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το πρώην Κομμουνιστικό Κόμμα (που μετονομάστηκε σε Σοσιαλιστικό), ήρθε πρώτο,  ενώ το Fidesz έπεσε δύο θέσεις. Αυτό, όμως, που απογοήτευσε πολύ περισσότερο τον Ορμπάν ήταν ότι η Συμμαχία των Ελεύθερων Δημοκρατών – η «ενήλικη» εκδοχή του Fidesz – επέλεξε να σχηματίσει μια κυβέρνηση συνασπισμού με τους Σοσιαλιστές.

Αυτή ήταν η στιγμή που, έχοντας δεύτερες σκέψεις για τον φιλελευθερισμό ως όχημα για τις δικές του προσωπικές φιλοδοξίες, ξεκίνησε να μεταλλάσσει, τόσο το Fidesz, το οποίο εγκατέλειψε τους ηλικιακούς του περιορισμούς, όσο και τον εαυτό του. Όταν οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις προκάλεσαν σοκ στην Ουγγαρία, όπως συνέβη νωρίτερα στην Πολωνία, ο Ορμπάν, «επανασυστήθηκε», ως ένας ολοένα και πιο ανελεύθερος εθνικιστής και το άλλοτε φιλελεύθερο κόμμα του έγινε ένας πυλώνας του ακραία συντηρητικού χώρου. Το 2010 έγινε πρωθυπουργός, θέση που διατηρεί τα τελευταία επτά χρόνια.

Με πολλούς τρόπους ο Ορμπάν «προέβλεψε» τον Τραμπ. Ανέστρεψε την μακρόχρονη δυσπιστία της χώρας έναντι της Ρωσίας, «ερωτοτροπώντας» ανοιχτά με τον Πούτιν και δεσμευόμενος να μεταρρυθμίσει την ουγγρική πολιτική στην ρωσική «γραμμή». Στράφηκε ενάντια στην δημοσιογραφία, προσπάθησε να υποτάξει το δικαστικό σώμα και το Σύνταγμα στην θέλησή του και στελέχωσε τον κρατικό μηχανισμό με υποστηρικτές του. Προώθησε αντιμεταναστευτική πολιτική και προχώρησε σε ακραίες και ρατσισικές δηλώσεις. Είναι ενδεικτικό πως η πολωνική ακροδεξιά ήταν ενθουσιώδης για την επιτυχία του Ορμπάν, ενώ το 2011, ο πρώην πρωθυπουργός, Γιάροσλαβ Κατσίνσκι , είχε δηλώσει ότι «θα έρθει η μέρα που θα πετύχουμε και θα έχουμε μια Βουδαπέστη στην Βαρσοβία». Τέσσερα χρόνια αργότερα, το κόμμα «Νόμος και Δικαιοσύνη», ανέλαβε την εξουσία με ένα «κοκτέιλ» ακραίων θέσεων, ρητορικής μίσους, λαϊκισμού και θεωριών συνωμοσίας που παραπέμπουν στον πρώτο διδάξα, τον Τουμίνσκι.

Μια «Βουδαπέστη» στην Ουάσιγκτον

Τώρα, μπορει κανείς να πει πως ο Τραμπ  χτίζει μια «Βουδαπέστη» στην Ουάσιγκτον, ακολουθώντας την τροχιά του Τουμίνσκι και του Ορμπάν. Τυχοδιώκτης, στην διάρκεια της προεδρίας Ομπάμα, είδε μια πολιτική ευκαιρία στα δεξιά και τον Σεπτέμβριο του 2009, έφυγε από το Δημοκρατικό για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Επτά χρόνια αργότερα, έχοντας συνδυάσει θεωρίες συνωμοσίας με μια επιθετική κριτική στις ελίτ, που βέβαια και ο ίδιος ανήκει, ανέβηκε στην εξουσία. Αν και σίγουρα έχει αναφορές στην αμερικανική λαϊκιστική δεξιά, ωστόσο, τα κοινά του είναι περισσότερα με τους υπερατλαντικούς ιδεολογικούς «συγγενείς» του. Αυτή η διατλαντική «κοινότητα» ξεκινά από την εκμετάλλευση του κενού μεταξύ της προσδοκίας και της πραγματικότητας.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπως και η Ανατολική Ευρώπη, περνούσαν τη δική τους «οικονομική μετάβαση» την δεκαετία του 1990. Εκατομμύρια Αμερικανοί ανέμεναν ότι η νέα οικονομία – η παγκόσμια οικονομία, η ψηφιακή οικονομία, η οικονομία των υπηρεσιών, η ανταλλακτική οικονομία – θα δημιουργήσει νέες και καλύτερες θέσεις εργασίας. Όντως παρήγαγε τεράστιο πλούτο, αλλά ως επί το πλείστον, όπως και στην Ανατολική Ευρώπη, για ένα στενό, υψηλά αστικοποιημένο κομμάτι του πληθυσμού. Η ανισότητα εισοδήματος είχε αυξηθεί τόσο δραματικά ώστε ο αμερικανικός κόσμος έμοιαζε με την «Επιχρυσωμένη Εποχή» του 19ου αιώνα, όταν η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ προκάλεσε τον υπερπλουτισμό μιας εξαιρετικά ολιγάριθμης ελίτ και την εξαθλίωση της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού.

Οι εποχές της προεδρίας του Ρούσβελτ και του Τζόνσον χαρακτηρίστηκαν από ένα φιλελεύθερο σχέδιο το οποίο επέτρεπε την κρατική παρέμβαση στην οικονομία για λογαριασμό των εργαζομένων και των μη εχόντων. Μέχρι τη στιγμή που ο Μπιλ Κλίντον ανέλαβε τον Λευκό Οίκο το 1993, το επίκεντρο των «νέων» Δημοκρατικών μετατοπίζεται ήδη στις παγκόσμιες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου που επιτάχυναν μόνο τις παραγωγικές απώλειες της χώρας, την αύξηση της ανεργίας και επέβαλαν μια αυστηρή αντίληψη περί κοινωνικών δαπανών, με την ζοφερή εκδοχή της να είναι η μεταρρύθμιση στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας από τον Κλίντον. Στο μεταξύ, η όλο και αυξανόμενη «άνεση» μεταξύ των νέων Δημοκρατικών και της Γουόλ Στριτ, θα οδηγούσε σε σημαντική δημοσιονομική απορρύθμιση, η οποία, με την σειρά της, θα λειτουργούσε υποβοηθητικά στο ξέσπασμα της κρίσης το 2007 – 2008.

Αν και ο Μπαράκ Ομπάμα αποδείχθηκε περισσότερο προοδευτικός σε ορισμένα ζητήματα, αγκάλιασε επίσης τις θέσεις του Κλίντον για το εμπόριο, την κοινωνική πρόνοια και την Γουόλ Στριτ. Όπως και στην Ανατολική Ευρώπη, ένα τέτοιο φιλελεύθερο σχέδιο θα άφηνε πίσω, στην εξαθλίωση, πολλούς ανθρώπους. Επομένως, κανείς δεν έπρεπε να εκπλαγεί όταν αυτοί οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι θα ζητούσαν τελικά την εκδίκησή τους στις κάλπες, καθώς οι παραδοσιακοί Δημοκρατικοί στις γειτονιές της εργατικής τάξης άρχισαν να ψηφίζουν Ρεπουμπλικάνους. Βοηθούμενος από «μαύρα» λεφτά και τους «μαύρους» μύθους του για τους μετανάστες, τους Μεξικανούς και τους μουσουλμάνους, ο Τραμπ οδήγησε ένα κύμα απογοήτευσης «τύπου» Ανατολικής Ευρώπης, προς το Οβάλ Γραφείο. Τώρα, παίρνει την εκδίκησή του όχι μόνο ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό των εποχών του Κλίντον και του Ομπάμα, αλλά και ενάντια σε ολόκληρη την φιλελεύθερη λογική του κράτους κατά τον εικοστό αιώνα.

‘Αδηλο το μέλλον του φιλελεύθερου μοντέλου

Όσοι αρέσκονται στις πολιτικές μεταφορές αγαπούν την ιδέα της ταλάντωσης: Το εκκρεμές αιωρείται και πηγαινοέρχεται, η παλίρροια τροφοδοτείται και ρέει, οι ψηφοφόροι επιλέγουν μια πολιτική και στη συνέχεια επιστρέφουν σε αυτό που κάποτε απέρριψαν. Μέχρι στιγμής, οι ψηφοφόροι στην Ανατολική Ευρώπη δεν έχουν δείξει κανένα σημάδι ότι επιθυμούν να επιστρέψουν στην φιλελεύθερη πολιτική που είχε παραδώσει τις χώρες τους στην πολλά υποσχόμενη γη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην Ουγγαρία, το Fidesz συνεχίζει να ηγείται των δημοσκοπήσεων καθώς πλησιάζουν οι εκλογές του 2018. Το ακροδεξιό κόμμα του «Νόμου και Δικαιοσύνης» στην Πολωνία αύξησε την δημοτικότητά του.

Οι υπόλοιποι ακολουθούν. Τον Οκτώβριο, το κόμμα του δεξιού δισεκατομμυριούχου επιχειρηματία, Andrej Babiš, κατέλαβε τις περισσότερες ψήφους στις εκλογές της Τσεχίας. Ο Μπορίσοφ επέστρεψε στην εξουσία στη Βουλγαρία, ενώ οι εθνικιστές αναλαμβάνουν εκ νέου την κυβερνητική ευθύνη στην Κροατία. Στη Σλοβακία, ο Ρόμπερτ Φίκο, ήταν πρωθυπουργός για εννέα από τα τελευταία 11 χρόνια. Φέτος, οι νεοναζί ανέμισαν την αμερικανική σημαία σε μια πορεία τον Φεβρουάριο στην πρωτεύουσα της Κροατίας, το Ζάγκρεμπ για να γιορτάσουν την νίκη του Τραμπ. Τουλάχιστον 60.000 ακροδεξιοί εθνικιστές συγκεντρώθηκαν για την ετήσια ημέρα ανεξαρτησίας της Πολωνίας τον Νοέμβριο. Και η Ουγγαρία έχει γίνει μια εικονική «Μέκκα» για τους ακροδεξιούς. Η Ευρωπαϊκή Ένωση καταδικάζει τις πολωνικές και ουγγρικές κυβερνήσεις για τις πολιτικές τους. Εάν όμως η ΕΕ δεν κατορθώσει να μεταμορφώσει τις οικονομικές της πολιτικές με τρόπο που να μην ευνοεί τις πλούσιες χώρες και την πλούσια ελίτ, είναι πιθανό να αποδειχθεί ανίκανη να παρεμποδίσει αυτό το ρεύμα.

Το παράδειγμα της Ανατολικής Ευρώπης προσφέρει μια ζοφερή ματιά σε ένα πιθανό αμερικανικό μέλλον. Η αναμονή για την «αναπόφευκτη» ταλάντευση του εκκρεμούς της πολιτικής είναι σαν να περιμένουμε τον Γκοντό. Η πολιτική σκηνή δεν θα επανακτήσει την ίδια ισορροπία. Στην ανατολική Ευρώπη, όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες, η αντιπολίτευση πρέπει να απομακρύνει τα στοιχεία του φιλελεύθερου σχεδίου που έχουν αποδείξει τα αυτοκαταστροφικά αποτελέσματά τους, όπως την οικονομική πολιτική που οδηγεί στην ανισότητα και την πολιτική συμπαιγνία με τους ισχυρούς, και τα οποία αποτελούν «βούτυρο στο ψωμί» της ακροδεξιάς. Στην αντίθετη περίπτωση, οι δυτικές δημοκρατίες θα πρέπει μάλλον να «αποχαιρετήσουν» ό,τι απέμεινε από κάθε έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης και κράτους πρόνοιας.

* Με πληροφορίες από το TomDispatch και τη Monde Diplomatique