Από το 2015 και μετά, μας έχουν ζαλίσει με το θέμα της Αριστείας. Ξεκίνησε αρχικά με την κατάργηση του θεσμού των Συμβουλίων στα ΑΕΙ, ακολούθησε το θέμα της εισαγωγής στα Πειραματικά Σχολεία με εξετάσεις ή με κλήρωση και ύστερα ήρθε το ζήτημα του τρόπου ανάδειξης των σημαιοφόρων στα σχολεία…

Ads

Η ΝΔ και το Ποτάμι, κυρίως, έχουν αναγάγει αυτό το θέμα σε πολιτικό ζήτημα. Είναι λογικό, γιατί πρόκειται για δύο κόμματα με συγκεκριμένες πολιτικές αξίες. Η αριστεία άλλωστε έχει αναδειχθεί με παρόμοιο τρόπο από συγγενείς τους πολιτικούς σχηματισμούς εκτός Ελλάδας.

Τι σημαίνει αυτό; Μήπως ότι ο φιλελεύθερος και ο δεξιός χώρος αγαπάει την αριστεία, ενώ η Αριστερά αγαπάει την «ισοπέδωση»,  απορρίπτοντας την έννοια της επιστημονικής διάκρισης, των επιτευγμάτων και των καλών επιδόσεων; Όχι. Απλώς απορρίπτει μια συγκεκριμένη πολιτική νοηματοδότηση του όρου ‘Αριστεία’.

Το θέμα της επιλογής των «αρίστων» στην εκπαίδευση πάει πακέτο με μια πολιτική φιλοσοφία που λέει ότι στις κοινωνίες υπάρχουν κάποιοι «λίγοι», στους οποίους πρέπει να δίνεται η ευκαιρία να ξεχωρίσουν από τον υπόλοιπο πληθυσμό, με στόχο να αναδειχθούν σε μελλοντικούς ηγέτες. Στον αντίποδα βρίσκεται η άλλη πολιτική φιλοσοφία που μιλάει για τις δυνατότητες που έχουν οι «πολλοί», και που θα μπορούσαν να αναδειχθούν σε μια κοινωνία ίσων ευκαιριών.

Ads

Τα πορίσματα, πάντως, του προγράμματος PISA 2012 του ΟΟΣΑ,  το οποίο αξιολόγησε τις επιδόσεις των μαθητών από διάφορες χώρες στην ανάγνωση, στα μαθηματικά και στην επίλυση προβλημάτων, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με αυτήν την πρώτη λογική περί αριστείας. Ο διαχωρισμός των μαθητών στη βάση της επίδοσης δεν φαίνεται να προσφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, ενώ αντίθετα, «ορισμένες χώρες με υψηλές επιδόσεις στο PISA 2012, όπως η Εσθονία και η Φινλανδία, παρουσιάζουν επίσης μικρές διακυμάνσεις στις βαθμολογίες των σπουδαστών, αποδεικνύοντας ότι είναι δυνατή η υψηλή απόδοση για όλους τους μαθητές».

Σε ένα άρθρο του πριν από 2,5 χρόνια στην Guardian, με τίτλο «Ενάντια στην Αριστεία» (Against Excellence), ο Jack Stilgoe, ένας οικονομολόγος και κοινωνιολόγος της επιστήμης από το UCL, που είναι παράλληλα σύμβουλος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε θέματα έρευνας (και δεν μπορεί φυσικά να θεωρηθεί αριστερός ριζοσπάστης), είχε χαρακτηρίσει την αριστεία ως έναν ξεπερασμένο όρο που αντιστοιχεί σε ξεπερασμένα ιδανικά. Το θέμα του άρθρου ήταν ακριβώς αυτό: η πολιτική νοηματοδότηση της αριστείας. Αποτελεί ένα ερώτημα το κατά πόσο σήμερα οι κατευθύνσεις που στρέφεται η επιστημονική αριστεία ανταποκρίνονται σε πραγματικές και ουσιώδεις κοινωνικές ανάγκες ή αντιθέτως, ανταποκρίνονται σε μια επιστημονική εσωστρέφεια και σε συγκεκριμένες πολιτικές και οικονομικές σκοπιμότητες.

Η απάντηση που μπορεί να δοθεί στις μέρες μας είναι σαφής. Και γίνεται ακόμα σαφέστερη αν λάβουμε υπόψη ότι η «αριστεία» και η «καινοτομία» συνδέονται σχεδόν πάντα με την έννοια της «επιχειρηματικότητας». Έχουμε ξεχάσει να συνδέουμε την αριστεία με έργα που απλώς είναι χρήσιμα στην ευρύτερη κοινωνία και κατευθύνονται σε αυτήν με δημόσιους πόρους, απλώς και μόνο επειδή αυτή τα χρειάζεται. Η επιστημονική αριστεία χειραγωγείται τις περισσότερες φορές προς λάθος κατευθύνσεις. Προς την κατάκτηση του διαστήματος, την κατασπατάληση των πόρων ή την  βελτίωση πολυτελών καταναλωτικών προϊόντων και όχι για παράδειγμα προς την εξάλειψη της φτώχειας. Το αποτέλεσμα σήμερα είναι, για να ξαναγυρίσουμε στον Stilgoe, ότι το ερώτημά μας για την «καινοτομία αφορά μόνο το ρυθμό της και όχι την κατεύθυνση της˙ η επιστήμη που χρηματοδοτείται από δημόσιους πόρους ακολουθεί, και δεν εξισορροπεί, τα συμφέροντα του ιδιωτικού τομέα».

Ίσως όμως να υπάρχει ένας βασικότερος λόγος για τον οποίο πρέπει να είμαστε σκεπτικιστές απέναντι σε αυτόν τον όρο. Ο τρόπος που χρησιμοποιείται οδηγεί σε μια κουλτούρα ψυχαναγκαστικής εμμονής για το κυνήγι της «επιτυχίας». Ο επιτυχημένος επιβιώνει, ο loser να πάει να κρυφτεί στο λαγούμι του. Με τον ίδιο τρόπο που οι κοινωνίες μας έχουν θεσπίσει πρότυπα για το σώμα, σύμφωνα με τα οποία όσες γυναίκες δεν ανταποκρίνονται στην περσόνα της ανορεξικής θεάς πρέπει να αποσυρθούν από την κυκλοφορία και να βυθιστούν στην κατάθλιψη,  παρομοίως πρέπει να αναρωτηθούν για την ύπαρξή τους και όσοι δεν είναι «επιτυχημένοι» και «άριστοι».

Κι όμως… Δεν πειράζει που δεν κράτησες την σημαία. Δεν πειράζει που δεν πέτυχες στις Πανελλήνιες. Δεν πειράζει που δεν έγινες γιατρός, δικηγόρος, μεγαλοστέλεχος. Ένας παπάς από την Κρήτη το έθεσε καλύτερα απ’ όλους, με το γνωστό κείμενο που ανάρτησε στην σελίδα του τον Αύγουστο: «Σήμερα βγήκαν τα αποτελέσματα των Πανελληνίων εξετάσεων 2017. Συγχαρητήρια στον τρίτο γιό μου τον Αλέξανδρο!!! Δεν πέρασε Πουθενά!!! Μπράβο που “απέτυχε”. … Και είμαι το ίδιο περήφανος γι αυτόν, και στην επιτυχία μα ιδιαιτέρως στην αποτυχία του. Οι μεγάλες στιγμές στην ζωή μας συγγενεύουν με μεγάλες ατυχίες και αποτυχίες. Όταν μικρέ μια μέρα θα κοιτάξεις πίσω την ζωή σου, και πλέον θα έχεις ώριμα μάτια θα δεις ότι τα λάθη, οι ήττες και οι αποτυχίες, σε προχώρησαν μπροστά και σε ώθησαν για κάτι άλλο που ήξερε ο Θεός μα εσύ τότε ούτε καν φανταζόσουν».

Υπάρχει όμως κάτι το οξύμωρο στην επίκληση της Αριστείας από έναν άνθρωπο που βρίσκεται στην θέση του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας. Στην ουσία, το ίδιο το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας αποτελεί μια επιτυχημένη απόδειξη των προβλημάτων που εμπεριέχει η έννοια της αριστείας. Μας δείχνει, ας πούμε, ότι συχνά αυτό που αναδεικνύει πολλούς σε θέση αριστείας δεν υποκρύπτει πραγματικά προσόντα, αλλά ευκαιρίες ανέλιξης που σχετίζονται με ζητήματα κοινωνικής ανισότητας.

Πάρτε ως παράδειγμα τους αρχηγούς που ανέδειξε τα τελευταία είκοσι χρόνια η ΝΔ: υπάρχει κάποιος σήμερα που να πιστεύει στ’ αλήθεια ότι ο Κώστας Καραμανλής, ο Αντώνης Σαμαράς και ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχαν ίσες ευκαιρίες με άλλους και βρέθηκαν στη θέση του αρχηγού μέσα από διαδικασίες αριστείας; Είναι επίσης οξύμωρο να επικαλείται την αριστεία ο αρχηγός ενός κόμματος που προφανώς οι παραδόσεις του είναι εντελώς ξένες προς αυτόν τον όρο. Ένα κόμμα που, μαζί με το ΠΑΣΟΚ, αποτελεί το πολιτικό δίδυμο της Μεταπολίτευσης που χρησιμοποίησε με τον πιο ανήθικο τρόπο τον νεποτισμό, την διαπλοκή και την αναξιοκρατία. Ο Τραγάκης και οι ΔΑΠίτες του Πανεπιστημίου της Πάτρας  είναι η ζωντανή απόδειξη.

Αλλά, είναι κάτι που συμβαίνει συχνά σε αυτήν τη χώρα. Όσοι σκίζονται για το έθνος, είναι συνήθως οι εθνοκάπηλοι. Όσοι διδάσκουν το ήθος, είναι κατά κανόνα οι ανήθικοι. Και τώρα, αυτοί που πιπιλίζουν την καραμέλα της αριστείας, δεν είναι παρά οι μετριότητες της διπλανής πόρτας.