Μετά από μια οδυνηρή πολιτικά περίοδο εκλογικής συρρίκνωσης και κατακερματισμού των δυνάμεών της, η Κεντροαριστερά φαίνεται να αφυπνίζεται και να επιχειρεί την ιδεολογικοπολιτική ανασύνταξή της. Οι δυνάμεις του δημοκρατικού σοσιαλισμού, της ανανεωτικής αριστεράς και του πολιτικού φιλελευθερισμού αρχίζουν να συνεννοούνται, με στόχο τη σύμπραξη, την ενοποίησή τους και τη δημιουργία ενός αυτόνομου και ισχυρού πολιτικού πόλου, ικανού και πάλι να πρωταγωνιστήσει στη δημόσια ζωή της χώρας.

Ads

Το πρώτο αποφασιστικό βήμα έγινε, με τη σύμπραξη του ΠΑΣΟΚ, του Κινήματος Δημοκρατών Σοσιαλιστών, της ΔΗΜΑΡ και κινήσεων πολιτών, στο πλαίσιο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης. Πρέπει να προετοιμασθούν, με σοβαρότητα και τη συνέργεια όλων των δυνάμεων του χώρου, τα επόμενα βήματα.

Η Κεντροαριστερά θα πετύχει, αν δημιουργήσει έναν ορίζοντα βάσιμων προσδοκιών για το μέλλον της χώρας και των πολιτών. Αν, δηλαδή, προτείνει χρήσιμες και ρεαλιστικές ιδέες για το πώς μπορούμε να βγούμε από την κρίση και πώς σταδιακά θα ετοιμάσουμε την Ελλάδα μετά την κρίση, μιαν Ελλάδα διαφορετική στην παραγωγική της συγκρότηση, στη διοικητική της επάρκεια, στη θεσμική λειτουργία της.

Διαμορφώνοντας ένα τέτοιο συνεκτικό σχέδιο, που οι πολίτες θα προσλαμβάνουν ως εφικτή λύση στα προβλήματα και τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουμε, θα συμβάλλουμε πρώτα απ’ όλα  στην καταπολέμηση μιας καταστροφικής ψυχολογίας που επέβαλε μεταξύ των Ελλήνων η πολυετής κρίση, την ψυχολογία της ήττας. Η ψυχολογία της ήττας δεν είναι τίποτε άλλο από μια ρητή ή υπόρρητη εθνική ομολογία ότι τίποτε δεν μπορεί να γίνει, αν δεν είναι επιθυμία των ξένων και των δανειστών, ότι η χώρα και ο λαός της απώλεσαν τις ίδιες δημιουργικές τους δυνάμεις για να συντάξουν το μέλλον τους. Η ψυχολογία της ήττας, λοιπόν, είναι αναγκαίο να καταστραφεί και αυτό θα συμβεί μόνον αν περιγράψουμε, με αίσθημα ευθύνης, αυτό που αποκάλεσα ορίζοντα βάσιμων προσδοκιών.

Ads

Δύο πρέπει να είναι οι βασικές επιδιώξεις μιας συμφωνημένης μεταξύ των κομμάτων εθνικής προσπάθειας για το τέλος της κρίσης και την αρχή μιας νέας Ελλάδας.

Πρώτον, επιδιώκουμε την αλλαγή πτυχών και παραμέτρων του εφαρμοζόμενου τρίτου προγράμματος, οι οποίες είναι ανεδαφικές, προβληματικές και ατελέσφορες.

Δεύτερον, εκπονούμε ένα εθνικό σχέδιο σοβαρών αλλαγών στο παραγωγικό πρότυπο, στη συγκρότηση του κράτους, στην απονομή της Δικαιοσύνης, στο εκπαιδευτικό σύστημα, στη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών και του πολιτικού συστήματος. Οι αλλαγές στους τομείς αυτούς δεν ανήκουν στη «μνημονιακή» ύλη, δεν είναι δηλαδή αντικείμενο συμφωνίας με τους δανειστές. 

Είναι δική μας υπόθεση και υποχρέωση, αλλά παραδόξως ουδείς ασχολείται, αν και οι μείζονες αυτές προτεραιότητες  συνδέονται με τις αιτίες της κρίσης και όχι με τα επιφαινόμενά της. Ο Γερμανός καθηγητής Χίκελ, κατά την πρώτη περίοδο των μνημονίων, είχε προσφυώς παρατηρήσει ότι τα προγράμματα διάσωσης επιχειρούσαν να αντιμετωπίσουν τα συμπτώματα της κρίσης (δημοσιονομικά, κυρίως, θέματα) και όχι τους λόγους που την παρήγαγαν.

Επιλέγω ένα παράδειγμα για το τι σημαίνει η επιδίωξη να αλλάξουμε παραμέτρους του εφαρμοζόμενου τρίτου προγράμματος. Είναι γνωστή η διαφωνία μεταξύ των δανειστών για τον εάν η Ελλάδα μπορεί, μετά το 2018 και για μεγάλο χρονικό διάστημα, να συντηρεί πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5%. 

Το ΔΝΤ ορθά επισημαίνει ότι αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο. Προτείνει, γι’ αυτό, τα πρωτογενή πλεονάσματα να μην υπερβαίνουν το 2%. Υπογραμμίζει δε, ότι η κατίσχυση της γερμανικής άποψης για 3,5% πρωτογενή πλεονάσματα, προϋποθέτει λήψη πρόσθετων μέτρων άμεσα ύψους 4,2 δις ευρώ. Γίνεται προφανές, ότι η περαιτέρω εμβάθυνση της εσωτερικής υποτίμησης με μέτρα δημοσιονομικού στραγγαλισμού θα συνεχίσει να τροφοδοτεί τον φαύλο κύκλο της ύφεσης και της απώλειας εθνικού εισοδήματος, της υψηλής ανεργίας και της οικονομικής περιθωριοποίησης. 

Η Ελλάδα χρειάζεται, επί τέλους, να αναπνεύσει δημοσιονομικά και να αρχίζει να παράγει νέο πλούτο, είτε με την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων είτε με την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων. Συνεπώς, η δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% πρέπει να αλλάξει και ο στόχος να μειωθεί. Η κυβέρνηση σιωπά με τη λογική του βατράχου που δεν πρέπει να ποδοπατηθεί από τη σύγκρουση των ελεφάντων.

Τι πρέπει, λοιπόν, να συμβεί; Για να αλλάξει αυτή η πρόβλεψη απαιτείται σοβαρή διαπραγμάτευση με τους δανειστές, μακριά από θεατρινισμούς και «επαναστατικές» ρητορείες. Σοβαρή και ισχυρή διαπραγμάτευση σημαίνει ότι προηγουμένως έχει διαμορφωθεί εθνική διαπραγματευτική θέση, που στηρίζεται από ένα είδος εθνικού μετώπου. 

Οι δανειστές πρέπει να γνωρίζουν ότι, όποιος και να είναι ο κυβερνητικός συνομιλητής τους, η εθνική μας θέση δεν αλλάζει, ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν ξεμοναχιασμένους και αδύναμους εγχώριους συνομιλητές. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι δανειστές δύσκολα θα επέλεγαν γραμμή ρήξης με την Ελλάδα, για σειρά λόγων που δεν είναι του παρόντος σύντομου κειμένου.

Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη βασική μας επιδίωξη, το εθνικό σχέδιο ριζικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων για την αντιμετώπιση των αιτίων της κρίσης, επιλέγω και πάλι ένα παράδειγμα. Η διοικητική επάρκεια του κράτους είναι μείζων προτεραιότητα, με την οποία συναρτάται η επιτυχής προώθηση λύσεων σε μία ευρεία δέσμη προβλημάτων και αναγκών, από την υποστήριξη της επιχειρηματικότητας μέχρι την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών. 

Στοχεύοντας στη διοικητική επάρκεια και ικανότητα, θα απαιτηθούν καλά σχεδιασμένες παρεμβάσεις και αλλαγές, όπως π.χ. η καθολική επέκταση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, με πρώτο βήμα τη διασύνδεσή μεταξύ τους των υφισταμένων πληροφοριακών συστημάτων του δημοσίου. Η πλήρης εφαρμογή των ηλεκτρονικών προμηθειών θα προσδώσει εγγυήσεις ασφαλείας και διαφάνειας στη διοικητική δράση. 

Η χωρίς εξαιρέσεις εφαρμογή των αρχών της αξιολόγησης και της κινητικότητας θα ωθήσει τη διοίκηση σε καλύτερες και πιο αποτελεσματικές πρακτικές. Η κινητικότητα συνδέεται με τη δημιουργία διυπουργικών κλάδων προσωπικού. Η αξιολόγηση των οργανικών μονάδων και των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και ο πειθαρχικός έλεγχος των τελευταίων, πρέπει να ανατεθούν σε εξωτερικούς προς την δημόσια διοίκηση μηχανισμούς, για να γίνονται αποτελεσματικά.

Τέτοιου είδους αλλαγές θα αποδώσουν, αν ενταχθούν σε έναν εθνικό προγραμματισμό, που δεν θα τροποποιείται ή ανατρέπεται ή ακυρώνεται από τη μια κυβέρνηση στην άλλη και από τον έναν υπουργό στον άλλον. Θα αποδώσουν, επίσης, αν προστατευθούν από συντεχνιακές αντιδράσεις. Το καλύτερο τείχος προστασίας είναι η αγνόηση του πολιτικού κόστους που προσφέρει η εθνική συνεννόηση και η διακομματική συναίνεση.

Καθίσταται προφανές, ότι η εθνική συνεννόηση, είτε στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές είτε στην εκπόνηση του εθνικού σχεδίου μεταρρυθμίσεων, αποκτά βαρύνουσα πολιτική σημασία στο εγχείρημα να κερδίσουμε το μέλλον. 

Στη σκέψη, στις ιδέες και στις πρωτοβουλίες της ανασυντασσόμενης Κεντροαριστεράς θα αποτελεί κατευθυντήρια αρχή. Ιδέες, όπως αυτές που πιο πάνω παραδειγματικά αναφέρθηκαν, μπορούν να πλουτίσουν τον δημόσιο διάλογο, να συνεισφέρουν στις τελικές αποφάσεις, να ηγεμονεύσουν, επιφέροντας, έτσι, και την ιδεολογική ηγεμονία των προοδευτικών δυνάμεων, των δυνάμεων του δημοκρατικού σοσιαλισμού.

Η χώρα βρίσκεται σε χρονικό διάσελο, για να χρησιμοποιήσω την επιτυχή έκφραση του Ράϊνχαρντ Κοζέλεκ. Δηλαδή, βρίσκεται σε ένα ξέφωτο ανάμεσα στην παλαιά εποχή και τη νέα εποχή, ανάμεσα στον ορίζοντα του βιωμένου παρελθόντος και στον ορίζοντα του μέλλοντος που πρέπει να διαμορφωθεί, έναν ορίζοντα σχετικά άγνωστο της επερχόμενης εποχής, για την οποία η μόνη βεβαιότητά μας είναι ότι, όταν εγκατασταθεί, θα έχουν ανατραπεί οι πνευματικοί, πολιτικοί και διανοητικοί κώδικές μας.

Η Κεντροαριστερά βρίσκεται στο δικό της χρονικό διάσελο. Από την ικανότητά της να κατανοήσει τις αναγκαιότητες και να ορίσει έναν ορίζοντα βάσιμων προσδοκιών για την προοπτική της χώρας και των πολιτών, θα εξαρτηθεί όχι μόνον η δική της επιτυχία, αλλά και η επιτυχία της  εθνικής μας πορείας προς το μέλλον.