Η οικονομική κρίση δεν άφησε τίποτε ανέπαφο.

Ads

Γεννήθηκε τυπικά από την ατυχή και αστόχαστη διαχείριση των δημοσιονομικών υποθέσεων την περίοδο 2004-2009, αλλά το ουσιαστικό της υπόβαθρο υπήρξαν οι μόνιμες δυστροπίες του πολιτικού συστήματος, οι δυστοκίες των θεσμικών λειτουργιών και εγγενή στην νεοελληνική εθνική ταυτότητα αρνητικά χαρακτηριστικά.

Η κρίση μπορεί να μην πήρε τη μορφή τυπικής χρεοκοπίας, οδήγησε, όμως, στην αξιακή και πνευματική κατάρρευση πολιτικής και κοινωνίας, στην ηθική και διανοητική χρεοκοπία των πολιτικών εκπροσώπων και των πολιτών.

Για να συμβεί αυτό, έπρεπε από την αρχή της κρίσης να μετασχηματισθεί ο δημόσιος λόγος από μέσο πολιτικού διαλόγου, έστω και προβληματικού, σε μέσο πολιτικής βίας.

Ads

Καθώς κράτος, κοινωνία και οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις αποτελούσαν οντότητες εντελώς απροετοίμαστες να διαχειρισθούν τη θύελλα των οικονομικών γεγονότων, η μετάλλαξη αυτή συντελέσθηκε γρήγορα, σχεδόν ακώλυτα, με την εγκατάσταση στον πυρήνα του δημόσιου λόγου εθνικολαϊκιστικής έμπνευσης «επιχειρημάτων». Ο άξονας του δημόσιου λόγου μετακινήθηκε βίαια στη σκοτεινή περιοχή  του ά-λογου, όπου κυριαρχούσαν τρία θεμελιώδη στοιχεία: το ψεύδος, ο μύθος και το μίσος.

Το ψεύδος αντικατέστησε ολοσχερώς το στοιχειώδες καθήκον αληθείας. Παρότι το καθήκον αληθείας και η ηθική της ευθύνης δεν αποτελούσαν και τόσο σταθερές αρετές του νεοελληνικού δημόσιου βίου, ωστόσο μπορούσε να διακρίνει κάποιος, στη διάρκεια του μεταπολιτευτικού κύκλου, την ύπαρξη ορισμένων υπεύθυνων πολιτικών ομάδων, που με τη στάση τους αντιρροπούσαν, άλλοτε επιτυχώς και άλλοτε ανεπιτυχώς, την κακότροπη διαχείριση της πολιτικής αλήθειας ή την ανεύθυνη συμπεριφορά. Με την έναρξη της κρίσης, το στοιχειώδες καθήκον αληθείας, ως αναγνωρίσιμης υποχρέωσης στη συγκρότηση του δημόσιου λόγου, μεταστοιχειώνεται σε ζωτικό καθήκον ψεύδους, που επιβάλλεται από ιδιοτελείς ή ιδεοληπτικές κομματικές δυνάμεις.

Ακόμη και σήμερα, επικρατεί μεταξύ των Ελλήνων ως άποψη, το χιλιοειπωμένο ψεύδος ότι παραποιήθηκαν σκοπίμως τα εθνικά στατιστικά στοιχεία για να παραδοθεί η χώρα στην πυρά του διεθνούς μηχανισμού στήριξης. Καμιά ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής, καμιά έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καμιά διεθνής μελέτη, που πιστοποιούν ότι η Ελλάς απέκτησε αληθή και ακριβή στατιστικά στοιχεία από το 2010, δεν στάθηκαν ικανές να ακυρώσουν τον χείμαρρο των ψευδών ειδήσεων και εντυπώσεων που παρήγαγε μαζικά ο αλλόφρων εθνικολαϊκισμός.

Κατά τον ίδιο τρόπο, ο μύθος σκίασε ολοσχερώς τα πραγματικά γεγονότα. Ο αναγκαίος ορθολογισμός για τη σωστή αξιολόγηση της πραγματικότητας και την υπεύθυνη σχεδίαση πολιτικών λύσεων, εξοβελίσθηκε από μια φρενήρη μυθολογία συνωμοτικού, κυρίως, χαρακτήρα. Η μυθολογική αφήγηση εξήπτε τη φαντασία και τα πάθη, μετακινούσε το μαζικό ενδιαφέρον από την ουσία και τις αιτίες των προβλημάτων σε ενόχους και ενοχές και σκιαγραφούσε προτεινόμενες λύσεις για την κρίση, αντάξιες της «ηρωικής» παράδοσης των Ελλήνων και του «αντιστασιακού» πνεύματός τους. Διέφευγε της προσοχής των εκπροσώπων της «ελπίδας» και της «αξιοπρέπειας», ότι η αντίσταση προϋποθέτει και την ύπαρξη αντιστασιακών ανθρώπων, όχι καταναλωτών μιας εύθραυστης ευημερίας.

Η μυθολογική αφήγηση υιοθετήθηκε από ευρύτατα κοινωνικά στρώματα με τεράστια ευκολία και ταχύτητα, γιατί η συνωμοτική σύλληψη της ιστορίας και των συμβαινόντων λειτουργούσε ως λυτρωτική παραμυθία για μιαν ολόκληρη κοινωνία, ως παρηγορητική άφεση αμαρτιών ενός λαού, που ουδέποτε ευθύνεται για οτιδήποτε, που πάντοτε τα γνωρίζει όλα και πάντοτε μετατοπίζει τις ευθύνες σε άλλους. Η εθνικολαϊκιστική παραφροσύνη ερμήνευσε την κρίση και τα γεγονότα στη βάση ενός συνωμοτικού σχεδίου, που εξύφαναν οι εγχώριοι κυβερνήτες του Οκτωβρίου 2009 μαζί με διεθνείς πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες.

Ο μύθος θέλει να είναι γνωστή η απόλυτη εκτροπή των δημοσιονομικών μεγεθών πριν από τις εκλογές του Οκτωβρίου του 2009. Παρόλα αυτά, η πανουργία των σοσιαλιστών απέκρυψε την πραγματικότητα από τους πολίτες, ώστε να αναδειχθούν νικητές στις εκλογές και μετά να ξεδιπλώσουν το προσυμφωνημένο με τον Στρος-Καν και άλλα κέντρα διεθνούς οικονομικής ισχύος σχέδιό τους  για την υποταγή της χώρας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και, στη συνέχεια, την εκποίησή της στους δανειστές.

Ο φρενήρης ρυθμός των μυθολογικών κατασκευών του δημόσιου λόγου απέτρεπε την πρόσληψη ακόμη και απλών, ακατέργαστων ειδήσεων, όπως οι δηλώσεις του Γάλλου προέδρου Σαρκοζί και του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας Σόϊμπλε για την επίμονη απαίτηση της καγκελαρίου Μέρκελ να συμμετάσχει το Δ.Ν.Τ σε οποιοδήποτε πρόγραμμα σωτηρίας της Ελλάδας, παρά την ισχυρή διαφωνία άλλων θεσμικών παραγόντων της Ευρώπης.

Το τρίτο θεμελιώδες γνώρισμα του δημόσιου λόγου στον καιρό της κρίσης ήταν το μίσος. Για να μετατραπεί ο δημόσιος λόγος από μέσο πολιτικού διαλόγου σε μέσο πολιτικής βίας, δεν αρκούσαν το ψεύδος και ο μύθος. Έπρεπε να λειτουργήσει η κινητήρια δύναμη του μίσους, έπρεπε να ταυτισθεί ο δημόσιος λόγος με τη ρητορική του μίσους, μια ρητορική που απευθυνόταν στα πιο ταπεινά ένστικτα ενός ασύντακτου πλήθους, για να το μετατρέψει σε δρών αγριεμένο και αγανακτισμένο πλήθος, ικανό να συντρίψει κάθε δομή της παλαιάς τάξης πραγμάτων, χωρίς να γνωρίζει με τι ακριβώς θα την αντικαθιστούσε. Η εγκαθίδρυση του μίσους στον πυρήνα του δημόσιου λόγου στόχευε όχι μόνο στην πολιτική ήττα του αντιπάλου, αλλά στην ηθική εξόντωσή του. Για τους πολιτικούς εκπροσώπους της εθνικολαϊκιστικής ασχημίας δεν υπήρχαν πολιτικοί ανταγωνιστές, αλλά μόνον μισητοί εχθροί, φορείς εθνικής προδοσίας, απόγονοι των παραδομένων Τσολάκογλου, γι’αυτό  άξιοι πολιτικού και ηθικού αφανισμού, άξιοι μιας συντριπτικής καταδίκης από τον ιστορικό του μέλλοντος.

Στην οδυνηρή μεταμόρφωση του δημόσιου λόγου σε εθνικολαϊκιστικό παραλήρημα, βοήθησαν τα μέγιστα και οι δανειστές, με την επιβολή προγραμμάτων διάσωσης που στηρίζονταν σε λανθασμένες υποθέσεις εργασίας και με την αφόρητη, ιδεοληπτική εμμονή τους σε πολιτικές δημοσιονομικού στραγγαλισμού, που αναπαράγουν αέναους φαύλους κύκλους λιτότητας, ύφεσης, ανεργίας, παραγωγικής αποδιάρθρωσης και απώλειας εθνικού εισοδήματος.

Ο μετασχηματισμένος από το ψεύδος, τον μύθο και το μίσος δημόσιος λόγος έδρασε ως δύναμη βίας την περίοδο της κρίσης. Δίκασε και καταδίκασε, ευνόησε κοινωνικούς αυτοματισμούς, ενθάρρυνε εκφοβιστικές πρακτικές, μετέτρεψε τη χυδαιότητα σε προνόμιο, διαπαιδαγώγησε στον φανατισμό. Δρώντας ως ένα είδος πολιορκητικού κριού, ισοπέδωσε πολιτικές δυνάμεις και πολιτικό προσωπικό, εκπόρθησε πολιτικούς και διοικητικούς θεσμούς, κατέστησε εκλογικά κυρίαρχες τις πολιτικές δυνάμεις του εθνικολαϊκισμού. Τέλος, ανέδειξε μια νέα τάξη πραγμάτων , στην οποία κυριαρχεί ο αμοραλισμός, ο κυνισμός, το θράσος, η απόλυτη ασυνέπεια και η αμετροέπεια. Την πολιτική αυτή τάξη πραγμάτων υπηρετεί ένα είδος νεόφερτου πολιτικού προσωπικού, που ποτέ δεν γνώρισε η μεταπολίτευση, αυθεντικού γεννήματος της κρίσης και της εθνικολαϊκιστικής κυριαρχίας, στερημένου επαρκούς μορφωτικού υποβάθρου, που κατακρημνίζει ακόμη περισσότερο τον εκπεσόντα δημόσιο λόγο, στέλνοντάς τον στην εποχή του Νεάντερταλ.

Βρισκόμαστε σε οριακό σημείο. Ο χαμένος χρόνος είναι πολύς. Η απώλεια δεν πρέπει να καταστεί μοιραία. Να αποφασίσουμε τώρα ότι μπορούμε να κερδίσουμε το μέλλον, σχεδιάζοντας, με εθνική συνεννόηση, ένα δικό μας συνετό εθνικό σχέδιο εξόδου από την κρίση και αλλάζοντας ζημιογόνες πλευρές του εφαρμοζόμενου προγράμματος. Αυτό το καθήκον συμβαδίζει με την επείγουσα ανάγκη για ανάταξη της δημόσιας ζωής.

Κάτι που με τη σειρά του προϋποθέτει ανάταξη του δημόσιου λόγου, δηλαδή τη μετακίνησή του στην περιοχή της αλήθειας και της ευθύνης. Δεν είναι έργο εύκολο, όταν έχει προηγηθεί η καταστροφή της συλλογικής μνήμης και η κοινωνική συνείδηση έχει απομείνει ένα ερείπιο ερημωμένο από αξίες, που μέσα στα χαλάσματά του τρέμουσα κυκλοφορεί η αξίωση της ατομικής διάσωσης. Είναι, όμως, έργο υπεύθυνων πολιτικών δυνάμεων και προσώπων, που έχουν αίσθηση του χρέους τους και που πρέπει, μέσα σε εξαιρετικές δυσκολίες, να επιδείξουν ισχυρό βολονταρισμό, αποκαθιστώντας το νόημα των λέξεων και διαμορφώνοντας στον δημόσιο χώρο έναν ορίζοντα βάσιμων προσδοκιών.