«Μήπως πρέπει να γυρίσουμε σ΄ ένα φέρετρο  για να πουν ότι κάνουμε καλά τη δουλειά μας;» (tvxs, 14/11/2016)

Ads

Μάρτιος 2003, σύνορα Ιορδανίας Ιράκ, λίγες ώρες πριν την επέμβαση των αμερικανικών δυνάμεων στη Βαγδάτη. Τα μάτια όλου του κόσμου είναι καρφωμένα εκεί. Με τον Γιώργο Γεωργιάδη βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι μαζί με άλλους συνάδελφους απ΄ όλον τον κόσμο σ΄ ένα έρημο κτίσμα, το Café Baghdad, στα μισά του δρόμου 980 χιλιομέτρων που ενώνει τη Βαγδάτη με το Αμμάν. Έρημος. Κρύο.  Στη Βαγδάτη δεν μπορούμε να φτάσουμε γιατί η ιορδανική κυβέρνηση, καθ΄υπόδειξη της Ουάσινγκτον, έχει κλείσει τα σύνορά της με το Ιράκ, χωρίς να αναφέρει επίσημα ή ανεπίσημα το λόγο. Έχουμε την πληροφορία ότι marines θα εισβάλουν στο Ιράκ και από την Ιορδανία.

Ένοπλοι ιορδανοί μας συλλαμβάνουν γιατί πλησιάσαμε ένα εγκαταλειμμένο αεροδρόμιο λίγα χιλιόμετρα παραπέρα, το οποίο, σύμφωνα με πληροφορίες μας, φαίνεται ότι χρησιμοποιούν αμερικανοί. Πήγαμε για να δούμε τι συμβαίνει. Ώρες κρατά η ανάκριση ώσπου στο τέλος μας αφήνουν ελεύθερους. Τα νεύρα είναι τεντωμένα. Έχουμε χάσει πολύτιμο χρόνο και η επιστροφή στο Αμμάν είναι η μόνη διέξοδος για να στείλουμε το ρεπορτάζ. Βλέπουμε αμερικανούς και ιάπωνες συνάδελφους που στέλνουν τις ανταποκρίσεις τους με μικρά δορυφορικά πιάτα από τη «μέση του πουθενά» και αντιλαμβανόμαστε μία ακόμη φορά το ρόλο της σύγχρονης τεχνολογίας στη δουλειά μας.

Στο Αμμάν έχει καθιστική εκδήλωση διαμαρτυρίας από διάφορες θρησκευτικές κοινότητες ενάντια στον πόλεμο. Να τραβήξουμε και εκεί εικόνες, να πάρουμε δηλώσεις, να προλάβουμε όμως και το κύκλωμα που έχει κλείσει ο Γιώργος για το δελτίο των 8.00 του Alter. Μέσω αυτού θα δώσω και εγώ το σπικάζ και την εικόνα στην ΕΡΤ3, που δεν έχει την οικονομική δυνατότητα δορυφορικής σύνδεσης. Ποιος άλλος συνάδελφος θα το ΄κανε, αναρωτιέμαι. Ο Γιώργος με τον οποίο έχουμε βρεθεί και σε άλλες εμπόλεμες ζώνες (Βοσνία, Κόσοβο, Αφγανιστάν) δεν έφερε καμία αντίρρηση όταν του το ζήτησα. Έτσι ήταν πάντα. Φιλικός, προσιτός, καθόλου ανταγωνιστικός.

Ads

Μία μέρα που ξεκίνησε χαράματα με ρεπορτάζ τελειώνει βράδυ με τη δορυφορική σύνδεση. «Κάναμε καλή δουλειά» μου λέει. Είμαστε ευχαριστημένοι έστω κι αν δεν μπορέσαμε να φτάσουμε στη Βαγδάτη. Θα το επιχειρήσουμε πάλι αύριο. Λίγες ώρες αργότερα μαθαίνουμε ότι το Alter δεν μετέδωσε το ρεπορτάζ του Γιώργου και αντ΄ αυτού έπαιξε το έτοιμο που πήρε παράνομα από το CNN, από το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, έλειπαν αφενός στοιχεία του δικού μας ρεπορτάζ (αεροδρόμιο, λόγοι μη διέλευσης από τα σύνορα, κλπ.) και αφετέρου η κριτική ματιά στην αμερικανική εισβολή.

Μια μέρα εξοντωτικής δουλειάς πετάχτηκε στο καλάθι των αχρήστων, χωρίς εμφανή λόγο και εξηγήσεις, γιατί κάποιοι καρεκλοκένταυροι δημοσιογράφοι (όνομα και μη χωριό), πρόθυμοι να υπηρετήσουν, όπως φάνηκε πολλές φορές στη συνέχεια, την προπαγάνδα των αφεντικών τους αποφάσισαν έτσι. Είναι αυτές οι «τηλεπερσόνες» που οδήγησαν τη δημοσιογραφία στο copy paste και εκατοντάδες άξιους συνάδελφους στην ανεργία. Είναι αυτοί που προτιμούν το άρτιο σκηνοθετημένο, αλλά ψεύτικο ρεπορτάζ που στήνεται σε μία αίθουσα μοντάζ του ΝΑΤΟ, από αυτό που παρουσιάζει την πραγματικότητα όσο πιο σφαιρικά και έγκυρα μπορεί. Είναι αυτοί και τα αφεντικά τους, καναλάρχες και πολιτικοί παράγοντες, που δεν νοιάζονται για την ποιότητα της ενημέρωσης, που βγάζουν «δεκάρικους» για την πολυφωνία, αλλά στην πράξη την ακυρώνουν, και το μόνο που τους απασχολεί είναι οι δείκτες τηλεθέασης. Είναι αυτοί οι χαμαιλέοντες του επαγγέλματος, που τότε δεν ενδιαφέρθηκαν για το ρεπορτάζ του Γιώργου, όπως αργότερα του κάθε Γιώργου, που τίμησε και τιμά το επάγγελμα, αλλά σήμερα λόγω της αδιαφορίας και της κρίσης βρίσκεται στο περιθώριο χωρίς φωνή.

Η αφήγηση αυτού του περιστατικού σε εμπόλεμη ζώνη, στα σύνορα Ιράκ Ιορδανίας τον Μάρτιο του 2003 έχει σημασία, διότι αναδεικνύει με φόντο τη διαμόρφωση της κοινωνικής συναίνεσης, τις σχέσεις των ΜΜΕ αφενός με την κάθε εξουσία και αφετέρου με τους πολεμικούς ανταποκριτές, που θέλουν να λειτουργούν αδέσμευτα. Είναι γνωστό ότι το «πρώτο θύμα του πολέμου είναι η αλήθεια», αλλά η συγκέντρωση, πλέον, των ΜΜΕ σε ολιγοπωλιακές καταστάσεις, η χειραγώγηση των πληροφοριών από τις εμπόλεμες πλευρές, ο εκφοβισμός των δημοσιογράφων, η λογική των embedded (ενσωματωμένων) δήθεν πολεμικών  ανταποκριτών, τα στημένα ρεπορτάζ, η προθυμία ορισμένων να  υπηρετήσουν τα αφεντικά τους και η αλλαγή στην ίδια τη μορφή των πολέμων έχουν οδηγήσει σε ασφυξία την ίδια την ενημέρωση. Η διαχείριση των πληροφοριών ήταν ανέκαθεν σημαντική στην εξέλιξη μιας ένοπλης σύρραξης. Στους μετα-μοντέρνους πολέμους, όμως,  η δύναμη της πληροφορίας αποδεικνύεται ισχυρότερη από την ισχύ των όπλων. Ο Γιώργος Γεωργιάδης υπηρέτησε την αδέσμευτη δημοσιογραφία, γι’ αυτό βρέθηκε ο ίδιος και τόσοι άλλοι χρόνια αργότερα στην ανεργία.

Οι αποστολές σε εμπόλεμες περιοχές δεν είναι αυτοσκοπός, ούτε έχει στόχο την αυτοπροβολή ή τον πλουτισμό. Είναι για τους περισσότερους, -και ήταν για τον Γιώργο Γεωργιάδη- μια ανομολόγητη στράτευση, πολιτική, κοινωνική, μία στάση απέναντι στα πράγματα, που μας περιβάλλουν, ένα χρέος απόρροια της ευθύνης για αυτά που συμβαίνουν και περιγράφεις, για τις συνέπειες του πολέμου, για την απόγνωση των προσφύγων, την οδύνη της απώλειας, το κενό ενός βομβαρδισμένου σπιτιού, τη βία που αφήνει πίσω της συντρίμμια και προπαντός οδύνη.

Ο διαρκής πόλεμος, σύμφωνα με το δόγμα Μπους που υιοθετούν πλέον όλες οι δυτικές κυβερνήσεις, δεν είναι tv game, ούτε θέαμα για να το καταναλώνουμε απαθείς μπρος στο «χαζοκούτι», αλλά παραμένει η μαμή της ιστορίας, που γράφουν οι νικητές. Στη διάρκεια μιας ένοπλης σύγκρουσης τα πλέον ποταπά αισθήματα αναδεικνύονται ταυτόχρονα με τις πανανθρώπινες αξίες της αξιοπρέπειας, του αλτρουϊσμού, της αλληλεγγύης. Και ο Γιώργος, -όπως και ο Γιώργος Κοίλιαρης που έφυγε από τη ζωή κάπου στο Αφγανιστάν τον Νοέμβριο του 2008, ακριβώς πριν οκτώ χρόνια- αφηγούνταν ανθρώπινες ιστορίες. Ήταν από την πλευρά των κατατρεγμένων. Ενώ άλλοι, συνάδελφοί μας, τρόπος του λέγειν, που πλήρωναν μερικά δολάρια για να έχουν φόντο κάποιους να πυροβολούν δήθεν σε πεδία μαχών, εξαργύρωσαν τις «πολεμικές περγαμηνές» τους  με θέσεις και οφίτσια.

Πριν μερικά χρόνια ο Γιώργος έφυγε αηδιασμένος από την Αθήνα και όλη αυτήν την ασφυκτική κατάσταση που δημιούργησε η κρίση στον χώρο μας. Έφυγε για να βρει καταφύγιο στο νησί του όπου συνέχισε να κάνει ό,τι έκανε πάντα. Και τώρα που ΄φυγε για πάντα δεν θα ξεχάσω εκείνη τη φράση που μου ΄πε θυμωμένος εκείνο το βράδυ στο Αμμάν και την επανέλαβε αργότερα όταν έκανα ένα ντοκιμαντέρ για τα ΜΜΕ και τους πολέμους: «Ρε Παύλε, μήπως πρέπει να γυρίσουμε σ΄ ένα φέρετρο  για να πουν ότι κάνουμε καλά τη δουλειά μας;».