Στον «Κήπο του Επίκουρου» ο Ίρβιν Γιάλομ αναστοχάζεται τον θάνατο. Μιλά για τον φόβο, τον τρόμο του θανάτου μέσα από τις εμπειρίες ασθενών του. Και ο Σίγκμουντ Φρόϋντ έγραψε για τις «Στάσεις μας απέναντι στο θάνατο» στον απόηχο του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου.

Ads

Αν και θεωρώ λογικά σκεφτόμενος ότι θα έρθει κάποτε, όπως σε όλους και σε όλες, η στιγμή της ανυπαρξίας, ουδέποτε συμφιλιώθηκα με την ιδέα του βίαιου θανάτου. Παρότι πολλές φορές βρέθηκα σε εμπόλεμες ζώνες, εκεί όπου το «ζειν επικινδύνως», όπως και οι άγριες και εύλογα λογοκριμένες από τα τηλεοπτικά δελτία εικόνες διαμελισμένων πτωμάτων αποτελούν κομμάτι της καθημερινότητας, ουδέποτε συνήθισα την εικόνα του θανάτου. Ούτε κι όταν έκανα σεμινάρια πρώτων βοηθειών ή βρέθηκα απροσδόκητα αυτόπτης μάρτυρας σε σκηνές ενός άλλου εμφυλίου πολέμου στον τόπο μας, αυτού των θανατηφόρων τροχαίων δυστυχημάτων.

«Και ποιος έχει συνηθίσει» σχολιάζει ο συνομιλητής μου, ένας νεαρός γιατρός, είναι δεν  είναι τριανταπεντάρης, που κάθεται δίπλα μου. Η συζήτηση διακόπτεται αιφνιδιαστικά από την άφιξη ενός ασθενοφόρου.

Εφημερεύον νοσοκομείο «Παπανικολάου» στη Θεσσαλονίκη. Στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών αρκετός κόσμος περιμένει υπομονετικά να εξεταστεί. Κυρίως άνθρωποι τρίτης ηλικίας. Χαρακτηριστικά τραβηγμένα, πρόσωπα σκαμμένα από τον χρόνο εμφανώς κουρασμένα σε βλέπουν χωρίς να σε κοιτάζουν, χαμένα στο δικό τους κόσμο, το δικό τους πόνο που αναζητά ανακούφιση στα χέρια ενός γιατρού, σ΄ ένα κουτί φάρμακα. Ήρθε και η κρίση για να επιδεινώσει το κακό.

Ads

Πρώτα περνούν πίσω από την κουρτίνα για να τους ρωτήσουν οι γιατροί της «γενικής ιατρικής», «τζιόβανοι» κι αυτοί, τι έχουν, μετά παίρνουν έναν αριθμό σειράς αναμονής, όπως στις τράπεζες, στη συνέχεια και σε λιγότερο από δύο ώρες, όταν ανάψει το λαμπάκι με τον δικό τους αριθμό, εμφανίζονται στον αρμόδιο γιατρό, που ελπίζουν ότι θα τους εξετάσει, αλλά –ω! του θαύματος- απλώς καταγράφει τα στοιχεία τους για να τους πει «περίμενε έξω. Θα σε φωνάξουμε».
Όλα είναι σε τάξη. Όλα φαντάζουν μονότονα. Τη σιωπή σπάζει μόνον η φωνή μιας νοσηλεύτριας που φωνάζει ονόματα ασθενών, σαν τη λίστα του Σίντλερ. Αλλά και όλα μου φαίνεται ότι κινούνται σε απίστευτα αργούς ρυθμούς. «Τι θέλετε κυρία μου και διαμαρτύρεστε. Να περιμένετε τη σειρά σας» λέει σε ύφος εμφανώς κουρασμένο ένας γιατρός σε μία ηλικιωμένη γυναίκα, που περιμένει υπομονετικά ώρες καθισμένη σε αναπηρικό καροτσάκι, με μώλωπες στο πρόσωπο, πρησμένο το ένα μάτι και ματωμένα γόνατα, προφανώς από πτώση.

Τρεις ώρες μετά την άφιξή μου και ένας νεαρός που ήρθε ταυτόχρονα με μένα ακόμη να εξεταστεί. Η πρώτη, όμως, αρνητική εντύπωση χάνεται όταν ξεφεύγοντας από τον έλεγχο των securities περιφέρομαι στα ενδότερα. Εκεί διαπιστώνω με πόση κούρα και νηφαλιότητα οι γιατροί εξετάζουν τους ασθενείς. «Δουλεύουμε υπερωρίες. Δεν έχουμε γιατρούς, μας λείπουν και φάρμακα με αποτέλεσμα ο κόσμος να ταλαιπωρείται» μου λέει ένας απ΄ αυτούς.

Στον προαύλιο χώρο κάποιοι καπνίζουν νευρικά το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Μια παρέα τσιγγάνων έχει στήσει το τσαντίρι της βάζοντας σε σχήμα πι τρία ημιφορτηγά, ενώ τα αυτοκίνητα του ΕΚΑΒ καταφθάνουν αίφνης το ένα μετά το άλλο. Παμπάλαιος ο στόλος των ασθενοφόρων, που πρέπει να έχουν διανύσει εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα. Αυτοκίνητα κακοσυντηρημένα με ανθρώπους, όμως, τους διασώστες, να κινούνται ακούραστοι με γρήγορους ρυθμούς.

Πρώτα ήρθε ένας υπέρβαρος με έμφραγμα. Σε χρόνο ρεκόρ το φορείο που τον μεταφέρει χάνεται πίσω από την πόρτα του θαλάμου ανάνηψης. Λίγα λεπτά αργότερα τον ακολουθεί ένας άνδρας, σαραντάρης, αναίσθητος, ωχρός με μάσκα οξυγόνου κι αυτός, σχεδόν ημιθανής με τον ΕΚΑΒίτη να συνεχίζει τις μαλάξεις στην καρδιά ώσπου να τον παραλάβει ο χειρουργός. Πνίγηκε από τροφή… αν είναι δυνατόν! Πιο τυχερός, τρόπος του λέγειν, είναι ένας οικοδόμος που έπεσε από ύψος τεσσάρων μέτρων. Αυτός παρότι σακατεμένος έχει τις αισθήσεις του, όπως κι ένας νεαρός που έπεσε από τη μηχανή του χωρίς κράνος. Σπασμένα πόδια, αίματα στο κεφάλι κάτω από το κολάρο.

Το στομάχι σφίγγεται. Τέσσερα σοβαρά περιστατικά μέσα σε λιγότερο από μία ώρα. Δεν είμαι σε ζώνη πολέμου, αλλά το κλίμα μοιάζει. Η μονοτονία στον προθάλαμο του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών στο «Παπανικολάου» έχει χαθεί. Η ατμόσφαιρα έγινε ακόμη πιο βαριά. Γιατροί, νοσηλευτές τρέχουν πάνω κάτω, φιάλες οξυγόνου, αίματος, οροί περνούν από μπροστά μου, μια γυναίκα κλαίει γοερά, μία άλλη νεαρότερη που συνόδευε τον «πνιγμένο» τηλεφωνεί συνεχώς, ένας γέροντας κουνάει το κεφάλι του μουρμουρίζοντας σα να θέλει να διώξει το κακό. Ο θάνατος έσκασε μύτη και παίζει κρυφτούλι στα εφημερεύοντα ιατρεία.

Συνηθισμένη η εικόνα που δεν μπορείς, όμως, να τη συνηθίσεις. Έξω ο κόσμος εξακολουθεί να κινείται όπως πάντα. Φεύγοντας μετά από πέντε ώρες στα επείγοντα ενός ελληνικού νοσοκομείου σκέφτομαι κοινότυπα: για το πόσο εύκολα μπορεί να κοπεί το νήμα της ζωής, για το πώς ένα περιστατικό βίαιου θανάτου ή σοβαρού τραυματισμού που αποδίδεται συνήθως στην κακή τύχη, στην πραγματικότητα έχει βαθύτατα κοινωνικά αίτια.

Για τις συνθήκες λόγου χάρη εργασίας των οικοδόμων, που εργάζονται χωρίς τη λήψη προστατευτικών μέτρων. Για τους ελλιπείς ελέγχους σε οδηγούς που κινούνται χωρίς να φορούν ζώνη ασφαλείας ή σε μοτοσικλετιστές χωρίς κράνος.  Για την ελλιπή ενημέρωση του κοινού στην αντιμετώπιση έκτακτων περιστατικών. Τα τέσσερα περιστατικά βίαιου θανάτου ή σοβαρού τραυματισμού ενδεχομένως να είχαν αποφευχθεί αν ζούσαμε σε μία κοινωνία μ΄ένα κράτος που σέβεται τους πολίτες της, που νοιάζεται για αυτούς. Παραμένουμε, όμως, μία χώρα με τριτοκοσμικά χαρακτηριστικά.

Σκέφτομαι αν μια κυβέρνηση της αριστεράς όφειλε από την πρώτη κιόλας μέρα ν΄αλλάξει την εικόνα στα νοσοκομεία με ελλιπές ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, χωρίς φάρμακα, με ασθενοφόρα σαράβαλα. Σε τι έχει αλλάξει η καθημερινότητα των Ελλήνων, η περίθαλψή τους, σε πράγματα απλά και ταυτόχρονα τόσο σημαντικά από τότε που κυβερνά ένα κόμμα που είχε στο επίκεντρό της τον άνθρωπο;

Ίσως πάλι ακόμη και αν όλα λειτουργούσαν τα περιστατικά που έζησα εκ του σύνεγγυς στο «Παπανικολάου» να συνέβαιναν. Για αυτό μ΄ ένα αίσθημα αισιοδοξίας θυμήθηκα αυτό που έκανα μότο στη ζωή μου όταν στα είκοσι τρία μου χρόνια έχασα τον καλύτερό μου φίλο. Να ζεις τη ζωή σαν η σημερινή να είναι η τελευταία σου μέρα και να την προγραμματίζεις σα να μην πεθάνεις ποτέ.

* Ο Παύλος Νεράντζης είναι δημοσιογράφος και ντοκιμενταρίστας. Διετέλεσε Διευθυντής στην ΕΡΤ3 και ανταποκριτής στην Ελλάδα για 35 χρόνια της ιταλικής εφημερίδας Il Manifesto.