To tvxs.gr δημοσιεύει τις ομιλίες από την Εκδήλωση της Επιθεώρησης Ποιητικής Τέχνης, Ποιείν, www.poiein.gr και του περιοδικού και εκδόσεων Μετρονόμος με τον τίτλο “Τέσσερις στιχουργοί μιλούν για τον αγαπημένο τους ποιητή” που πραγματοποιήθηκε στη Βιβλιοθήκη Βολανάκη.
Στο σημερινό αφιέρωμα ο Γιώργης Παυλόπουλος του Δημήτρη Λέντζου.
Διαβάστε τα προηγούμενα:
Γιώργος Σεφέρης (Τέσσερις στιχουργοί μιλούν για τον αγαπημένο τους ποιητή)
Γιάννης Ρίτσος (Τέσσερις στιχουργοί μιλούν για τον αγαπημένο τους ποιητή)
Κατ’ αρχάς, θέλω να πω ότι αισθάνομαι πολύ όμορφα όταν είμαι μαζί με συναδέλφους μου.
Κατάγομαι από ένα ορεινό χωριό πλησίον της Αρχαίας Ολυμπίας. Αν και από εκεί δώσαμε το «ΦΩΣ» σ’ ολόκληρο τον κόσμο εδώ και 2.600 χρόνια σε μας στο χωριό μου ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα το 1968. Ικανός χρόνος νομίζω για μια τέτοια κατάκτηση.
Το χωριό μου οι Μηλιές, έτσι το λένε, ήταν ένα φτωχό πολύ φτωχό θα έλεγα χωριό, όπως τα περισσότερα της εποχής εκείνης. Η επαφή μου με την ποίηση ήταν μοναχά μέσα από τα σχολικά βιβλία, σε μια δύσκολη έτσι κι αλλιώς πολιτική περίοδο όπως η δικτατορία του 1967. Ποιήματα που εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν με οδήγησαν εντός τους. Περισσότερο με ενέταξε σ’ αυτήν την «κατάρα και ευλογία» το «κρυφό σχολειό» της γιαγιάς μου με τα παραμύθια της και τις ιστορίες της στα μιτάτα του οροπεδίου της Φολόης, αλλά τώρα ποιός ενδιαφέρεται για τα παραμύθια της γιαγιάς μου. Όταν μεγάλωσα, πήγαινα τότε γυμνάσιο σ’ ένα υποβαθμισμένο σχολείο στο γειτονικό χωριό, που μόνο μέλημα του καθηγητή φιλολογίας που ήταν βασικά θεολόγος, ήταν πως θα γράφαμε με λαδομπογιά στο λευκό τοίχο του σχολείου με μπλε θεόρατα γράμματα το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών». Η πρώτη σημαντική επαφή με τη μεγάλη ποίηση ήταν με τον Διονύσιο Σολωμό όταν ο αδελφός μου και ένας μπάρμπας μου δικηγόρος μου έφεραν κάποιο καλοκαίρι τα «Άπαντά» του. Και μου είπε ο μπάρμπας μου: «Όταν έλθω το Πάσχα θα τον ξέρεις όλον απέξω, ειδικά τους Ελεύθερους Πολιορκημένους».
Ύστερα όταν τελείωσα και το Λύκειο ανέβηκα στην Αθήνα μπαίνοντας κατ’ ευθείαν στο μεροκάματο. Τότε γνώρισα εκ του σύνεγγυς τον ποιητή Μιχάλη Κατσαρό, ερχόταν και του έβαζα μπαταρίες σ’ ένα ραδιόφωνο στην οδό Εμμ. Μπενάκη στο Κέντρο. Είχα μεγάλο σέβας γι’ αυτόν. Μετά από δύο χρόνια γνωριμίας μού χάρισε μια μέρα μια τετράδα του λαϊκού λαχείου. Τη Δευτέρα στην κλήρωση κέρδισα στον λήγοντα και πήγα στο υπόγειο της Ομόνοιας να εισπράξω τα κέρδη. Κοίταξε το λαχείο εξονυχιστικά ο λαχειοπώλης και μου είπε δυνατά: «Δεν ντρέπεσαι αλήτη, τα λαχεία είναι ληγμένα δύο χρόνια τώρα». Ντράπηκα κι έγινα Λούης. Λίγο πριν πεθάνει τον βρήκα πάλι τον Μιχάλη τον Κατσαρό στην οδό Αθηνάς, που εκεί εμπορευόμουνα και μου είπε: «Να κοίταξε πάνω στην Ακρόπολη έχει ανάψει φωτιά και πάνω πετούν κοράκια». Δεν τον ξαναείδα.
Το 1986 την πρώτη μου ποιητική συλλογή την έστειλα στον Γιάννη Ρίτσο. Μου απάντησε με πολύ καλά λόγια και μιλήσαμε κάποιες φορές στο τηλέφωνο. Θυμάμαι μου είχε πει να προσέχω τρία πράγματα και αυτά να πράττω για να γίνω καλός ποιητής. Να διαβάζω πολύ, να δουλεύω πολύ και καθημερινά, να κάθομαι δηλαδή κανονικά στο γραφείο και ας μην έχω καμία έμπνευση, «και κάτι θα ’ρθει», μου έλεγε, θα δεις. Και τέλος όταν απαγγέλλω ποίημά μου να παίρνω ύφος «τετρακοσίων Καρδιναλίων» γιατί διάβαζα απογοητευτικά.
Θα μπορούσα, λοιπόν, να μιλήσω σήμερα γι’ αυτούς τους ποιητές, όμως διάλεξα να μιλήσω για τον συντοπίτη μου ποιητή Γιώργη Παυλόπουλο και γιατί είναι μεγάλος ποιητής, αλλά και γιατί με σημάδεψε βαθειά ένα ποίημα του: «Το σακί». Ήταν αρχές του ’80, μια εποχή που όλα άλλαζαν, υποτίθεται. Η Ηλεία τότε, όπως όλη η Ελλάδα, έμπαινε σε μια μεγάλη αυταπάτη στα καφενεία της υπερβολής και της έπαρσης. Διαβάζοντας λοιπόν «το σακί», το οποίο θα σας το διαβάσω αμέσως μετά, έμεινα εκεί εκτελεσμένος για πάντα. Εγώ που είχα βγει από ένα σπίτι γεμάτο με πένθος, γεμάτο με ήττα από τον Εμφύλιο και τις κυρώσεις του, διάβασα και είδα στους λίγους στίχους του ποιητή όλο αυτό το βίο της όποιας καταγωγής μου.
Το σακί
Ήμουν παιδί ακόμη δεν τους καλοθυμάμαι.
Μπήκανε στο χωριό μου ένα πρωί
μα δε σταθήκανε. Περάσανε
αργά πάνω στο χιόνι. Τα γένια τους
ανάμεσα στα σύννεφα και τις κοτρώνες
καθώς τους χώνευε το βουνό.
Μονάχα ο τελευταίος δε φεύγει απ’ το μυαλό μου.
Κράτα το άλογο, μου είπε
και βάζοντας το σκούφο του στην αμασχάλη
έσκυψε στο νερό να πιει
και τό ’να μάτι του με κοίταζε στο πλάι.
Κοίταζε τα κουρέλια μου
τα πόδια μου μες τις λινάτσες
τις ξόβεργες στα ξυλιασμένα χέρια μου
και πώς του χαμογέλαγα
κρατώντας τ’ άλογο με περηφάνεια
Το ίδιο εκείνο μάτι με κοίταζε τον άλλο χρόνο
αχνό βασιλεμένο
όταν άδειασαν ματωμένο το σακί
και κύλησαν στη μέση της πλατείας
κομμένα τα κεφάλια τους.
Ήταν ο χρόνος που κατέβηκα στην πόλη
και πούλαγα τσιγάρα σε δρόμους και πλατείες.
Γι’ αυτόν τον ποιητή θα σας μιλήσω σήμερα λοιπόν. Ο Γιώργης Παυλόπουλος γεννήθηκε στον Πύργο το 1924 και πέθανε εκεί το 2008. Έζησε και εργάστηκε στον Πύργο σαν λογιστής και σαν υπάλληλος στο ΚΤΕΛ Πύργου. Φίλος του Τάκη Σινόπουλου και του Γιώργου Σεφέρη, που φιλοξένησε πολλές φορές στον Πύργο.
Σας διαβάζω λοιπόν, από το σημείωμά μου αυτό λίγα λόγια για τον ποιητή που επέλεξα για να μιλήσω:
Ο Γιώργης Παυλόπουλος συντοπίτης μου και συγκάτοικος στο βαθύ πηγάδι της γλώσσας με τις άνυδρες σκληρές λέξεις ήταν συνεπής εργάτης στα ορυχεία και τα κάτεργα της μνήμης. Από εκεί έβγαζε τα ακριβά του μέταλλα με πολύ κόπο και αίμα βρίσκοντας επιτέλους εκείνη την ωραία σκουργιά που τρώει το χρυσάφι. Ύστερα έβγαινε στην αυλή με τα κουτσά άλογα και τους χάλκινους ηνίοχους καλώντας στην μεγάλη του αναφορά όλα τα πουλιά, σημειώνοντας πάντα τη μεγάλη απουσία εκείνου του μικρού βασιλιά του «Κοκκινολαίμη». Ήξερε άλλωστε πολύ καλά ότι και το χρώμα της μνήμης είναι βαθύ κόκκινο, σαν το χρώμα της θάλασσας το σούρουπο στο Κατάκωλο. Ήξερε επίσης καλά, ότι και τα δάνεια των ονείρων, γιατί είχε κι’ αυτός κάτι τέτοια νιτερέσια, είναι ακριβά και ανεξόφλητα, άλλωστε λίγο να παρατηρήσει κανείς καλύτερα τα ποιήματα του Γιώργη του Παυλόπουλου δεν είναι τίποτα άλλο από ανεξόφλητα γραμμάτια ονείρων, ερώτων ακραίων και ανεκτέλεστες παραγγελίες αγαλμάτων με τα μοντέλα ζωγραφισμένα με το μελανό μολύβι των μαστόρων πάνω στο σκληρό χαρτί από τα σακιά του τσιμέντου.
Ο Γιώργης ο Παυλόπουλος έγραφε σπανίως λες και τα ποιήματά του είχανε τη διαδικασία των πλινθών στα εργαστήρια του πηλού και της τέφρας. Έγραφε το ίδιο, όπως κολατσίζουν οι εργάτες στα γιαπιά και τα ορυχεία ανοίγοντας μπροστά στα αχαμνά τους τη φτωχή πετσέτα τους με τις δαχτυλιές πάνω της από τα λερά χέρια των ερωτευμένων. Ένα κρεμμύδι, δυό ελιές, ένα κομμάτι ψωμί και λίγο κρασί, τα ακριβά πράγματα της μέρας.
Έτσι κι αυτός, χόρτασε τη νηστική του γλώσσα με λέξεις πέτρες ψημένες στα ασβεστοκάμινα της λύπης, πέτρες σκληρές στις μεγάλες νηστείες των αγαλμάτων. Έτσι χωρίς ντόρο και έπαρση έμεινε εκεί στη μικρή του επαρχία μόνιμος κάτοικος του παντός. Δάγκωσε τις λέξεις του βαθειά σαν χείλη γύφτισσας κι έφτυσε το φρέσκο αίμα πάνω στο λευκό χαρτί, σαν σε σεντόνι παρθένας, από τον υγρό έρωτα των αγαλμάτων στην Αρχαία Ολυμπία και στο οροπέδιο της Φολόης. Τις ήξερε καλά αυτές τις ωραίες εξορίες των σωμάτων και τις μελαχρινές λιτανείες των ψυχών με τα γεωτρύπανα να τρυπούν βαθειά το μάρμαρο της ύπαρξης για μια στάλα νερό στα χείλη του σκοτωμένου. Ύστερα ακίνητος στην αποβάθρα για τις αναχωρήσεις των πούλμαν με τα κόκκινα φτερά και τα μπλε μάτια στο Πάνω πρακτορείο στα Χαλκιάτικα και στο Κάτω πρακτορείο του Πύργου με τα ασυνόδευτα δέματα των μελλοθανάτων. Στα ευαγή ιδρύματα των ΚΤΕΛ οι γριές πουτάνες πλένουν τις ψυχές τους μεσάνυχτα στου Ζώρα την ταβέρνα στις γραμμές του τρένου και στου Επαρχείου την αποξηραμένη λίμνη.
Έτσι κι εγώ μπήκα μια μέρα σ’ ένα τέτοιο πούλμαν έχοντας μονάχα μια λέξη, μια πέτρα στην τσέπη μου για τους λιθοβολισμούς του μέλλοντος. Έμεινα στον Γιώργη τον Παυλόπουλο έχοντας μέσα μου τ’ ασμίλευτο εκείνο άγαλμα της ωραίας θεάς με τ’ ακατέργαστα μάτια.
Αυτό που μου έμεινε τελικά από τα ποιήματα του Γιώργη του Παυλόπουλου είναι μια χούφτα χρυσά στάχυα που πάνω τους φτιάχνει τη φωλιά του ο μικρός εκείνος βασιλιάς «Κοκκινολαίμης» και γύρω του κρατάει απάγκιο, σαν σε γύρο του θανάτου, ένας πανέμορφος αστρίτης.
Τελικά τα όνειρα κατοικούνται μόνα με όνειρα.
Σας διαβάζω τώρα τα ποιήματά του «Οι μαστόροι» και «Της Γύφτισσας».
Οι μαστόροι
Ξυπνήσαμε ακούγοντας χτύπους απόμακρους βαθιά στο θόλο
σαν κάτι να μαστόρευαν πολύ ψηλά στον Ουρανό.
Κάποιος έδειξε κατά τον ήλιο. Βλέπω είπε χρυσές σκαλωσιές
τους βλέπω είπε ν’ αλφαδιάζουν και να καρφώνουν εκεί πάνω.
Εμείς ψάχναμε ολοένα μες στο φως μά τίποτε δεν φαινόταν
τους χτύπους ακούγαμε μονάχα.
Ύστερα ένας Άγγελος ήρθε στο πηγάδι μας,
άρχισε να βγάζει νερό.
Τα φτερά του γεμάτα γαλάζια λάσπη.
Χανότανε στα ύψη και πάλι ξαναγύριζε αμίλητος και σοβαρός
κι όλη μέρα ανέβαζε νερό να ξεδιψάν εκεί πάνω.
Δουλεύουν και διψάνε είπαμε όπως κι εμείς εδώ κάτω.
Σαν βράδιασε ρίξανε το σκοινί. Κανένας δεν κατέβηκε.
Από την άκρη του έσταζε στο χώμα λίγο αίμα.
Και ποτέ δεν μάθαμε μήτε ρωτήσαμε ποτέ
τί απογίναν οι μαστόροι.
Της γύφτισσας
Είπα σε μια Γύφτισσα
θέλω να γίνω γύφτος
να σε πάρω
Μπορείς μου λέει να φας για βράδυ
χόρτα πικρά χωρίς αλάτι
κι έπειτα να πλαγιάσεις;
Μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει να πλαγιάσεις
χωρίς να κλαις από το κρύο
πάνω στην παγωμένη λάσπη;
Μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει πάνω στη λάσπη
να μου ανάψεις το κορμί
και να το κάνεις στάχτη;
Αυτό κι’ αν το μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει τη στάχτη μου
να τη ρίχνεις στο κρασί σου
για να μεθάς πολύ, να με ξεχνάς;
Όχι αυτό, δεν το μπορώ της λέω
Γύφτος δε γίνεσαι μου λέει.
Στην Ελλάδα τα ΜΜΕ που στηρίζουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, χρημαδοτούνται από το ... κράτος. Tο tvxs.gr στηρίζεται στους αναγνώστες του και αποτελεί μια από τις ελάχιστες ανεξάρτητες φωνές στη χώρα. Mε μια συνδρομή, από 2.9 €/μήνα,ενισχύετε την αυτονομία του tvxs.gr και των δημοσιογραφικών του ερευνών. Συγχρόνως αποκτάτε πρόσβαση στα ντοκιμαντέρ και το περιεχόμενο του 24ores.gr.
Δες τα πακέτα συνδρομών >