Τα τελευταία χρόνια ακούμε την εκάστοτε αντιπολίτευση να κατηγορεί την κυβέρνηση ότι δεν διαπραγματεύεται επαρκώς με την τρόικα και ότι τελικώς η συμφωνία δεν είναι η καλύτερη δυνατή. Στη συνέχεια η αντιπολίτευση γίνεται κυβέρνηση και παρά τα όσα πρέσβευε προηγουμένως, φαίνεται να ακολουθεί την ίδια πολιτική με τους προκατόχους της, δεχόμενη και αυτή με τη σειρά της τα πυρά της νέας αντιπολίτευσης. Αυτό συνέβη και αυτή τη φορά καταλήγοντας μάλιστα στο οδυνηρότερο εκ των μνημονίων. Επιπλέον, παρά τις επικρίσεις η μείζονα αντιπολίτευση υπερψηφίζει τη συμφωνία. Για πιο λόγο όμως οι κυβερνήσεις και ιδιαίτερα η τελευταία αποτυγχάνουν οικτρά στις διαπραγματεύσεις;

Ads

Διαπραγμάτευση θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια διαδικασία μέσω της οποίας τα εμπλεκόμενα μέρη προσπαθούν να φτάσουν σε μια συμφωνία μέσω της οποίας να εξασφαλίζονται όσο το δυνατόν περισσότερα από τα συμφέροντά τους. Η διαπραγμάτευση έχει μία στρατηγική δομή μέσα στην οποία το τι κάνει η μία πλευρά εξαρτάται από το τι εκτιμά ότι θα κάνει η άλλη. Πρόκειται δηλαδή για ένα παίγνιο.
Ας δούμε την τελευταία διαπραγμάτευση ως ένα τέτοιο παίγνιο. Ας υποθέσουμε ότι οι κύριοι συμβαλλόμενοι σε αυτό είναι η χώρα μας από τη μία και η Γερμανία από την άλλη, ως η ηγεμονεύουσα δύναμη στην Ευρωζώνη. Ο καθένας τους επιδιώκει τη μεγιστοποίηση της δικής του ωφέλειας. Επίσης, ας υποθέσουμε πως η κάθε πλευρά έχει δύο επιθυμίες. Είτε επιθυμεί την Ελλάδα στο Ευρώ (ΝΑΙ) είτε δεν την επιθυμεί (ΟΧΙ). Τέλος, ας υποθέσουμε ότι τα προσδοκώμενα οφέλη για κάθε πλευρά από κάθε πιθανό συνδυασμό ΝΑΙ και ΟΧΙ εκτείνονται μόνο στην αμέσως επόμενη περίοδο και δεν περιλαμβάνουν πιθανές ζημιές ή οφέλη στη μακροχρόνια περίοδο.

Στο παραπάνω παίγνιο προκύπτουν τέσσερις δυνατές καταστάσεις τις οποίες η κάθε πλευρά έχει να αντιμετωπίσει. Είτε και οι δύο πλευρές επιθυμούν η Ελλάδα να παραμείνει στο Ευρώ (ΝΑΙ, ΝΑΙ), είτε η Γερμανία δεν επιθυμεί, ενώ η Ελλάδα επιθυμεί (ΟΧΙ, ΝΑΙ), είτε η Γερμανία επιθυμεί, ενώ η Ελλάδα δεν επιθυμεί (ΝΑΙ, ΟΧΙ), είτε και οι δύο θέλουν την Ελλάδα εκτός (ΟΧΙ, ΟΧΙ). Σχηματικά έχουμε την ακόλουθη διάταξη:

  ΕΛΛΑΔΑ
ΝΑΙ ΟΧΙ
ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΝΑΙ Α (ΝΑΙ, ΝΑΙ) Γ(ΝΑΙ, ΟΧΙ)
ΟΧΙ Β (ΟΧΙ, ΝΑΙ) Δ(ΟΧΙ, ΟΧΙ)
 

Ας προσπαθήσουμε να κατατάξουμε τους παραπάνω τέσσερις συνδυασμούς ανάλογα με την ελκυστικότητά τους για την κάθε πλευρά. Θα υποθέσουμε ότι ο πιο επιθυμητός συνδυασμός βαθμολογείται από την κάθε πλευρά με 3, ενώ ο λιγότερο επιθυμητός με 0. Ο συνδυασμός Α (ΝΑΙ, ΝΑΙ) αποδίδει 2 μονάδες στην κάθε πλευρά (2, 2). Αυτό συμβαίνει διότι, με τα όσα γνωρίζουμε μέχρι τώρα από όσα απελευθερώνονται στη δημοσιότητα, και οι δύο πλευρές φαίνεται να θεωρούν ότι είναι προς το συμφέρον τους να παραμείνει η Ελλάδα στο Ευρώ και να επιθυμούν να βρουν μία κοινά αποδεκτή και βιώσιμη  λύση.

Ads

Όμως, η κάθε πλευρά γνωρίζει πως αν στην διαπραγμάτευση τοποθετηθεί σε μία πιο αυστηρή και σκληρή θέση, τότε η άλλη πλευρά επιθυμώντας να παραμείνει η Ελλάδα στο Ευρώ, θα δεχτεί να κάνει κάποιες επιπλέον παραχωρήσεις. Έτσι, αν η Ελλάδα ταχτεί στο ΟΧΙ, τότε η Γερμανία προσπαθώντας να κρατήσει την Ελλάδα στην ευρωζώνη θα δεχτεί να κάνει κάποια επιπλέον παραχώρηση. Έτσι ο συνδυασμός Γ (ΝΑΙ για την Γερμανία, ΟΧΙ για την Ελλάδα) είναι λιγότερο επιθυμητός για τη Γερμανία και περισσότερο επιθυμητός για την Ελλάδα. Η ελκυστικότητα του συνδυασμού Γ αντικατοπτρίζεται από τις αποδόσεις (1 για τη Γερμανία, 3 για την Ελλάδα). Αντιστοίχως, αν η Γερμανία στη διαπραγμάτευση τάσσεται υπέρ της εξόδου της χώρας μας από το Ευρώ, ενώ η Ελλάδα επιθυμεί την παραμονή της Β(ΟΧΙ, ΝΑΙ), τότε η πρώτη γνωρίζει ότι μπορεί να διεκδικήσει περισσότερα από τη δεύτερη. Έτσι, οι αποδόσεις για το συνδυασμό Β διαμορφώνονται σε (3, 1). Τέλος, δεχόμαστε ότι το χειρότερο σενάριο και για τους δύο είναι η έξοδος της χώρας μας, οπότε ο συνδυασμός Δ (ΟΧΙ, ΟΧΙ) είναι ο λιγότερο επιθυμητός με αποδόσεις (0, 0).

Επομένως, ο παραπάνω πίνακας μπορεί να αντικατασταθεί πλέον από τον:

  ΕΛΛΑΔΑ
ΝΑΙ ΟΧΙ
ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΝΑΙ  Α(2, 2) Γ(1, 3)
ΟΧΙ  Β(3, 1) Δ(0, 0)
 

Ας υποθέσουμε ότι η Ελλάδα υποθέτει ότι η Γερμανία επιθυμεί την παραμονή της στο Ευρώ, τότε μεταξύ των Α και Γ επιθυμεί περισσότερο το Γ διότι το 3>2 και άρα, θα προσποιηθεί ότι αυτή δεν επιθυμεί την παραμονή της, ώστε η Γερμανία να δώσει κάτι περισσότερο. Από την άλλη, αν η Ελλάδα υποθέτει ότι η Γερμανία τοποθετείται στο ΟΧΙ, αναμφισβήτητα τη συμφέρει να παραδεχτεί ότι επιθυμεί την παραμονή της ώστε από κοινού να καταλήξουν στο Β. Ομοίως, αν η Γερμανία εκτιμά ότι η Ελλάδα επιθυμεί την παραμονή της, τότε μεταξύ των Α και Β θα επιλέξει το Β, ενώ αν εκτιμά ότι η Ελλάδα δεν θέλει να παραμείνει στο Ευρώ, τότε είναι διατεθειμένη να δεχτεί το συνδυασμό Γ.

Άρα, θα επιλεγεί είτε το Β, είτε το Γ. Το Α δεν θα προκύψει ως αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης. Υποθέστε ότι η Γερμανία επιθυμεί διακαώς την παραμονή της Ελλάδας, το δείχνει και διατείνεται ότι θα κάνει τα πάντα για αυτό. Τότε γιατί η Ελλάδα θα πρέπει να εκφράσει ότι και αυτή επιθυμεί την παραμονή της; Διατεινόμενη το αντίθετο έχει να κερδίσει περισσότερα. Αυτό μπορεί να εξηγήσει το γιατί η Γερμανία πολλάκις έκανε λόγο για έλλειψη εμπιστοσύνης προς τη χώρα μας. Το ίδιο όμως ισχύει και από την αντίστροφη πλευρά. Έτσι, αν η Ελλάδα προσέλθει με τις καλύτερες των προθέσεων, η Γερμανία θα έχει κίνητρο να σκληρύνει τη στάση της, όπως και τελικά συνέβαινε στις διαπραγματεύσεις κατά τα προηγούμενα μνημόνια.

Γιατί, όμως καταλήξαμε στο ίδιο επαχθές αποτέλεσμα και την τρίτη φορά; Η Ελλάδα διατεινόταν ότι θα διαπραγματευτεί σκληρά, ότι θα τραβήξει το σχοινί στα άκρα, ότι θα διαπραγματευτεί με λογική και επιχειρήματα, ώστε να αντιπαρατεθεί στα άδικα συμφέροντα και να πετύχει μια καλύτερη συμφωνία. Στο παραπάνω παίγνιο υποθέσαμε ότι η Ελλάδα έχει δύο επιλογές, είτε να παραμείνει, είτε να φύγει από το Ευρώ. Η δεύτερη όμως επιλογή ήταν μια ανέφικτη επιλογή, μία μη πιστευτή για την άλλη πλευρά απειλή. Αυτό φαίνεται από τις δημοσκοπήσεις. Σε αυτές συνεχώς αποτυπώνεται ότι η μεγάλη πλειοψηφία του λαού επιθυμούσε την παραμονή.

Πώς μία κυβέρνηση μπορεί να πράξει το αντίθετο; Αυτό ακόμη φαίνεται από τον προεκλογικό αγώνα. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. προσπαθούσε να πείσει, όσο και αν υπήρχαν και άλλες φωνές εντός του, ότι θα παραμείνουμε στο Ευρώ με κάθε τρόπο, ώστε να προσεγγίσει τους ψηφοφόρους που θα του έδιναν αυτοδυναμία. Αυτό επίσης φαίνεται από τις ενέργειες της κυβέρνησης μετά την εκλογή της. Μία συμφωνία, αυτή της 20ης Φεβρουαρίου, που τη δεσμεύει και την περιορίζει, χωρίς ουσιαστικά ανταποδοτικά ανταλλάγματα. Σπασμωδικές, ασύνδετες και ανεπαρκείς ενέργειες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, χωρίς σχέδιο και συνέπεια. Ενέργειες που εκτός από αλγεινές εντυπώσεις στην άλλη πλευρά, αποδεικνύουν ότι δεν προετοιμάζεται για τη σύγκρουση, ότι δεν παίρνει μέτρα για να προστατεύσει τους αδύναμους και αυτούς που θα πληγούν περισσότερο από μία έξοδο, ότι δεν μεριμνά για το τούνελ στο οποίο θα μπει η οικονομία μετά τη ρήξη. Τέλος, αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι η κυβέρνηση συνεχώς καθησύχαζε το λαό ότι θα βρεθεί λύση, είμαστε κοντά στην υπογραφή, ενώ δεν τον προετοίμαζε να είναι έτοιμος να ανταπεξέλθει στα δεινά τα οποία θα αντιμετωπίσει μετά από μία έξοδο. Όλα αυτά η Γερμανία τα γνώριζε και τα αξιολογούσε. Πώς λοιπόν να πειστεί η άλλη πλευρά ότι η Ελλάδα έχει και άλλη επιλογή εκτός του ΝΑΙ. Οι συνδυασμοί Γ και Δ κατ’ ουσία δεν υφίστανται στη διαπραγμάτευση. Υπάρχουν μόνο οι Α και Β. Εσείς, τι θα επιλέγατε μεταξύ Α και Β εάν ήσασταν η άλλη πλευρά; Προφανώς αυτό στο οποίο καταλήξαμε.

Στο έργο του Η Τέχνη του Πολέμου ο αρχαίος κινέζος στρατηγός Sun Tzu αναφέρει:

«Για αυτό λέω: Όταν γνωρίζεις τον εχθρό και τον εαυτό σου, μπορείς να δώσεις εκατό μάχες με ασφάλεια.
Όταν δεν γνωρίζεις τον εχθρό, αλλά γνωρίζεις τον εαυτό σου, έχεις ίσες πιθανότητες να νικήσεις και να ηττηθείς.
Εάν δεν γνωρίζεις ούτε τον εχθρό ούτε τον εαυτό σου, να είσαι βέβαιος ότι σε κάθε μάχη θα βρίσκεσαι εκτεθειμένος στον κίνδυνο»(1).

Και ενώ οι ευρωπαίοι εταίροι φαίνεται να γνωρίζουν και τον εαυτό τους και εμάς, έχω την εντύπωση με βάση τα μέχρι τώρα γεγονότα, ότι όλες οι δικές μας κυβερνήσεις και ειδικά η τελευταία δεν γνωρίζουν ούτε τον αντίπαλο, ούτε το λαό. Κυβέρνησαν και κυβερνούν διατηρώντας τους πολίτες σε μία άγνοια και πλάνη για το τι πραγματικά συμβαίνει. Και ενώ για προηγούμενες κυβερνήσεις θα μπορούσα να αντιληφθώ το γιατί αυτό συμβαίνει, αφού εφαρμόζοντας τις πολιτικές τους φτάσαμε ως εδώ, δεν μπορώ να το εξηγήσω τώρα. Επειδή δε, από ότι όλοι προβλέπουν, σύντομα θα ξαναβρεθούμε σε κατάσταση να διαπραγματευόμαστε εκ νέου την επιβίωσή μας, προτείνω τόσο ο λαός όσο και η κυβέρνηση να βγουν από την πλάνη τους και να προετοιμαστούν υπεύθυνα και με στρατηγικό βάθος για τα χειρότερα, ώστε να διεκδικήσουν κάτι καλύτερο, τουλάχιστον δικαιότερο για τους Έλληνες και τους ευρωπαϊκούς λαούς.

(1) Sun Tzu, Η τέχνη του πολέμου, εκδόσεις ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ, Αθήνα (2003), σελ. 34.