Η στάση των Λατινοαμερικανών απέναντι στα δικτατορικά καθεστώτα της δεκαετίας του 1970 δεν ήταν ενιαία. Ορισμένες κοινωνικές ομάδες υποστήριξαν ενεργά το πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμά τους, αλλά και τις απάνθρωπες στρατηγικές καταστολής που εφάρμοσαν. Εκτός από τους επιχειρηματικούς κύκλους, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις συνεργάστηκαν στενά με τους στρατιωτικούς για την αποκατάσταση της τάξης στους εργασιακούς χώρους, η ανώτερη ιεραρχία της Καθολικής Εκκλησίας είδε τις δικτατορίες ως ευκαιρία για τη διείσδυσή της στον κρατικό μηχανισμό και την ενίσχυση του πολιτικού και ιδεολογικού ρόλου της στα εθνικά πράγματα.

Ads

Επίσης, συντηρητικοί κύκλοι πολιτικών, διανοουμένων και δημοσιογράφων επωφελήθηκαν από το γεγονός ότι οι δικτατορίες τούς επέτρεψαν να έχουν το μονοπώλιο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Εξάλλου, σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής η πολιτική και οικονομική κρίση που εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η απονομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας και η καθημερινή παρουσία της βίας έκαναν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού να δεχτούν με συγκρατημένη ανακούφιση τη νέα πραγματικότητα.

Αυτή η παθητική αποδοχή αποκτούσε ενεργητικό χαρακτήρα όσες φορές οι δικτατορίες έπαιζαν το χαρτί του εθνικισμού. Στην Αργεντινή, για παράδειγμα, η εθνική συσπείρωση που προκάλεσε η διοργάνωση του Παγκόσμιου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου το 1978 ήταν ένας τρόπος νομιμοποίησης του καθεστώτος Βιδέλα, ενώ αργότερα, το 1982, η στρατιωτική κατάληψη και ο πόλεμος των Νήσων Μαλβίνων (Ο πόλεμος που στην Ευρώπη έγινε γνωστός ως πόλεμος των Φόκλαντς.) κατέδειξαν ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας ήταν έτοιμο να υποστηρίξει τον πολεμοχαρή εθνικισμό της δικτατορίας. Πάντως, οι περισσότεροι Λατινοαμερικανοί σιώπησαν παραλυμένοι από τον φόβο και επέλεξαν να μην βλέπουν και να μην ακούν, βυθισμένοι σε μια καθημερινότητα που καθιστούσε ύποπτη κάθε μορφή συλλογικότητας. Από την άλλη, πολλοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις χώρες τους: ορισμένοι απελάθηκαν, κάποιοι διέφυγαν στο εξωτερικό επειδή η ζωή τους βρισκόταν σε κίνδυνο, και άλλοι επέλεξαν την αυτοεξορία για να ξεφύγουν από το ασφυκτικό κλίμα τρομοκρατίας που κυριαρχούσε στις χώρες τους. Για παράδειγμα, το διάστημα 1973-1990 πάνω από μισό εκατομμύριο Χιλιανοί πήραν το δρόμο της εξορίας: από τις πρώτες μέρες του πραξικοπήματος του Πινοτσέτ, χιλιάδες πολίτες αναζήτησαν τρόπους διαφυγής αξιοποιώντας προσωπικές επαφές, ζητώντας άσυλο σε ξένες πρεσβείες ή πετυχαίνοντας τη μετατροπή της φυλάκισής τους σε εξορία.

Στη Γαλλία, την Ισπανία, τη Σουηδία, το Μεξικό, τη Βενεζουέλα, την Κούβα, τις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού, η εμπειρία της εξορίας έφερε κοντά μέλη ένοπλων οργανώσεων και καλλιτέχνες, διανοούμενους και συνδικαλιστές, Χιλιανούς και Ουρουγουανούς, Αργεντινούς και Βραζιλιάνους, οι οποίοι σταδιακά διαμόρφωσαν μια νέα ταυτότητα, αυτή του Λατινοαμερικανού εξόριστου. Από κοινού ανέλαβαν τη διεθνή καταγγελία της κρατικής τρομοκρατίας που απλώθηκε σε όλη τη Λατινική Αμερική. Διαβήματα σε διεθνείς οργανισμούς και δυναμικές μορφές πολιτικού ακτιβισμού συνοδεύτηκαν από την ανάπτυξη μιας πλούσιας πολιτιστικής δράσης, η οποία έφερε τη σφραγίδα μιας νέας λατινοαμερικανικής ταυτότητας, όπως διαμορφώθηκε μέσα από το πρίσμα της εξορίας. Στο πλαίσιο αυτού του πολιτιστικού φαινομένου γεννήθηκαν μεγάλα λογοτεχνικά έργα, κινηματογραφικές ταινίες, πρωτοποριακές θεατρικές παραστάσεις, εκθέσεις ζωγραφικής και φωτογραφίας που, μέσα από την έκφραση του θυμού, του πόνου και της νοσταλγίας, κατάφεραν να αναπαραστήσουν ακόμα και τις πιο κρυφές πτυχές του τρόμου. Στις χώρες της εξορίας δεν έλειψαν και οι πρώην αντάρτες που αρνούνταν να παραδεχτούν την ήττα τους και να εγκαταλείψουν τα επαναστατικά σχέδιά τους: εξόριστοι Αργεντινοί Μοντονέρος και μέλη του χιλιανού MIR προσπάθησαν να αναπτύξουν στρατηγικές ανασύνταξης των στρατιωτικών δυνάμεών τους και επεξεργάστηκαν –χωρίς επιτυχία– σχέδια για επιστροφή στην πατρίδα και στην ένοπλη δράση.

Ads

Αλλά οι πιο εντυπωσιακές μορφές αντίστασης γεννήθηκαν μέσα στις ίδιες τις λατινοαμερικανικές χώρες, που βούλιαζαν στη φρίκη του τρόμου. Η πιο συντονισμένη και αποτελεσματική αντίσταση σε όλη τη Λατινική Αμερική προήλθε από τις οργανώσεις που έθεσαν το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το οποίο άλλαξε τον τρόπο αντίληψης της κρατικής βίας. Το κίνημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Λατινική Αμερική ευνοήθηκε από την έντονη παρουσία της συγκεκριμένης ατζέντας στο διεθνές σύστημα: τη δεκαετία του 1970 είχαν πολλαπλασιαστεί οι μη κυβερνητικές οργανώσεις που ανέλαβαν την καταγγελία πολλών μορφών κρατικής βίας και την προώθηση της επιβολής διεθνών κυρώσεων σε κυβερνήσεις που την εφάρμοζαν. Η ανάπτυξη της δράσης των οργανώσεων που κινούνταν γύρω από τα ανθρώπινα δικαιώματα είχε σημαντικά πλεονεκτήματα σε σχέση με άλλες μορφές αντίστασης: όντας ειρηνικές, οι οργανώσεις αυτές κατάφερναν να κερδίζουν ευκολότερα τη στήριξη της κοινωνίας, να γίνονται συνομιλητές ισχυρών φορέων, όπως η Εκκλησία, και να δημιουργούν σοβαρά πλήγματα στη δημόσια εικόνα των δικτατορικών καθεστώτων, αφού κάθε μορφή καταστολής των οργανώσεων αυτών προκαλούσε την κατακραυγή της διεθνούς κοινότητας.

 Το κίνημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων απλώθηκε σταδιακά σε όλη τη Λατινική Αμερική: η Υπηρεσία για την Ειρήνη και τη Δικαιοσύνη (SERPAJ), που είχε αρχίσει τη δράση της σε αρκετές χώρες ήδη από τη δεκαετία του 1950 συνεργαζόμενη με την Καθολική Εκκλησία, στα μέσα της δεκαετίας του 1970 προχώρησε σε μια δυναμική διεθνή εκστρατεία καταγγελίας των λατινοαμερικανικών δικτατοριών. Η αναγνώριση του έργου της από τη διεθνή κοινότητα κορυφώθηκε με την απονομή το 1980 του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης στον Αργεντινό Αδόλφο Πέρες Εσκιβέλ, ηγετική μορφή της οργάνωσης. Υπήρξαν κι άλλες οργανώσεις που δρούσαν σε συνεργασία με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Επιπλέον, σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής συγκροτήθηκαν οι Διαρκείς Συνελεύσεις για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (Asambleas Permanentes por los Derechos Humanos), οι οποίες, μεταξύ άλλων, συγκέντρωναν καταγγελίες από τις οργανώσεις των συγγενών των θυμάτων της κρατικής τρομοκρατίας. Πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτές είχαν οι γυναίκες, οι οποίες διαμόρφωσαν νέες μορφές αντίστασης.

Στην Αργεντινή, για παράδειγμα, οι Μητέρες της πλατείας Μαΐου (Madres de la Plaza de Mayo) έγιναν η καρδιά του κινήματος για τα ανθρώπινα δικαιώματα και η προσωποποίηση της αντίστασης στη δικτατορία των ετών 1976-1983. Το όνομα της οργάνωσης παρέπεμπε στα δύο βασικά της στοιχεία: τη μητρότητα, ως πρωτογενή ιδιότητα των αγωνιζόμενων στους κόλπους της γυναικών, και την πλατεία Μαΐου στο Μπουένος Άιρες, που συνυφάνθηκε άρρηκτα με το δημόσιο πρόσωπο της οργάνωσης. Η πρώτη συνάντηση των Μητέρων στην πλατεία, στις 30 Απριλίου 1977, έγινε μετά από ατέλειωτες ώρες αναμονής στην είσοδο του Υπουργείου Εσωτερικών και στις γειτονικές εκκλησίες, όπου μάταια περίμεναν να ακούσουν από επίσημα χείλη κάποια πληροφορία για την τύχη των εξαφανισμένων παιδιών τους. Οι «τρελές», οι «μητέρες των τρομοκρατών» ή οι «μητέρες-τρομοκράτισσες», όπως τις αποκαλούσε το δικτατορικό καθεστώς και τμήματα της κοινωνίας που το στήριζαν, κατάφεραν να ξεπεράσουν τις απειλές και τα πλήγματα που δέχονταν από την κρατική τρομοκρατία –όπως την εξαφάνιση της πρώτης προέδρου της οργάνωσης, Ασουσένα Βιγιαφλόρ, τον Δεκέμβριο του 1977– και άρχισαν να αναζητούν τρόπους να προσελκύσουν την προσοχή.

Με τη δράση τους αυτές οι γυναίκες συνέδεσαν την ιδιωτική με τη δημόσια σφαίρα, απογύμνωσαν τη μητρότητα από τα παθητικά της στοιχεία και της έδωσαν δυναμικό πολιτικό περιεχόμενο. Το βασικό τους όπλο έγινε η κοινωνικοποίηση της μητρότητας: καθώς αντάλλασσαν στις διαμαρτυρίες τους φωτογραφίες των παιδιών τους, οι Μητέρες της πλατείας Μαΐου γίνονταν οι μανάδες όλων των αγνοουμένων και όλων των θυμάτων της δικτατορίας. Μέσα από τη δράση τους άλλαξαν και οι ίδιες, «ξαναγεννήθηκαν» μέσα από τα παιδιά τους. Οι περισσότερες Μητέρες δεν είχαν προηγούμενη πολιτική εμπειρία και μέχρι να υποστούν οι ίδιες την κρατική βία, η συμμετοχή τους στη δημόσια ζωή ήταν περιορισμένη. Πολιτικοποιήθηκαν μέσα από τα επαναστατικά ιδανικά των παιδιών τους και σταδιακά ανέπτυξαν μια έμφυλη πολιτική συνείδηση και ένα σχέδιο γενικότερου εκδημοκρατισμού της πολιτικής και της κοινωνίας, το οποίο θα συνέχιζαν να υποστηρίζουν και μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Αργεντινή.

Οι παρεμβάσεις των Μητέρων στον δημόσιο χώρο έγιναν σταδιακά πιο δυναμικές. Ανελλιπώς, από τους πρώτους μήνες της δικτατορίας, έκαναν κάθε Πέμπτη το γύρο της πλατείας φορώντας τα συμβολικά άσπρα μαντήλια τους, σπάζοντας τον τοίχο της σιωπής, υπενθυμίζοντας στην κοινωνία την παρουσία τους – μια τολμηρή απάντηση στη δημόσια σκηνοθεσία του τρόμου από το δικτατορικό καθεστώς. Σταδιακά συστηματοποίησαν τις κινητοποιήσεις τους με στόχο να τραβήξουν την προσοχή της διεθνούς κοινότητας. Το 1978 πραγματοποίησαν τα πρώτα τους ταξίδια στο εξωτερικό, συνάντησαν τον πάπα και επανέλαβαν τις καταγγελίες τους από το βήμα του ΟΗΕ, της Διεθνούς Αμνηστίας και άλλων διεθνών φορέων. Αργότερα, οι διαδοχικές Πορείες Αντίστασης (Marchas de la Resistencia) που οργάνωσαν οι Μητέρες από τον Δεκέμβριο του 1981, με τη συνδρομή των άλλων οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, έστελναν κάθε τόσο το μήνυμα της ανάκτησης της δημόσιας σφαίρας από την κοινωνία. Τα αιτήματα των Μητέρων διαμορφώθηκαν σταδιακά σε συνάρτηση με το πολιτικό κλίμα. Το πρώτο σύνθημά τους, «Είτε νεκροί είτε ζωντανοί», υπαγορεύτηκε από το επείγον αίτημα να αποκαλυφθεί η αλήθεια, όσο οδυνηρή κι αν ήταν. Από το 1980, κι ενώ ενισχυόταν η πιθανότητα οι αγνοούμενοι να είναι νεκροί, βασικό σύνθημα των Μητέρων έγινε το «Να εμφανιστούν ζωντανοί». Ήταν ένα βαθιά πολιτικό σύνθημα που με κανέναν τρόπο δεν σήμαινε άρνηση της πραγματικότητας. Αντίθετα, συμπύκνωνε τη συνεχιζόμενη αντίσταση της οργάνωσης στη δικτατορία που επιχειρούσε να παρουσιάσει τον θάνατο των αγνοουμένων ως παράπλευρη απώλεια του αντιανατρεπτικού πολέμου, αλλά και την αντίθεσή της σε τμήματα της κοινωνίας που βιάζονταν να κλείσουν τις πληγές του παρελθόντος.

Ανάλογες γυναικείες οργανώσεις, οι οποίες πολιτικοποίησαν την ιδιότητα της μητέρας, της συζύγου ή της νοικοκυράς και αντιστάθηκαν στις δικτατορίες, συγκροτήθηκαν και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής και συνεργάστηκαν με το κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι Μητέρες των Δολοφονηθέντων και Αγνοουμένων Πολιτικών Κρατουμένων (Madres de Presos Políticos Desaparecidos y Asesinados) του Ελ Σαλβαδόρ, οι Χήρες (Coordinadora Nacional de Viudas de Guatemala) της Γουατεμάλας, η Επιτροπή των Νοικοκυρών (Comité de Amas de Casa) της Βολιβίας, μεταξύ άλλων, μετέτρεψαν το προσωπικό και οικογενειακό τους δράμα σε πολιτικό αγώνα για την καταγγελία της κρατικής βίας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Στη Γουατεμάλα, οι χήρες των θυμάτων της δικτατορίας, στην πλειονότητά τους ιθαγενείς, ήταν οργανωμένες σε μικρές τοπικές ομάδες μέχρι το 1988, όταν συγκροτήθηκε ένα συντονιστικό όργανο που ανέλαβε την υποστήριξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με έμφαση στα δικαιώματα της γυναίκας. Στο Ελ Σαλβαδόρ, οι Μητέρες των Δολοφονηθέντων και Αγνοουμένων Πολιτικών Κρατουμένων και των Αγνοουμένων άρχισαν να οργανώνονται κατά τα πρώτα στάδια του εμφύλιου πολέμου μεταξύ του στρατιωτικού καθεστώτος και των αντάρτικων οργανώσεων. Η οργάνωσή τους πήρε οριστική μορφή στα τέλη του 1977, με τη συνδρομή του Αρχιεπισκόπου Όσκαρ Ρομέρο, του μεγάλου υποστηρικτή των ανθρώπινων δικαιωμάτων που, όπως προαναφέρθηκε, δολοφονήθηκε το 1980. Αρχικά, τα μέλη της οργάνωσης ήταν λίγες δεκάδες –αγρότισσες, εργάτριες, δασκάλες, νοικοκυρές, φοιτήτριες και δικηγόροι– αλλά στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ξεπέρασαν τις πεντακόσιες γυναίκες.

Διαφορετικές ήταν οι προσωπικές διαδρομές των γυναικών που συμμετείχαν στην Επιτροπή Νοικοκυρών της Βολιβίας, η οποία κατάφερε να κλονίσει τα θεμέλια της δικτατορίας του Ούγο Μπάνσερ: στις 18 Δεκεμβρίου του 1977 τέσσερις γυναίκες μεταλλωρύχων ξεκίνησαν απεργία πείνας μαζί με τα παιδιά τους ζητώντας γενική αμνηστία για όλους τους εξόριστους και τους πολιτικούς κρατούμενους. Οι γυναίκες που πήραν την πρωτοβουλία να συγκρουστούν μετωπικά με τη δικτατορία είχαν μια μακρά ιστορία συλλογικής πολιτικής δράσης και είχαν επανειλημμένα χρησιμοποιήσει την απεργία πείνας ως όπλο στους αγώνες τους. Η Επιτροπή Νοικοκυρών είχε ιδρυθεί το 1961 στους εργατικούς οικισμούς των μεγαλύτερων μεταλλείων της χώρας και είχε στηρίξει δυναμικά το συνδικαλιστικό κίνημα των μεταλλωρύχων, διαμορφώνοντας εναλλακτικές και έμφυλες μορφές εργατικής διαμαρτυρίας. Σε όλη τη δεκαετία του 1960 οι Νοικοκυρές αντιστάθηκαν σθεναρά –συγκρουόμενες με τον κατασταλτικό μηχανισμό του κράτους– στη συντηρητική στροφή της Επανάστασης του 1952 και στη δραστική μείωση της άλλοτε μεγάλης συμμετοχής των εργατών στη διαχείριση των εθνικοποιημένων μεταλλείων (βλ. κεφάλαιο 6), που για εκείνες μεταφράζονταν σε μια καθημερινή πάλη με την ανεργία, σε μειωμένα ημερομίσθια για τους άντρες τους και πείνα για τα παιδιά τους.

Η απεργία πείνας των τεσσάρων γυναικών και των παιδιών τους το 1977 απέκτησε απρόβλεπτη δυναμική και μετατράπηκε σε μαζικό κίνημα αντίστασης στη δικτατορία, με την ενεργή υποστήριξη των οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα και της Εκκλησίας, η οποία επεδίωκε να ανακτήσει την αυτονομία της από το στρατιωτικό καθεστώς. Τρεις βδομάδες μετά την έναρξη της απεργίας πείνας, στην οποία πλέον συμμετείχαν 1.200 άτομα, και ενώ η οικονομία της χώρας είχε παραλύσει από την απεργία στα μεταλλεία, το καθεστώς του Μπάνσερ οδηγήθηκε σε άτακτη υποχώρηση: χορηγήθηκε γενική αμνηστία, οι απολυμένοι απεργοί επέστρεψαν στις θέσεις εργασίας τους και προκηρύχθηκαν εκλογές. Παρ’ ότι ο δρόμος για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη Βολιβία θα ήταν ακόμη μακρύς, η παντοδυναμία του στρατιωτικού καθεστώτος είχε υποστεί ένα μεγάλο πλήγμα.

Όλες αυτές οι οργανώσεις που ύψωσαν τη φωνή τους κάτω από συνθήκες γενικευμένου τρόμου, μαζί με άλλες μορφές αντίστασης που σταδιακά αναπτύχθηκαν στις γειτονιές, στους χώρους εργασίας και στα πανεπιστήμια, συνέβαλαν στη διάβρωση των θεμελίων των στρατιωτικών καθεστώτων της Λατινικής Αμερικής. Οι οργανώσεις αυτές ανέλαβαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη δύσκολη μετάβαση προς τη δημοκρατία και επέβαλαν το ζήτημα των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην πολιτική ατζέντα των νεαρών δημοκρατιών, οι οποίες τη δεκαετία του 1980 θα καλούνταν να αντιμετωπίσουν μια σειρά από επώδυνα διλήμματα που θα δοκίμαζαν ξανά την κοινωνική συνοχή τους. 

* Απόσπασμα από το βιβλίο της Μαρίας Δαμηλάκου, Ιστορία της Λατινικής Αμερικής, εκδόσεις Αιώρα

image

Του εκδότη

Το βιβλίο έρχεται να καλύψει ένα σοβαρό κενό στην ελληνική βιβλιογραφία δεδομένου ότι οι γνώσεις μας για την Ιστορία της Λατινικής Αμερικής προέρχονται – σε μεγάλο βαθμό – από δημοσιογραφικά άρθρα, από την εξαιρετικά πολυποίκιλη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο και τις άλλες Τέχνες που άνθισαν στις χώρες της.

Η συγγραφέας της παρούσας μελέτης έρχεται να συμβάλλει στην αναζήτηση της έγκυρης ιστορικής γνώσης για την Κεντρική και Νότια Αμερική, διατρέχοντας την περίοδο από το τέλος της αποικιοκρατίας – αρχές του 19ου αιώνα – μέχρι σήμερα.

Οι λατινοαμερικανικές χώρες έχουν εγγενείς διαφορές αλλά και βασικές ομοιότητες που σε μεγάλο βαθμό πηγάζουν από το κοινό αποικιακό παρελθόν τους. Τρεις αιώνες ισπανικής και πορτογαλικής κυριαρχίας άφησαν αποδεκατισμένους τους ιθαγενείς πληθυσμούς και μια κληρονομιά εξάρτησης, αναντίστοιχης με τον φυσικό πλούτο αυτής της χώρας. Στο βιβλίο παρουσιάζονται και αναλύονται ανά χώρα οι κομβικές φάσεις αυτής της ιστορικής και πολιτικής διαδρομής. 

* Κεντρική φωτό: Λεπτομέρεια από τοιχογραφία του Cerrero Barredo σε καθεδρικό ναό της Βραζιλίας