Η πτώση του τείχους ήταν μια ωραία ευκαιρία για να γκρεμιστούν οι διαχωρισμοί που ταλαιπωρούσαν την Ευρώπη για σαράντα χρόνια.  Και ενώ τη στιγμή που έπεσε το τείχος επανενώθηκε η Ευρώπη, ταυτόχρονα όμως τέθηκαν οι βάσεις για νέες διαχωριστικές γραμμές: η πτώση του τείχους έφερε και μια άλλη, καινούρια πτώση, για την ευρωπαϊκή ήπειρο.

Ads

Το πρόβλημα με τον τρόπο που διαχειρίστηκε αυτό το μεγάλο ιστορικό γεγονός η γερμανική ηγεσία, ειδικά μετά το 2005, δεν επικεντρώνεται τελικά και κυρίως στις αποτυχημένες οικονομικές επιπτώσεις που είχαν οι εφαρμοζόμενες πολιτικές για την Ευρώπη. Ήταν κάτι άλλο, πιο βαθύ. Ήταν μια συνομωσία σιωπής που σταδιακά επιβλήθηκε. Η σιωπή βέβαια, είναι συνήθως αποτέλεσμα του φόβου. Τι έχεις να φοβάσαι όμως σε μια ένωση δημοκρατικών κρατών, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση;

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο δογματισμός και η επιβολή, ενίοτε παίρνουν διάφορες μορφές. Υπάρχουν καθεστώτα που χρησιμοποιούν ωμά τη βία και τη σκληρή καταστολή και στην περίπτωσή τους ξέρεις πολύ καλά γιατί φοβάσαι. Υπάρχουν και μορφές φόβου όμως, που στηρίζονται όχι τόσο σε αυτό που σου συμβαίνει, αλλά σε μια αόριστη αίσθηση του τι μπορεί να σου συμβεί. Στην ταινία ‘Η Φωλιά του Κούκου’, η σκληρή και άκαμπτη νοσοκόμα Μίλντρεντ Ρέιτσεντ κρύβει την επιβολή της πίσω από έναν ήπιο τρόπο, ο οποίος στηρίζεται στις δικαιολογημένες αξιώσεις που έχει από τους τροφίμους της ψυχολογικής κλινικής όπου εργάζεται και συμπυκνώνονται στην ακόλουθη φράση: «οι κανόνες πρέπει να τηρούνται».

Δεν έχουμε ακούσει καμία άμεση απειλή για την Ελλάδα από τους αξιωματούχους της γερμανικής κυβέρνησης που να λέει καθαρά στους Έλληνες ότι θα τους πετάξουν έξω από το ευρώ. Συνήθως η εικασία προέρχεται από δημοσιογράφους, πολιτικούς και οικονομικούς αναλυτές, αλλά όχι από τα ανώτερα ηγετικά κλιμάκια της γερμανικής κυβέρνησης. Η πιο κοντινή φράση σε αυτήν την εικασία ήταν η αποστροφή του Σόιμπλε που δήλωσε ότι εάν η Ελλάδα δεν θέλει νέο πρόγραμμα «τότε όλα τελειώνουν – then that’s it». Αντίθετα, μια συνηθισμένη φράση των ημερών ήταν ότι «θα κάνουμε ότι μπορούμε για να μείνει η Ελλάδα στο ευρώ», που υπονοούσε ότι η χώρα μας μπορεί και να βγει από τη νομισματική ένωση, χωρίς όμως να τίθεται το θέμα με έναν ευθύ και απειλητικό τρόπο – τουναντίον, σε ένα πρώτο επίπεδο, η φράση ακούγεται φιλική προς τα ελληνικά συμφέροντα.

Ads

Η εμβληματική φυσιογνωμία του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε εκφράζει με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο αυτήν την ατμόσφαιρα. Πάντα ήπιος, πάντα ψυχρός. Σπανίως απειλητικός με τις λέξεις, αλλά πάντα απειλητικός de facto. Όταν για παράδειγμα λέει «τότε όλα τελειώνουν», αντιλαμβάνεσαι υποσυνείδητα τις δεκάδες προεκτάσεις που έχει αυτή φράση, χωρίς να τις κατανοείς άμεσα. Μια προέκταση της φράσης είναι η εξής: «ενώ είμαι απλώς ο ένας από τους 19 Υπουργούς Οικονομικών των μελών της νομισματικής ένωσης, μιλάω εκ μέρους όλων. Όταν αποφασίζω εγώ ότι ‘όλα τελειώνουν’, τότε όλα τελειώνουν. Η γνώμη μου είναι πάνω από τους θεσμούς της ΕΕ και της ΟΝΕ». Την ίδια εντύπωση αφήνουν φράσεις όπως εκείνη με την οποία σημείωνε πως οποιαδήποτε απόπειρα επαναδιαπραγμάτευσης στα φορολογικά ζητήματα  είναι «χάσιμο χρόνου».

Ο τρόπος αυτός της επιβολής, ο οποίος συνεχώς υπονοείται σε ένα πρώτο επίπεδο και σε ένα δεύτερο επίπεδο βρίσκει πάντα τρόπο να επιβάλλεται με ένα θεσμικό πλαίσιο, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συναισθηματισμό. Η μετατόπιση του λόγου σε αυτό το επίπεδο θεωρείται λαϊκισμός. Η αναφορά σε ανθρώπους που πεινάνε, αυτοκτονούν και υποφέρουν αντιμετωπίζεται ως υποβιβασμός σε μια Μαρθα-βουρτσική αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Ο Χρήστος Χωμενίδης έσπευσε να μας το υπενθυμίσει, σχολιάζοντας τη συγκίνηση του Αλέξη Τσίπρα στη Βουλή, κατά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων:  «Ο Περικλής πάντως δεν δάκρυζε. Ούτε ο Ελευθέριος Βενιζέλος δάκρυζε. Ούτε ο Ηλίας Ηλίου δάκρυζε. Ούτε καν ο Άρης Βελουχιώτης. Η Μάρθα Βούρτση δάκρυζε». Ο τρόπος αυτός της επιβολής δεν επιτρέπει επίσης καμία σύγκρουση: η σύγκρουση είναι το ίδιο ανορθολογική όπως το συναίσθημα, σε μια συζήτηση που πρέπει υποχρεωτικά και  αποκλειστικά να περιορίζεται σε διαβουλεύσεις μεταξύ «τεχνικών κλιμακίων».

Η αντίληψη αυτή τείνει να ξεχνάει. Στην συνέντευξη που πήρε ο Άρης Πορτοσάλτε (κλασσικός εκπρόσωπος της τάσης που θέλει να μετατρέψει την πολιτική σε μια απέραντη διαβούλευση μεταξύ τεχνικών κλιμακίων) από τον Στέλιο Ράμφο πριν από τις εκλογές, ο τελευταίος σημείωσε σχετικά με μια πιθανή εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ: «Και το στραβό που πάει με εμάς τους ίδιους είναι ότι είμαστε τόσο λαός συναισθηματικός,  ώστε γινόμαστε ανεξέλεγκτοι και προκαλούμε καταστροφές τη μία μετά την άλλη. Εδώ μπορεί να έχει προεκτάσεις τύπου ’22 αυτή η ιστορία». Εκτός από το 1897 ή το 1922 όμως, υπάρχει και το 1940, στιγμή μεγάλης συναισθηματικής ανάτασης που ούτε ο Πορτοσάλτε ούτε ο Ράμφος τολμούν να αμφισβητήσουν σήμερα. Η σύγκρουση και ο συναισθηματισμός έχουν χτίσει τις μεγαλύτερες στιγμές της ευρωπαϊκής ιστορίας, όχι πάντα, είναι η αλήθεια, αλλά σε στιγμές φορτισμένες πολιτικά, όταν πραγματικά χρειαζόταν και όταν γινόταν σωστή χρήση τους. Κάτι θα έλειπε από τη βρετανική ιστορία, αν δεν υπήρχε ο  γνωστός, έντονα συναισθηματικός, λόγος του Τσόρτσιλ «‘Blood, toil, tears, and sweat’ speech», στις 13 Μαΐου του 1940, σε μια στιγμή μεγάλης πολιτικής έντασης.

Δε ζούμε έναν πόλεμο βέβαια, αλλά αυτή είναι μια στιγμή μεγάλης πολιτικής έντασης. Η σύγκρουση είναι υγιής τώρα, και απαραίτητη. Το ρίσκο και μια δόση ανορθολογισμού είναι αναγκαία, για να καταλήξουμε σε μια ορθολογική κατάσταση που θα περιλαμβάνει αμοιβαίους συμβιβασμούς. Που θα αποκλείει τον πραγματικό ανορθολογισμό της διαχείρισης ενός χρέους που δεν είναι βιώσιμο και θα σκάσει αργότερα είτε σε εμάς είτε στα παιδιά μας, που θα εμποδίσει τον πραγματικό ανορθολογισμό της ακροδεξιάς και της Χρυσής Αυγής, της αποχαλίνωσης των αγορών, της καθημερινής δυστυχίας χωρίς αύριο.