Τον τελευταίο καιρό το όνομα του Νίκου Ζαχαριάδη ακούγεται και γράφεται, όλο και πιο συχνά, σε δημόσιες εκδηλώσεις και τελετές, καθώς και σε μια σειρά από δημοσιεύματα. Δεν αναφέρομαι τόσο σε κομματικές διαδικασίες, στην πλήρη αποκατάστασή του από το ΚΚΕ, στις σχετικές τελετές στην Ελλάδα και πρόσφατα στο Σουργκούτ της Σιβηρίας.

Ads

Το ενδιαφέρον μου επικεντρώνεται κυρίως στην έκδοση των δυο πρώτων τόμων των Απάντων (δημοσιευμένων κειμένων) του και τη συζήτηση γύρω από αυτά· σημειώνω την πρόσφατη παρουσίασή τους στο Μουσείο Εθνικής Αντίστασης στην Ηλιούπολη. Οι αναφορές στο έργο και την προσωπικότητα του πρώην Γενικού Γραμματέα πολλαπλασιάζονται στον Τύπο και το διαδίκτυο, εκκινώντας από τα χρόνια των κομματικών σπουδών του στη Σοβιετική Ένωση και φτάνοντας μέχρι το τραγικό τέλος και την απομόνωση που υπέστη από το κόμμα του και το ΚΚΣΕ και εκφράζουν, συχνά, έναν υπόρρητο θαυμασμό. Σε κάποιες άλλες αναφορές, η υπόμνηση του ηγετικού ρόλου που διαδραμάτισε ο Ζαχαριάδης συνδέεται συνήθως με την αναφορά στη σημερινή συγκυρία και την ανάγκη της πάλης ενάντια στον καπιταλισμό.

Όλα αυτά θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι εγγράφονται σε μια λογική επανανάγνωσης του παρελθόντος. Η ανάγκη να ξαναδιαβάσουμε την ιστορική διαδρομή και τα πεπραγμένα προσώπων που σημάδεψαν την ιστορία της Αριστεράς αλλά και ευρύτερα της χώρας, όπως ο Ζαχαριάδης, είναι αναγκαία σε μια τέτοια ιστορική συγκυρία. Η έκδοση του σύνολου έργου τους δεν μπορεί, ασφαλώς, παρά να είναι ευπρόσδεκτη. Η επαναπροσέγγιση της σκέψης και της δράσης τους, πέρα από εύκολες κατηγορίες περί «προδοσίας» ή «συνεργασίας» με τον εχθρό, ασφαλώς μπορεί να βοηθήσει στην επαναδιαπραγμάτευση του παρελθόντος, και μάλιστα του δικού μας παρελθόντος όσων εγγραφόμαστε πολιτικά στην Αριστερά. Είναι ένα παρελθόν δύσκολο, μέσα στο οποίο συνυπήρξαν οι ηρωικότερες πράξεις με τις πλέον σκοτεινές στιγμές. Ένα παρελθόν, το οποίο αποτέλεσε και το ίδιο –και αυτό ήταν και ένα από τα κύρια σημεία που δίχασαν την Αριστερά–, αντικείμενο πολιτικής επεξεργασίας, κριτικής και αναστοχασμού, έμπνευσης αλλά και εκμετάλλευσης.

Γιατί, όπως ξέρουμε πολύ καλά, ο λόγος για το παρελθόν είναι ένας λόγος για το σήμερα. Πόσο γόνιμο λοιπόν είναι το ερώτημα κατά πόσον θα άλλαζε η ιστορία της Μεταπολίτευσης εάν ο Νίκος Ζαχαριάδης είχε επιστρέψει το 1974; Ή η εμμονή στον ρόλο του Μεγάλου Ηγέτη για την ιστορική πορεία της Αριστεράς; Και η αναφορά στην προσωπική του τραγωδία μπορεί να αποσείσει τις ευθύνες του για μερικές από τις πιο σκοτεινές σελίδες της ιστορίας του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος;

Ads

Ας το πω διαφορετικά. Το πολιτικό πρόβλημα μιας τέτοιας επιστροφής δεν είναι μόνο –αν και ασφαλώς είναι, κατά τη γνώμη μου, μεγάλο πολιτικό και ηθικό πρόβλημα– οι ανοιχτοί λογαριασμοί του παρελθόντος, δεν είναι μόνο τα θύματα της ζαχαριαδικής ηγεσίας, στα οποία αναφέρθηκε πρόσφατα και στην Αυγή ο Κλέαρχος Τσαουσίδης. Πολιτικό πρόβλημα είναι και η υποβάθμιση ή η δικαιολόγηση των πλέον σκοτεινών στιγμών αυτού του παρελθόντος στο πλαίσιο ενός αέναου αγώνα εναντίον του καπιταλισμού ή του ιμπεριαλισμού.

Ενός αγώνα που μπορεί να δικαιολογήσει τα λάθη και, ας το πούμε, τα εγκλήματα που έγιναν μιλώντας για τις συγκυρίες και τις μεγάλες αποφάσεις. Χρειαζόμαστε κάτι τέτοιο σήμερα; Μπορεί η ανάγκη αναζήτησης ηρωικών μορφών από το παρελθόν να αμβλύνει την κριτική διάθεσή μας, μπορεί στον βωμό της κατανόησης των ιστορικών συνθηκών να αποδεχθούμε συμπεριφορές και πολιτικές που οδήγησαν στη συκοφάντηση, τον διωγμό και την εξόντωση εσωκομματικών αντιπάλων;

Κατανοώ δεν σημαίνει δικαιολογώ ή δικαιώνω. Ακόμη και εάν μπορώ να κατανοήσω μια σειρά από συμπεριφορές και στάσεις σε δύσκολες συγκυρίες, η κριτική στον σταλινισμό, στην προσωπολατρία, στην έλλειψη δημοκρατικών διαδικασιών αποτελούν στοιχεία αντιμετώπισης του παρελθόντος, κυρίως όμως υποθήκες για την πολιτική πράξη σήμερα. Δεν μπορούμε να παραιτηθούμε από αυτό. Μας χρειάστηκε, και μας χρειάζεται για τους καιρούς που ζούμε.

* Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης είναι ιστορικός (Πανεπιστήμιο Αθηνών, ΑΣΚΙ).

Πηγή: Ενθέματα