Θυμάμαι σαν να ήταν χτές το καλοκαίρι εκείνο του 1979 που με τη γη να πυρώνει κάτω από τα πόδια μας και τον ήλιο ανελέητο να μας χτυπάει στο κεφάλι είχαμε ξεκινήσει με ένα FIAT 127 σαράβαλο να κάνουμε τον γύρο της Πελοποννήσου. Με δύο φίλους μου και κάποιους Γερμανούς και Πορτογάλους συμφοιτητές τους πήραμε σβάρνα όλα τα κάστρα και τους πύργους από την Μονεμβασιά στη Μάνη και από τον Μυστρά στην Καρδαμύλη ή στην Πύλο. Η καυτή πέτρα μας έκαιγε τα πόδια όπως ανεβαίναμε μέσα από τα ξερόχορτα και τα σχίνα τα δυσβατα και κακοτράχαλα μοναπάτια και ακόμα γελάω όταν σκέφτομαι το νεύρο που με έπιανε όταν μου φαινοταν ότι ένας από τους Γερμανούς της παρέας δεν εκτιμούσε δεόντως τα καταπληκτικά μέρη που του δείχναμε αλλά ονειρευόταν το επόμενο καφενείο ή τη δροσερή ταβέρνα στην οποία θα μπορούσε να απολαύσει την παγωμένη μπύρα του.

Ads

Απολίτιστο τον ανέβαζα, αμόρφωτο τον κατέβαζα που δεν μπορούσε να νιώσει το δέος που με είχε καταλάβει με την άγρια, την δύσκολη ομορφιά, αυτού του τόπου. Ήμουνα νέα τότε και είχα όλη τη ζωή μπροστά μου και μου έδινε δύναμη να πατάω αυτή τη γη που την ένιωθα βαρειά σαν να είχε ρουφήξει μέσα της την ιστορία εκατοντάδων χρόνων αλλά και συγχρόνως ανάλαφρη καθώς δρόσιζε στο ηλιοβασίλεμα και το ανεπαίσθητο αεράκι έκανε το ηλιοκαμένο δέρμα μας να ανατριχιάζει ερεθιστικά.

Κάθε ανάμνηση, σαν σκηνή από αγαπημένη παλιά ταινιά που έχει φθαρεί τόσο από το χρόνο που σχεδόν δεν βλέπεται πια, έχει και την απαραίτητη μουσική της υπόκρουση. Φέρνει μαζί της συχνά, για να τη συνοδεύσει, ένα ρεφραιν που σιγοσφυρίζει γύρω σου καθώς προσπαθείς να επανακτήσεις έστω και στιγμιαία, την αίσθηση, την μυρωδιά, το άρωμα των χρόνων εκείνων. Όσες φορές και να ακούσω λοιπόν την «ΑΘΑΝΑΣΙΑ» του Μάνου Χατζιδάκι σε στίχους Νίκου Γκάτσου, με τις τόσο χαρακτηριστικές μελωδικές φωνές του Μανώλη Μητσιά και της Δήμητρας Γαλάνη, αισθάνομαι τον καυτό ήλιο να πυρακτώνει την πέτρα και να κυλάει ως την θάλασσα, τα ξερόχορτα και τα αγκάθια να θροϊζουν και εμένα μέσα σε ένα αποπνκτικά ζέστο και σαραβαλιασμένο Fiat να οσμίζομαι την άγρια και ακόρεστη ενέργεια και δύναμη που σου δίνει αυτή, η πρώτη, αίσθηση απόλυτης ελευθερίας.

Και κάπως έτσι είπα να ξαναεπισκεφτώ σήμερα – θες η πρωτομαγιά, θες το γενικότερο κλίμα των ημερών – τους στίχους του Γκάτσου – ήταν ακόμη η εποχή που οι ποιητές έβαζαν λόγια στα τραγούδια μας – που τόσο πολύ με είχαν αγγίξει όταν τους πρωτοάκουσα το μακρινό εκείνο καλοκαίρι του 79.

Ads

Παράξενη Πρωτομαγιά, μ’αγκάθια πλέκουν σημερα στεφάνια
ήρθε ο καιρός του έχε γειά, τί να την κάνεις πιά την περηφάνια.
Παράξενη Πρωτομαγιά, ο ήλιος καίει το πέλαγο στη Δύση
μα της καρδιάς την πυρκαγιά, πού θα βρεθεί ποτάμι να τη σβήσει.
Στα δυό σου μάτια τα χρυσαφιά, σκοτάδι πέφτει και συννεφιά
ποιές μπόρες φέρνεις, και ποιές βροχές, σε κουρασμένες, νεκρές ψυχές.
.

Τυχερός και άξιος ο ποιητής εκείνος που τα λόγια του μπορούν να μιλήσουν σε πολλές γενιές. Ακόμα κι αν ο ίδιος έχει φύγει από τον Μάη του 1992 ο «κύριος Νίκος» με τον εξαιρετικό του λόγο, την ευαισθησία του και την βαθειά και γνήσια ελληνικότητά του έχει αγγίξει απευθείας την ψυχή πολλών και διαφορετικών ανθρώπων, γενιών και ηλικιών. Η γραφή του είναι απόλυτα σύγχρονη αλλά και τόσο, μα τόσο, επίκαιρη. Γιατί η σημερινή Πρωτομαγιά είναι παράξενη, είναι δύσκολη, είναι βαρειά από φτώχια και ανεργία, είναι τεταμένη από κοινωνικά προβλήματα και είναι αλήθεια ότι πολλοί άνθρωποι στην χώρα αυτή του success story «μ’ αγκάθια πλέκουν σήμερα στεφάνια» ενώ εκατοντάδες στριμώχνονται και ποδοπατιούνται για να εξασφαλίσουν μια σακκούλα δωρεάν φαγητό και «τι να την κάνεις πια την περηφάνεια». Ετσι δεν μπορώ να μην αναρωτιέμαι και να μην προβληματίζομαι έντονα σχετικά με το «ποιές μπόρες φέρνει(ς) και ποιές βροχές σε κουρασμένες νεκρές ψυχές» ο δύσκολος αυτός Μαης που ξεκινάει σήμερα.

Όμως πρέπει, συγχρόνως, να ομολογήσω κάτι: ένα κομμάτι του εαυτού μου, σχεδόν χωρίς τη θέληση μου, μόλις ακούει αυτό το τραγούδι δεν μπορεί να κρατηθεί και, αντι να επικεντρώνεται στα σοβαρά και υπαρκτα αιτήματα της εργατικής πρωτομαγιάς όπως θα έπρεπε, οραματίζεται τον «ήλιο(ς) (που) καίει το πέλαγο στη Δύση» καθώς ένα 18χρονο κορίτσι κάθεται με τα πόδια κρεμασμένα στο κενό πάνω στο κάστρο της Μονεμβασιάς κι αγναντεύει την κόκκινη θάλασσα… Παράξενη Πρωτομαγιά πράγματι…