Το να περπατάς σε μία από τις αρχαιότερες πόλεις στον κόσμο -την προκατακλυσμιαία Ωγυγία- είναι όσο να πεις, μία αίσθησις περίεργη. Κυρίως γιατί αν εξαιρέσεις μερικά αραδιασμένα κατάλοιπα του παρελθόντος (αρχαία τείχη, ερείπια σπιτιών), το γενικότερο τριγύρω σου, δύσκολα συνδέεται με την πανάρχαια ιστορία και τη θαυμαστή διαδρομή της ανά τους αιώνες. Του Πιγκουίνου

Ads

image

Γιατί με σκουντάς; Α ναι, δεν είπαμε που είμαστε: Θήβαι. Ουχί στην Αίγυπτο ντε (πραγματικά με έχει φοβηθεί το μάτι σου!), αλλά στην καθ’ημάς Βοιωτία. Ε λοιπόν ναι, κάμουμε περικοπές στο μπάτζετ του μπλογκ και πιάσαμε τα κοντινά! Εξού και βρισκόμαστε μερικά μόλις χιλιόμετρα από την Αθήνα. Σε ένα μέρος που δυστυχώς, λίγοι Αθηναίοι έρχονται να το επισκεφθούν.

image

Σύμφωνα με έγκυρες πηγές (την ελληνική μυθολογία), την πόλη τείχισαν ο Ζήθος (μπορείς να τον επείς και Χάινεκεν!) και ο Αμφίονας: ο μεν πρώτος έφερνε τις πέτρες και ο δε δεύτερος παίζοντας τη λύρα του, τις μάγευε κι αυτές τοποθετούνταν από μόνες τους στη θέση τους. Κάτι σαν τέτρις μετά μουσικής.

Ads

image

Αλλά το πιο διαδεδομένο στόρι για την ίδρυση της πόλης, αφορά τον Κάδμο. Ο οποίος ξεκίνησε από τη Φοινίκη και αναζητώντας την αδελφή του την Ευρώπη (που την είχε κλέψει ο Δίας, μεταμορφωμένος σε ταύρο) κατέληξε στη Βοιωτία, σκότωσε ένα δράκο (αν είσαι ήρωας και τίποτις να μην σου έχει κάμει το ζωντανό, το σκοτώνεις για το ονόρε!) και φύτεψε τα δόντια του στη γη απ’όπου ξεφύτρωσαν οι προπάτορες των Θηβαίων, οι Σπαρτοί. Που είναι μεγάλη αδικία να προσπαθώ εγώ να φυτέψω κάτι μπιγκόνιες στο μπαλκόνι και τζίφος και ο άλλος με τα δόντια να κάμει τέτοια εφέ. Μήπως φταίει εντέλει το καστανόχωμα;

image

Βεβαίως ξεσηκώθηκε τότες η Γκρίνπις και η WWF καταγγέλλοντας τη δολοφονία του δράκου (που δεν ξεύρω αν στο είπα, αλλά τον ελέγανε και Γιάγκο) και οι θεοί, που ως τότε είχαν τον Κάδμο στα όπα-όπα, τον εδιώξανε από την πόλη και αυτός πήγε με τη γυναίκα του την Αρμονία και εγκαταστάθηκε στην Ήπειρο (μια ζωή μετανάστης ο Κάδμος!). Και έγινε γεννήτορας των Ιλλυριών, των προγόνων δηλαδής των Αλβανών και του Σαλί Μπερίσα.

image

Για να μην υπεισέλθω και στα περί Οιδίποδος, που ήρθε εδώ, σκότωσε τον πατέρα του Λάιο και παντρεύτηκε τη μητέρα του Ιοκάστη. Και μην μου πεις πως δεν συμβαίνουν αυτά, γιατί θα σου απαντήσω πως έχει κάμει η Μπρουκ Φόρεστερ χειρότερα!

image

Εδώ πάντως γεννήθηκαν και άλλα σελέμπριτις, όπως ο θεός Διόνυσος και ο ημίθεος Ηρακλής. Επίσης λατρεύονταν οι μυστηριακές θεότητες των Κάβειρων -που δεν θες να μπλέξεις μαζί τους γιατί ήσαν μεγάλοι παλιοχαρακτήρες και άμα θύμωναν, ταρακούναγαν μερικά ρίχτερ.

image

Παρασύρθηκα και έπιασα την πάρλα, χωρίς να σου λέω τί βλέπουμε. Λοιπόν εδώ και τόσην ώρα βρισκόμαστε στο κέντρο της πόλης. Όπου βρίσκονται κάμποσα νεοκλασικά (σε κακή κατάσταση τα περισσότερα), αλλά και αψηλές πολυκατοικίες. Ανάμεσά τους μερικά χαμόσπιτα. Με ελενίτ, καμινάδες, κεραίες και απλωμένες σωβρακοφανέλες.

image

Όχι, η Θήβα που βλέπεις γύρω σου δεν είναι η πόλη του Κάδμου ή του Οιδίποδα, αλλά η πόλη της προσφυγιάς. Ας πιάσουμε τα πράματα από την αρχή.

image

Η Θήβα δεν είναι μεγάλη πόλη -λίγο παραπάνω από τριάντα χιλιάδες πληθυσμό. Εντούτοις, το να την επερπατήσεις είναι δυσκολότερο απ’ό,τι τυχόν φαντάζεσαι. Διότι είναι χτισμένη σε λόφους. Και οι ανηφοροκατηφόρες της είναι τσάλεντζινγκ ακόμα και για εσένα που μου καμώνεσαι τον φιτ. Μην ξεφυσάς και μην μου λαχανιάζεις: φθάσαμε στον τελικό μας προορισμό!

image

Βουαλά! Αναγνώστα, καλωσήρθες σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα μέρη της σύγχρονης ιστορικής μνήμης. Σε ένα μέρος αναπάντεχο και μ’έναν τρόπο σημαντικό και ουσιώδη. Καλωσήρθες στα προσφυγικά της Θήβας.

image

Το 1922 κατέφθασαν εδώ Μικρασιάτες πρόσφυγες. Και δεν βρήκαν μήτε τον Κάδμο να τους περιμένει, μήτε την Αρμονία. Μόνο φτώχεια συνάντησαν και εγκατάλειψη. Σε μία προσπάθεια να ξαναστήσουν τις ζωές τους, χτίσανε με ό,τι υλικά βρίσκανε, ετούτα τα σπίτια. Τρακόσια περίπου σπίτια. Μικρά, ελάχιστα, των δύο δωματίων. Στριμωγμένα σε πέντε δρόμους. Κι ύστερα άλλα τρακόσια στο γειτονικό “νέο” συνοικισμό.

image

Αφού έσιαξαν όπως-όπως τα χαμόσπιτά τους, οι πρόσφυγες αναζήτησαν δουλειές. Και μπορεί να ήσαν αλλιώς μαθημένοι στη Μικρασία, εδώ όμως έπρεπε να ξεκινήσουν από το τίποτις. Εργάστηκαν στον κάμπο της Θήβας για ένα ελάχιστο μεροκάματο. Έγιναν υπηρέτες στους ντόπιους για να ζήσουν. Έκαμαν κάθε είδους δουλειά, όσο ταπεινή κι αν ήταν. Αλλά οι συνθήκες ήσαν άθλιες, η πείνα και η κακουχία θέριζαν και πολλοί εξ αυτών δεν τα κατάφεραν να επιβιώσουν.

image

Με το πέρασμα των χρόνων, όσοι επέζησαν, κατάφεραν να ορθοποδήσουν. Να στήσουν δικές τους δουλειές, να αγοράσουν λίγα στρέμματα γης για να καλλιεργήσουν ή να δημιουργήσουν εμπορικά καταστήματα. Παρότι εξαθλιωμένοι και απελπισμένοι, οι πρόσφυγες δεν εξέχασαν την κοινωνική τους ταυτότητα: ήσαν μορφωμένοι και παστρικοί. Και ήξευραν να γλεντούν, ακόμη και τις πίκρες τους. Με τις μουσικές και τις διασκεδάσεις τους.

image

Κι ύστερα, το ’40 και το ’50, κάμποσοι από αυτούς μετανάστευσαν ξανά. Προς την Αθήνα. Κι άφηκαν τα σπιτάκια του προσφυγικού συνοικισμού να ερημώσουν.

image

Οι παιδικές φωνές και οι μουσικές εσίγησαν, τα πορτοπαράθυρα σφραγίστηκαν, οι μυρουδιές από τα ιμάμ μπαϊλντί, τις κολοκυθόπιτες, τους κιοφτέδες και τα μπουρέκια εχάθησαν. Διότι βλέπεις, οι κατοικίες αυτές ήσαν τόσο μικρές και στριμωχτές που δεν υπήρχε περιθώριο βελτίωσης ή επέκτασής τους.

image

Αλλά οι απαιτήσεις για καλύτερη διαβίωση αυξάνανε και εντέλει οδήγησαν ετούτη τη συνοικία στο μαρασμό.
 
image

Για πολλά χρόνια, η ερήμωση ήταν σχεδόν καθολική. Έως την άφιξη ενός νέου κύματος μεταναστών. Που ήρθαν τη δεκαετία του ’90, να ξανακατοικήσουν ετούτα τα χαμόσπιτα.

image

Εργάτες από την Αλβανία. Κι ύστερα από τη Βουλγαρία. Και το Πακιστάν και την Ινδία. Και κάμποσοι Ρομά. Ήλθαν και βρήκαν εδώ, έναν τόπο που ήξευρε τί σημαίνει ξεριζωμός και εγκατάλειψη. Που είχε ζήσει τη νοσταλγία. Που είχε παλέψει με την ανέχεια. 

image

Κι έτσι σήμερα, περπατώντας εδώ, ακούς λογής λογής γλώσσες. Μυρίζεις εξότικ φαγητά, βλέπεις πολύχρωμες μπουγάδες και αφουγκράζεσαι μουσικές από τ’αλλού. Νιώθεις πως βρίσκεσαι σε μία ιδιότυπη Βαβέλ. Σε ένα σκηνικό σχεδόν θεατρικό!

image

Δεν ξεύρω αν είναι όμορφη αυτή η γειτονιά (αν και στα δικά μου μάτια, όμορφη είναι γιατί την αγαπώ!). Δεν ξεύρω αν έχει νόημα ν’αναζητάει κανείς συναισθηματική αξία στα ντουβάρια. Δεν ξεύρω καν γιατί έρχομαι και φωτογραφίζω με τόση επιμέλεια αυτά τα σπίτια, ένα-ένα. 

image

Ίσως με οδηγεί εδώ μία εσωτερική ανάγκη να καταλάβω αυτή τη χώρα. Να της συγχωρέσω πράματα. Να τη δικαιολογήσω. Να την αφήσω να μου δείξει τις πληγές της. Να της επιτρέψω να μου μιλήσει για τα παράπονα και τους νταλκάδες της.

image

Ίσως πάλι το κάμω εγωιστικά. Γιατί ψάχνω να βρω αφορμές για μία πιο συναισθηματική αφήγηση του παρελθόντος. Που θα μου επιβεβαιώσει ότι έχουν υπάρξει και χειρότερα. Ότι η κρίση του σήμερα μοιάζει λιγότερο αποκαρδιωτική, σαν τη συγκρίνεις με τις τραγωδίες των προηγούμενων δεκαετιών. Των πέτρινων χρόνων.

image

Πριν μερικά χρόνια, ο δήμος δοκίμασε να εκδιώξει κάποιους από τους νέους κατοίκους αυτών των σπιτιών. Προσωπικά αντικείμενα των Πακιστανών και των Ινδών φορτώθηκαν σε φορτηγά και πετάχθηκαν στη χωματερή. Κάποιοι κάτοικοι ξεσηκώθηκαν, κάποιοι άλλοι χάρηκαν. “Καλά τους έκαμαν, να ξεβρωμίσει η γειτονιά!” έλεγαν στα καφενεία. 

image

Και βεβαίως τα θέματα καθαριότητας και δημόσιας υγιεινής είναι σημαντικά. Και βεβαίως δεν δικαιούται κανείς να διαμένει κάπου χωρίς να σέβεται τους κανόνες και τη νομιμότητα. Αλλά θα σου πω κι αυτό, κι ας με κακοχαρακτηρίσεις: τα σπίτια αυτά καταρρέουν, έχει αλήθεια σημασία ποιος μένει εντός τους, αν αποδεδειγμένα δεν έχεις ενδιαφερθεί ποτέ να τα διασώσεις ή ν’ασχοληθείς μαζί τους; Μήπως είναι κομματάκι δα, υποκριτικό, να θέλεις να διώξεις τους απόκληρους αυτού του κόσμου, χωρίς να έχεις καμία απολύτως πρόθεση να εξωραϊσεις ετούτη τη Συνοικία το Όνειρο;

image

Κι αν έχω ακούσει πολλούς να κόπτονται για τα προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, ελάχιστους (για να μην πω κανέναν) δεν έχω ακούσει να φωνάζουν για ετούτο το μικρό θησαυρό μνήμης, στα σπλάχνα της Βοιωτίας.

image

Αν το κράτος εφρόντιζε, αν το κράτος ενδιαφερόταν, αν το κράτος επιδείκνυε την ελάχιστη υπευθυνότητα, ετούτοι εδώ οι δρόμοι θα είχαν μεταμορφωθεί σε ένα υπαίθριο μουσείο της προσφυγιάς. Αναπαλαιώνοντας τα σπίτια αυτά και βρίσκοντας νέες χρήσεις (μικρά εστιατόρια, καταστήματα, γκαλερίς), θα μπορούσαν ετούτοι οι πέντε δρόμοι να γίνουν ένα θαυμάσιο αξιοθέατο.

image

Μία αποτύπωση της ζωής των προσφύγων της Μικρασίας. Αλλά και μία υπενθύμιση ότι η προσφυγιά και η μετανάστευση δεν είναι κάτι που αφορά μονάχα τους άλλους, τους “ξένους”, τους εξαποδώ.

image

Διότι αγαπημένε αναγνώστα, με προσφυγιά και μετανάστευση ζυμώθηκε ετούτη η χώρα. Και με προσφυγιά και μετανάστευση πορεύεται ακόμη και σήμερα. 

image
 
Περπατάω σε αυτήν την πανάρχαια πόλη. Που χτίστηκε από τον Κάδμο. Που γέννησε το Διόνυσο και τον Ηρακλή. Και σκέφτομαι ότι οι τρεις αυτοί, μου διδάσκουν τα συστατικά της κοινωνικής μας ταυτότητας: την περιπλάνηση, το διονυσιασμό και την παλικαροσύνη. Που μπορεί να λάβουν εξαιρετικά θετικές, αλλά και απελπιστικά αρνητικές τιμές. Και που μοιάζουν σήμερα να’χουν παραδοθεί στην εγκατάλειψη και την απελπισία. Μίας χώρας που αρνείται να θυμηθεί το παρελθόν της, μίας χώρας που έχει συγκεχυμένη αντίληψη του παρόντος της, μίας χώρας που οδεύει προς την αβεβαιότητα του μέλλοντός της.

Πιγκουίνος