«Η σύλληψη της πάλης των τάξεων με συγκεκριμενη μορφή και τακτική ήταν η πρώτη συμπύκνωση των ατομικα βιωμένων συγκρούσεων και απογοητεύσεων. Ήταν γέννημα του ανεμοστρόβιλου βασάνων που ξεσήκωνε παντού στις βιομηχανικές κοινωνίες ο υποβιβασμός των ανθρώπινων σχέσεων σε μηχανισμούς εκμετάλλευσης. Και είναι αποτέλεσμα της θέλησης για αλλαγή του κόσμου και της ζωής» (R.Vaneigem)

Ads

“Quintanilla, Quintanilla,
Du wirst in deinen Naechten keinen Frieden mehr finden
Du raubtest Inti das Leben
Und du meintest das ganze Volk“ (Imilla)

Ποιος εκτέλεσε τον Roberto Quintanilla, τον δολοφόνο του Che Guevara;
Μια γοητευτική ξανθιά Γερμανίδα τον επισκέφθηκε την πρώτη Απριλίου 1971 στο γενικό προξενείο της Βολιβίας στο Αμβούργο, για να ζητήσει βίζα. Η γυναίκα έβγαλε ένα όπλο από την τσάντα της και τον πυροβόλησε τρεις φορές. Οι σφαίρες σχημάτισαν στο στήθος του το γράμμα “V”, το σήμα της νίκης. Στον τόπο της εκτέλεσης βρέθηκε ένα σημείωμα που έγραφε «Νίκη ή θάνατος» (“Vitoria o muerte!”), το σύνθημα μιας ομάδας ανταρτών από τη Βολιβία.

Η Monika Ertl, γεννήθηκε στο Μόναχο στις 7 Αυγούστου 1937, κόρη του κινηματογραφιστή προπαγάνδας των ναζί και ορειβάτη , Hans Ertl και –πιθανότατα- της Leni Riefenstahl, της αγαπημένης φωτογράφου του Χίτλερ, και μεγάλωσε στην άνεση του αστικού περιβάλλοντος της μεταπολεμικής Γερμανίας. Ο πατέρας της επιθυμούσε πάντα ένα γιο, απέκτησε όμως τρεις κόρες. Η Monika ήταν το αγαπημένο του παιδί, τη μεγάλωσε σαν αγόρι, την αποκαλούσε χαϊδευτικά “Mockel” και ονειρευόταν να της διδάξει την τέχνη του.

Ads

Το 1954 ο Ertl, δυσαρεστημένος από τη Γερμανία εξαιτίας ενός βραβείου που πίστευε ότι δικαιούνταν και δεν έλαβε τελικά (και όντας φιλόδοξος και τυχοδιώκτης από τη φύση του), μετακομίζει με την οικογένεια του στη La Paz, στη Βολιβία, όπου ζει σε μια φάρμα, βρίσκοντας επιτέλους την αναγνώριση που τόσο αποζητούσε ανάμεσα στην κοινότητα των Γερμανών ναζί που είχαν βρει καταφύγιο στο φιλόξενο γι’αυτούς δικτατορικό καθεστώς της χώρας, και κινηματογραφώντας εικόνες από τη ζούγκλα. Μαζί του στην περιπέτεια και η ατρόμητη Monika να κυνηγά πιράνχας και να κινηματογραφεί δηλητηριώδη φίδια.

Το 1967 η λαμπερή πανέμορφη Monika παντρεύεται έναν πολύ πλούσιο Βολιβιανό-Γερμανό μεγαλοαστό και γίνεται πρώτο θέμα monikaστα περιοδικά και τις εφημερίδες της εποχής. Φαινομενικά ζει μια παραμυθένια ζωή, η ανήσυχη ρομαντική ψυχή της όμως δεν εφησυχάζει. Πέφτει στα χέρια της μία εφημερίδα, όπου αναφέρεται η δολοφονία του Che, καθώς και ο αγώνας των ανταρτών του ELN (Ejercito de Liberation National) μέσα στα δάση.

Για ό,τι συνέβη στην ψυχή της, μονο εικασίες μπορούν να γίνουν. Ο Schreiber που έγραψε τη βιογραφία της, ισχυρίζεται ότι κάποια στιγμή η ατίθαση κόρη θέλησε να διαφοροποιηθεί από τον πατέρα της και το χιτλερικό παρελθόν της οικογένειας και κάποια στιγμή βρέθηκε ανάμεσα στην «αυταρχική ανατροφή της και το αντιαυταρχικό πνεύμα (εκείνων) των καιρών». Ευαίσθητη και ανήσυχη, υπέφερε για όλα όσα η οικογένειά της αδιαφορούσε (ή υποστήριζε): τις κοινωνικές ανισότητες, την αδικία, τους φτωχούς αγρότες και εργάτες, τους καταπιεσμένους Ινδιάνους, τη δολοφονία του Che.

Το 1969 έρχεται η απόλυτη ρήξη για τη ρομαντική Monika: αποφασίζει να πάψει να είναι ένα στολίδι του αστικού σαλονιού, χωρίζει τον βαρετό σύζυγό της και συντάσσεται με τους ονειροπόλους αντάρτες του ELN, της ένοπλης οργάνωσης, μέλος της οποίας λίγο καιρό πριν ήταν και ο Che. Αλλάζει το όνομα της, πλέον είναι η ατρόμητη Imilla η Ινδιάνα, περνά στην παρανομία και ερωτεύεται με πάθος τον συνεχιστή του Che στην οργάνωση, τον Inti Peredo. Ο πατέρας της προσπαθεί μάταια να τη μεταπείσει να αφήσει «αυτούς τους τρελούς μαοϊκούς» και να γυρίσει πίσω, την έχει χάσει όμως για πάντα. Μέσα στη βιασύνη της, τον αυθορμητισμό και τον ενθουσιασμό της κάνει το λάθος να χρησιμοποιήσει το δικό της αυτοκίνητο σε μία απαλλοτρίωση τράπεζας, οπότε γίνεται πλέον γνωστή στις αρχές και καταζητούμενη.

Η Monika πάντως, δεν ήταν η μοναδική Γερμανίδα στον ELN. Πριν από εκείνη είχε συμμετάσχει και η Tamara Bunke (Tanja) από την DDR, συνομήλικη της Monika και ερωμένη του Che, η οποία δολοφονήθηκε από τον καθεστωτικό στρατό το 1967, λίγους μήνες πριν δολοφονηθεί και ο ίδιος ο comandante.

Στο μεταξύ, τα πράγματα δεν πάνε καλά, καθώς ο καθεστωτικός στρατός της Βολιβίας μαζί με τη CIA έχουν στριμώξει για τα καλά τους αντάρτες του ELN βαθιά μέσα στη ζούγκλα. Πολλοί από αυτούς σκοτώνονται. Μία νύχτα δολοφονείται και ο αγαπημένος της Monika, ο Inti, κι εκείνη αντικρύζει με φρίκη τη φωτογραφία του σκοτωμένου εραστή της, ενώ δίπλα του ποζάρει θριαμβευτικά με το τσιγάρο του, ο δολοφόνος του Che, ο ίδιος εκείνος που του έκοψε τα χέρια μετά τη δολοφονία του, κάποιος που η Monika ήδη μισούσε: ο Roberto Quintanilla, ανώτατος αξιωματούχος των μυστικών υπηρεσιών της Βολιβίας.

Το στρατιωτικό καθεστώς της χώρας τον στέλνει πρόξενο στο Αμβούργο, για να τον προφυλάξει από τυχόν εκδίκηση των ανταρτών. Η Monika σχεδιάζει την εκδίκηση, ταξιδεύει κάποιες φορές στη Γερμανία, κάνει επαφές με συντρόφους (με τη RAF ίσως;), προετοιμάζεται. Το όπλο της εκτέλεσης πάντως, ένα colt cobra 38 special, το προμηθεύτηκε στη Ζυρίχη από τον κομμουνιστή και ακτιβιστή εκδότη Giangcomo Feltrinelli, ο οποίος σκοτώθηκε το 1972 κάτω από αμφιλεγόμενες συνθήκες, ενώ συναρμολογούσε εκρηκτικές ύλες.

Η Monika πυροβολεί τον Quintanilla. Αμέσως, σε πέντε λεπτά καταφθάνει η αστυνομία, εκείνη όμως είναι ήδη φευγάτη. Μόνο που αφήνει πίσω της μία περούκα, τα γυαλιά ηλίου και τη χαρακτηριστική μπλε τσάντα της. Κρύβεται για λίγο, κατά πάσα πιθανότητα στην κομμούνα (κάτι σαν κατάληψη στέγης) που βρισκόταν στο ίδιο κτίριο (!), στον παραπάνω όροφο από το προξενείο, και κάποια στιγμή καταφέρνει να επιστρέψει στη Βολιβία, όπου πλέον έχει ανακηρυχθεί από το καθεστώς σε νούμερο ένα εχθρό του κράτους και έχει επικηρυχθεί με το ποσό των 20.000 δολλαρίων (ενώ η επικήρυξη του Che ανερχόταν μόλις στα…4.200!!!).

Η γενναία Γερμανίδα ωστόσο δεν προδώθηκε από κάποιον πάμφτωχο ασυνείδητο Βολιβιανό, αλλά από τον αμετανόητο ναζί και παλιό φίλο της οικογένειάς της («θείο Klaus» τον αποκαλούσε η μικρή Monika), αξιωματούχο της Gestapo, γνωστό και ως σφαγέα της Λυών, Klaus Barbie, αξιωματούχο πλέον των μυστικών υπηρεσιών της Βολιβίας με το όνομα Klaus Altmann, τον οποίο η Monika επιχειρεί να απαγάγει το 1972 μαζί με τον Γάλλο διανοούμενο και φίλο του Che, Regis Debray, για να τον οδηγήσει στη Γαλλία, ώστε να τιμωρηθεί για τα εγκλήματά του.

Η απαγωγή αποτυγχάνει, ο Klaus Barbie ανακαλύπτει τα ίχνη της και στις 12 Μαίου 1973 η Monika παρασύρεται σε μία προδοτική ενέδρα από τις μυστικές υπηρεσίες και δολοφονείται από τον καθεστωτικό στρατό. Ήταν μόλις 36 χρονών.
Την επόμενη μέρα οι εφημερίδες πανηγυρίζουν για το χαμό του αγγέλου.

Η σορός της φωτογραφήθηκε και μετά εξαφανίστηκε κάπου στη ζούγκλα. Οι φάκελοι έκλεισαν. Στο γερμανικό κοιμητήριο της La Paz μπορεί κανείς μέχρι σήμερα να δει το όνομα της σε ένα άδειο μνήμα.

Η εξουσία, το κράτος και τα κάθε είδους καθεστώτα φέρονται αμείλικτα στους εχθρούς τους, τα κινήματα όμως δε θα έπρεπε να ξεχνούν τόσο εύκολα τους ήρωες τους, ακόμα κι αν αυτοί δεν αντιστοιχούν στα γνωστά κλισέ πρότυπα.

Η Monika ξεχάστηκε, την ξέχασαν όλοι, όπως τόσους και τόσους άλλους. Ήταν από αλλού, δεν ήταν γι’αυτόν τον κόσμο. Και όπως λέει ο Stendhal για μία άλλη, δική του τραγική Γερμανίδα ηρωίδα που, όπως η Monika, θέλησε να φτιάξει το πεπρωμένο της, ώστε να ταιριάζει με τη φλόγα που την πυρπολούσε: «Φλογερή ψυχή! Πώς μπορούσε να αρκεσθεί στην πραγματικότητα;»…

(αφιερωμένο σε όσους «καταδικάζουν τη βία απ’όπου κι αν προέρχεται»…)

Σχολιαστές Χωρίς Σύνορα

Αποστολή: Γιωργος θαλασσινος

https://www.palmografos.com/