Στο πρόσφατο κυβερνητικό νομοσχέδιο του Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, σχετικό με την αναθεώρηση του κώδικα ιθαγένειας, είδαμε να προτείνονται κάποιες μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα μεταβάλουν την κοινωνική και πολιτική θέση των μεταναστών στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τις πρώτες εξαγγελίες η κυβέρνηση προτίθεται να παραχωρήσει υπό προϋποθέσεις, την ελληνική ιθαγένεια σε παιδιά μεταναστών καθώς και το δικαίωμα ψήφου σε τοπικές εκλογές σε νομίμως διαμένοντες μετανάστες που πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια.
Εντούτοις, πολλά έχουν ακουστεί και γραφεί σχετικά με το εάν τελικά το πνεύμα του νομοσχεδίου είναι πράγματι ρηξικέλευθο ή εάν πρόκειται για «ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω». Στα πλαίσια του παρόντος κειμένου, θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στον προβληματισμό αυτό αποκωδικοποιώντας τις θεμελιώδης αρχές του προτεινόμενου νόμου και συγκρίνοντας τες με τις αντίστοιχες διεθνείς και ευρωπαϊκές.
Η απόδοση του δικαιώματος ψήφου στους υπηκόους τρίτων χωρών δεν είναι ελληνική ιδέα ούτε βέβαια ευρωπαϊκή. Ιστορικά συναντάμε τέτοιες πρακτικές για πρώτη φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες και συγκεκριμένα στις αποικίες της «Νέας Αγγλίας» των αρχών του 18ου αιώνα. Οι πρακτικές αυτές γενικεύονται μετά από την Αμερικανική ανεξαρτησία και χρησιμοποιούνται για να ενθαρρύνουν τη μετανάστευση προς τις νέες Πολιτείες. Η προέλευση ή η εθνικότητα δεν αποτελούν πλέον κριτήρια για την αναγνώριση του δικαιώματος ψήφου. Τα κριτήρια δεν είναι άλλα από το ύψος της περιουσίας και το οικονομικό status. Το κριτήριο της «ανταποδοτικότητας» θεσμοθετείται λοιπόν για πρώτη φορά στο Αμερικάνικό Σύνταγμα και έγκειται στην απόδοση πολιτικών δικαιωμάτων σε όσους πληρώνουν φόρους. Πρόκειται για την περιβόητη απόδοση «no taxation without representation». Το κριτήριο αυτό το συναντάμε και στο ελληνικό νομοσχέδιο. Οι νομίμως διαμένοντες μετανάστες δεν είναι άλλοι από τους φορολογούμενους μετανάστες με την διαφορά ότι στην περίπτωσή μας το κριτήριο αυτό πρέπει να συνοδεύεται και από μια σχετικά μακρά διαμονή των ατόμων αυτών στην χώρα.
Εν αντιθέσει με το οικονομικό κριτήριο της «ανταποδοτικότητας» το οποίο προέρχεται από τις ΗΠΑ, το κριτήριο της μακράς διαμονής έχει ευρωπαϊκή προέλευση. Το συναντάμε στους κώδικες ιθαγένειας των Ευρωπαϊκών χωρών που παρέχουν δικαίωμα ψήφου σε μη Ευρωπαίους πολίτες. Οι χώρες αυτές δεν είναι πολλές και δεν είναι άλλες από την Ιρλανδία, το Βέλγιο, την Τσεχία και την Ελβετία.
Σε άλλες χώρες, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, συναντάμε ένα τρίτο κριτήριο που αφορά στην χώρα προέλευσης των μεταναστών. Η Πορτογαλία για παράδειγμα έχει θεσπίσει διατάξεις που επιτρέπουν την απόδοση του δικαιώματος ψήφου σε υπηκόους της Βραζιλίας και του Πράσινου Ακρωτηρίου ενώ η Ισπανία σε υπηκόους χωρών όπως η Χιλή ή η Αργεντινή. Σε όλες τις προαναφερθείσες Ευρωπαϊκές χώρες το δικαίωμα του εκλέγειν αφορά στις τοπικές εκλογές και σε αρκετές δεν συνοδεύεται από το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, ή παρέχεται υπό περιορισμούς όπως στην ελληνική περίπτωση.
Θα ήταν λοιπόν ενδιαφέρον, εφόσον αναλύσαμε τις ιστορικές αφετηρίες της ιδέας και τις διεθνείς πρακτικές, να δούμε τι προβλέπει το νομοσχέδιο αυτό ώστε να κατανοήσουμε και τις αντιδράσεις του πολιτικού κόσμου. Το σχέδιο νόμου για την «πολιτική συμμετοχή ομογενών και αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν μόνιμα και μακροχρόνια στην Ελλάδα» όπως χαρακτηριστικά ονομάζεται το σχέδιο αναθεώρησης ορισμένων διατάξεων του νόμου 3284/2004 «Περί κυρώσεως του Κώδικα της Ελληνικής Ιθαγένειας», εισάγει τρία βασικά νέα δεδομένα σε νομικό αλλά και σε πολιτικό επίπεδο.
Πρώτον, αλλάζει το καθεστώς κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας η οποία θα χορηγείται πλέον υπό προϋποθέσεις και σε παιδιά μη Ελλήνων πολιτών. Δεύτερον, προβλέπεται το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι σε μη Έλληνες στις δημοτικές εκλογές υπό προϋποθέσεις και περιορισμούς. Τρίτον, απλοποιούνται ορισμένες από τις διαδικασίες πολιτογράφησης και θεσμοθετούνται, κάποιες πρακτικές οι οποίες στοχεύουν στην μείωση των φαινομένων αυθαιρεσίας της Διοίκησης απέναντι στους ενδιαφερομένους.
Σε επίπεδο πολιτικού συμβολισμού, σαφώς και πρόκειται για μια σημαντική στιγμή στην πορεία ωρίμανσης της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Εντούτοις, μια πιο ενδελεχής ανάλυση των νομοθετικών αυτών προτάσεων καταδεικνύει εύκολα τον δισταγμό της Ελληνικής Πολιτείας να περάσει από τον συμβολισμό στην πραγματική βελτίωση της θέσης των μεταναστών στην κοινωνία και στο πολιτικό σύστημα.
Το θέμα της κτήσης της ιθαγένειας αποτελεί κατά την γνώμη μας το κυριότερο διακύβευμα της προτεινόμενης νομοθετικής μεταρρύθμισης, καθώς προωθεί μια σειρά αλλαγών οι οποίες ενδέχεται να βελτιώσουν άμεσα την ζωή ενός σημαντικού αριθμού ανθρώπων που ζουν στην χώρα μας από την γέννησή τους καθώς και άλλων οι οποίοι διαμένουν μόνιμα πάρα πολλά χρόνια. Το νέο νομοσχέδιο προτείνει λοιπόν να εισαχθεί στον κώδικα ιθαγένειας το δίκαιο του εδάφους και να συμπληρώσει το δίκαιο του αίματος που ίσχυε μέχρι σήμερα. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά μη Ελλήνων που πληρούν κάποια κριτήρια θα μπορούν να αποκτούν την Ελληνική ιθαγένεια.
Εντούτοις, με μια πιο λεπτομερή ανάγνωση και περνώντας από το επίπεδο της θεωρητικής σύλληψης στο επίπεδο της πρακτικής εφαρμογής, το νομοσχέδιο εμπεριέχει ένα βασικό κενό το οποίο ενδέχεται να αναπαράγει κοινωνικό αποκλεισμό και πολίτες πολλαπλών ταχυτήτων. Η πρόσβαση στην ιθαγένεια προβλέπεται μόνο για τα παιδιά των «νομίμως και μακροχρόνια διαμενόντων» αλλοδαπών γονέων. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα τι θα συμβεί με τα παιδιά που πληρούν ακριβώς τις ίδιες προϋποθέσεις με την διαφορά ότι οι γονείς τους δεν διαθέτουν νομιμοποιητικά έγγραφα; Θεωρούμε λοιπόν ότι το τιμωρητικού χαρακτήρα νομικό κενό της προτεινόμενης μεταρρύθμισης θα έχει βαρύτατες συνέπειες για αρκετά παιδιά τα οποία σε καμία περίπτωση δεν φέρουν ευθύνη για τα όποια πεπραγμένα των γονέων τους.
Σε ότι αφορά την δυνατότητα ψήφου, αυτή παρέχεται σε ένα μικρό μόνο τμήμα των μεταναστών, όσο και αν τα νούμερα που προβάλλονται δείχνουν με μια πρώτη ματιά εντυπωσιακά. Το δικαίωμα αυτό τελικά θα αγγίξει έναν στους πέντε ή έναν στους έξι μετανάστες. Εάν προσθέσουμε τις διαδικασίες εγγραφής στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους που θα δημιουργηθούν, ο αριθμός των μεταναστών που τελικά θα συμμετάσχει στις επόμενες δημοτικές εκλογές, δύσκολα θα μεταβάλει τους υπάρχοντες τοπικούς σχηματισμούς.
Το δικαίωμα του εκλέγειν αφορά αποκλειστικά στις δημοτικές εκλογές και δεν συμπεριλαμβάνεται σε αυτό και ο δεύτερος βαθμός αυτοδιοίκησης. Εάν υποθέσουμε εντούτοις ότι το πνεύμα του νόμου είναι να δοθεί πολιτικό βήμα στους μετανάστες ώστε να μπορούν να συμμετάσχουν στις παρεμβάσεις που αφορούν στην καθημερινότητά τους, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί ο β΄ βαθμός αυτοδιοίκησης δεν συμπεριλαμβάνεται στην νομοθετική αναθεώρηση. Τέλος, για λόγους που η κυβέρνηση οφείλει να αποσαφηνίσει, περιορίζεται το δικαίωμα του εκλέγεσθαι μόνο σε επίπεδο συμβούλου, αποκλείοντας τους μετανάστες από τις θέσεις του δημάρχου ή του αντιδημάρχου.
Συνολικά λοιπόν θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ελληνικό νομοσχέδιο στην πρώτη του διατύπωση δεν είναι ιδιαίτερα καινοτόμο, ούτε αρκετά τολμηρό ώστε να γενικεύσει την απόδοση ευρέων πολιτικών δικαιωμάτων σε όλους τους μετανάστες. Εντούτοις, για τον ελληνικό μας μικρόκοσμο, πρόκειται για μια θετική εξέλιξη εφόσον θεσμοθετείται στην ουσία για πρώτη φορά, μια αναγνώριση από την Ελληνική Πολιτεία της κοινωνικής και πολιτικής ύπαρξης αυτών των ανθρώπων. Σε καμία περίπτωση όμως δεν θα έπρεπε το νομοσχέδιο αυτό να θεωρηθεί ως το επιστέγασμα μίας προσπάθειας καθώς αποτελεί κατά την γνώμη μας σημείο εκκίνησης και όχι επιθυμητή κατάληξη.

Ads

Κουντούρης Νικόλας, Πολιτειολόγος εξειδυμένος σε θέματα μετανάστευσης, διδάκτωρ του Ινστιτούτου Πολιτικών Σπουδών του Aix-en-Provence.