H Ουγγαρία το τελευταίο διάστημα είναι στην επικαιρότητα, μια λόγω της παρουσίας του ΔΝΤ εκεί, μια λόγω των εκλογών και τη νίκη της Δεξιάς παράταξης. Εμένα όμως μου κέντρισε το ενδιαφέρον μια άλλη εξέλιξη αναφορικά με την Ουγγαρία τον περασμένο μήν. Ψηφίστηκε νόμος ο οποίος τιμωρεί όποιον δημόσια ή αρνείται ή υποβαθμίζει το μέγεθος του Ολοκαυτώματος, με ποινή φυλάκισης μέχρι τρία (3) χρόνια. Δυστυχώς η διάταξη δεν περιλαμβάνει και οικονομικά ολοκαυτώματα ελέω ΔΝΤ…

Ads

Αναζητώντας λοιπόν στοιχεία κανείς για το ποιες χώρες τιμωρούν τη δημόσια άρνηση ότι το Ολοκαύτωμα των Εβραίων υπήρξε πραγματικό γεγονός ανακαλύπτει ότι την αυστηρότερη νομοθεσία την έχουν οι χώρες που είτε συμμετείχαν στην υλοποίησή του ή που στο έδαφός τους σημειώθηκαν οι μεγαλύτεροι διωγμοί και μαζικές εκκαθαρίσεις Eβραίων. Ίσως γιατί εκεί η ανάμνηση των φρικαλεοτήτων είναι πιο ισχυρή από οπουδήποτε αλλού και επιβάλλει να μην ξεχαστεί ποτέ αυτό το γεγονός…

Δεν πρέπει να παραβλεφθεί ότι οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Τσεχία και η Πολωνία δεν τιμωρούν την άρνηση, αμφισβήτηση, δικαιλόγηση ή επιδοκιμασία μόνο των εγκλημάτων των Ναζί αλλά και αυτά του Κομμουνιστικού Καθεστώτος, στην Τσεχία με φυλάκιση από έξι (6) μήνες μέχρι τρία (3) χρόνια και στην Πολωνία με πρόστιμο ή φυλάκιση μέχρι τρία (3) χρόνια.

image

Ads

Δε χρειάζεται να αναφέρω ότι στο Ισραήλ είναι δεδομένη η τιμωρία όποιου δημόσια αρνείται το Ολοκαύτωμα και τα εγκλήματα των Ναζί κατά του εβραϊκού λαού.

Το παράδοξο ωστόσο είναι ότι δύο από τους παραδοσιακούς σύμμάχους του Ισραήλ, τόσο το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν προβλέπουν ποινή ειδικά για την άρνηση του Ολοκαυτώματος με βασικό επιχείρημα ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε περιορισμό της ελευθερίας του λόγου. Και όντως τόσο η Μεγάλη Βρετανία όσο και οι Η.Π.Α έχουν αρκετά φιλελέυθερη προσέγγιση στο θέμα της ελευθερίας του λόγου, ίσως περισσότερη από τις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι στο έδαφός τους δεν πάτησε γερμανός κατακτητής με αποτέλεσμα να μη λάβουν χώρα οι μαζικές εκκαθαρίσεις που διαπράχτηκαν στις ηπειρωτικές ευρωπαϊκές χώρες.

Ένα από τα επιχειρήματα που εισφέρονται στη συζήτηση κατά της τιμωρίας αυτών που αρνούνται ότι έγινε το Ολοκαύτωμα έχει να κάνει με το γεγονός ότι αυτή είναι μια επιλεκτική τιμωρία-ρύθμιση. Ότι δηλαδή αφορά μόνο σε μια περίπτωση και δεν επεκτείνεται σε όλες τις γενοκτονίες ή δεν καλύπτει όλα τα εγκλήματα πολέμου που έχουν διαπραχθεί κατά καιρούς. Η ουσία όμως είναι να εξετάσουμε αν μια τέτοια απαγορεύση και τιμωρία είναι αυτή καθεαυτή δικαιολογημένη. Αν πρέπει να τιμωρείται τότε το ερώτημα θα είναι όχι γιατί τιμωρείται μόνο η άρνηση του Ολοκαυτώματος αλλά γιατί δεν τιμωρείται και η άρνηση των υπολοίπων γενοκτονιών κτλ.

Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι αυτό που προστατεύουν οι διατάξεις αυτές σχετικά με την άρνηση, υποβάθμιση κτλ του Ολοκαυτώματος είναι η ιστορική αλήθεια. Δηλαδή φαίνεται σαν κάποιος που αρνείται μια ιστορική αλήθεια να γίνεται υπόλογος. Μια τέτοια προσέγγιση είναι επιφανειακή, αν δεν εξετάσουμε μάλιστα ποιοι είναι συνήθως οι αρνητές του ολοκαυτώματος και για ποιο λόγο το αρνούνται.

Η άρνηση του Ολοκαυτώματος αποτελεί από μια σκοπιά ένα ιστορικό ψέμα που προσβάλει έναν λαό ή ορθότερα έναν πληθυσμό. Η προσβολή έγκειται στο ότι η άρνησή του σημαίνει και ερμηνεύεται ως εξής, ότι οι Εβραίοι κατ ουσίαν ψεύδονται για το Ολοκαύτωμα. Σύμφωνα με τους αρνητές αυτό δεν έγινε ποτέ αλλά «κατασκευάστηκε» και χρησιμοποιήθηκε ως μοχλός πίεσης για να ικανοποιηθεί το πάγιο αίτημά τους που ήταν η ίδρυση Εβραϊκού κράτους στη Μέση Ανατολή.

Σε όλες τις περιπτώσεις είτε αυτές έχουν να κάνουν με γνωστές δίκες για το θέμα αυτό, είτε με βιβλία ιστορικά ή μη είτε με έρευνες χρηματοδοτούμενες ή μη έχει διαπιστωθεί ότι πίσω από την άρνηση του ολοκαυτώματος ως πραγματικού γεγονότος βρίσκεται η προσπάθεια αντισημιτικής ρατσιστικής προπαγάνδας. Σε πολλές των περιπτώσεων μάλιστα οι διάφορες μελέτες, βιβλία κτλ ενδύονται έναν ιστορικό –αλλά στην πραγματικότητα ψευδοεπιστημονικό- χαρακτήρα ώστε η προπαγάνδα αυτή να έχει το άλλοθι αλλά και τα προνόμια –ελευθερίας λόγου κτλ- της επιστημονικότητας. Όσες έρευνες έχουν χρηματοδοτηθεί για αυτό το θέμα έχει αποδειχτεί ότι χρηματοδοτούνται πάντοτε από πηγές που διακατέχονται και εμφρούνται από ακραίες ρατσιστικές και ναζιστικές αντιλήψεις.

Θα σκεφτόταν κανείς ότι τέτοιες προσπάθειες ίσως θα είχαν σημείο εκκίνησης γερμανούς ιστορικούς οι οποίοι θα ήθελαν να βρουν περισσότερα στοιχεία για να αποτινάξουν από πάνω τους το ιστορικό βάρος της απόπειρας εξάλειψης ενός ολόκληρου λαού-πληθυσμού. Ωστόσο δεν είναι έτσι…

Πρώτα από όλα η νομοθεσία για την άρνηση του Ολοκαυτώματος συνήθως τιμωρεί τρεις (3) περιπτώσεις, την άρνηση, την υποβάθμιση και την επιδοκιμασία. Η ποινική αυτή νομοθεσία που τιμωρεί τις παραπάνω περιπτώσεις σε κάθε περίπτωση αποτελεί περιορισμό της ελευθερίας του λόγου. Από τη στιγμή που επικρέμαται ποινή στέρησης της ελευθερίας για κάτι που θα πει κάποιος αυτό αποτελεί αδιαμφισβήτητα περιορισμό. Αυτό που είναι σημαντικό είναι κατά πόσο ένας τέτοιος περιορισμός δικαιολογείται. Σε κάθε περίπτωση τα συνταγματικά δικαιώματα δεν ζουν σε μια ιδανική-ιδεατή σφαίρα, αλλά βρίσκονται πολλές φορές σε τροχιά σύγκρουσης μαζί τους. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν περιπτώσεις που ο περιορισμός της ελευθερίας του λόγου δεν είναι απλώς θεμιτός αλλά επιβεβλημένος προκειμένου να προστατευτούν άλλα συνταγματικά δικαιώματα.

Νομίζω η τιμωρία αυτών που επιδοκιμάζουν δημόσια γενοκτονίες και άλλες πράξεις βίας συνιστά την πιο εύκολη περίπτωση από όλες. Η τιμωρία της προτροπής σε πράξεις βίας αποτελεί κλασική περίπτωση περιορισμού του λόγου που σκοπό έχει να προστατέψει τη δημόσια τάξη αλλά και να συμβάλει στην πρόληψη τέλεσης νέων εγκλημάτων. Τέτοιοι περιορισμοί στην ελευθερία του λόγου προβλέπονται και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου –βλ. άρθρο 10 παρ. 2.

Αυτοί που απλώς αρνούνται ή προσπαθούν να υποβαθμίσουν τη σημασία ή το μέγεθος του Ολοκαυτώματος παραθέτοντας διαφορετικά νούμερα από τον πραγματικό αριθμό των θυμάτων τι κακό ακριβώς πράττουν που επιβάλλει την τιμωρία τους; Ισα ίσα που κάποιος μπορεί να σκεφτεί ότι αυτοί που αρνούνται το κάνουν γιατί θεωρούν το Ολοκαύτωμα ως κάτι το ηθικά αποδοκιμαστέο και άρα διαφωνούν με αυτό. Πέρα από το ότι η άρνηση εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας αποτελεί τον πιο εύκολο δρόμο για να επαναληφθούν αυτά υπάρχει και κάτι άλλο πίσω από την άρνηση που ενοχλεί. Κάτι που ο Ισπανός νομοθέτης είχε αρχικά δει αλλά το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ισπανίας κάνοντας μια στροφή το 2007 δεν κατάφερε τελικά να δει.

Συγκεκριμένα ο Léon Degrelle, βέλγος ΝεοΝαζί μηνύθηκε από την Violeta Friedman, μίας εκ των επιζώντων του Ολοκαυτώματος, για δηλώσεις που έκανε ο πρώτος αρνούμενος την ύπαρξη του Ολοκαυτώματος. Η υπόθεση κατέληξε στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Ισπανίας για να εξετάσει τη σύγκρουση που προέκυπτε ανάμεσα σε 2 συνταγματικά δικαιώματα αυτό της ελευθερίας του λόγου (άρθρο 20 Ισπανικού Συντάγματος) και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρθρο 18). Το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δηλώσεις κείμενα βιβλία που περιέχουν ιστορικές ανακρίβειες ή αναλήθειες ή ακόμα και διαστρεβλώσεις της ιστορικής πραγματικότητας εντάσσονται στο πεδίο προστασίας της ελευθερίας του λόγου. Ωστόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είχαμε να κάνουμε απλώς με ιστορικές ανακρίβειες ή αναλήθειες. Το δικαστήριο έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση τα σχόλια του βέλγου νεοναζί αποτελούν επίθεση και προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας με σκοπό να προκαλέσουν ρατσιστικό μένος και μίσος και άρα δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να εμπίπτουν στο πεδίο προστασίας της ελευθερίας του λόγο (βλ. Sentencia Tribunal Constitucional núm. 214/1991 (Sala Primera ), de 11 noviembre, paragraph 8.). Σε άλλη περίπτωση όμως το Ισπανικό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματική τη διάταξη του Ισπανικού Ποινικού Κώδικα που προέβλεπε την τιμωρία της άρνησης του Ολοκαυτώματος, ενώ θέωρησε σύμφωνη με το Ισπανικό Σύνταγμα την τιμωρία της επιδοκιμασίας των ναζιστικών εγκλημάτων…(βλ. Tribunal Constitucional, Pleno. Sentencia 235/2007, de 7 de noviembre de 2007. Cuestión de inconstitucionalidad 5152-2000)…

Έτσι λοιπόν στην Ισπανία αν κάποιος δηλώσει δημόσια ότι καλώς υπήρχαν οι θάλαμοι αερίων επί Ναζί, τότε τιμωρείται, ενώ αν πει ότι αυτοί δεν υπήρξαν ποτέ, παραμένει ατιμώρητος. Στον αντίποδα βρίσκεται η πρακτική που ακολουθείται στη Γαλλία. Στη Γαλλία με το νόμο Gayssot της 13ης Ιουλίου του 1990 το Γαλλικό Κοινοβούλιο αποφάσισε ότι η άρνηση του Ολοκαυτώματος είναι μια μορφή ρατσιστικού μίσους και έτσι με σχετική ποινική διάταξη τιμωρεί όποιον αμφισβητεί την ύπαρξή του. Η εφαρμογή του νόμου είναι τόσο αυστηρή που περιπτώσεις υποβάθμισης του Ολοκαυτώματος αν και δεν υπάγονται γραμματικά στη διάταξη του νόμου, ωστόσο τιμωρούνται και αυτές ως μια μορφή αμφισβήτησης του Ολοκαυτώματος, κάτι που μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ανεπίτρεπτη διαστολή του γράμματος του νόμου.

Στις αρχές της δεκαετίας του 80 ο καθηγητής Robert Faurisson στο Πανεπιστήμιο της Λυόν έκανε δηλώσεις αμφισβητώντας ότι υπήρχε ποτέ εντολή ή σχέδιο του Χίτλερ για μαζική εκκαθάριση Εβραίων από τους Ναζί. Του επιβλήθηκε συμβολική ποινή ενός γαλλικού φράγκου, μιας και τότε δεν υπήρχε νόμος που να τιμωρεί την άρνηση του Ολοκαυτώματος. Ταυτόχρονα και με την άνοδο του Λεπέν στη Γαλλία ήρθε το 1990 ο νόμος Gayssot. Ωστόσο ο Faurisson επανέλαβε και μετά τη θέση σε ισχύ του νέου νόμου τις δηλώσεις του περί μη ύπαρξης θαλάμων αερίων κτλ και ήταν ο πρώτος που καταδικάστηκε με το νόμο Gayssot. Άλλη μια παρόμοια περίπτωση ήταν του Pierre Marais, ο οποίος το Σεπτέμβριο του 1992 δημοσίευσε ένα τρισέλιδο άρθρο στο 40ο τεύχος του περιοδικού “Revision» με τίτλο “Ο θανατηφόρος θάλαμος αερίων στο Struthof-Natzweiler, μια ειδική περίπτωση”. Στο κείμενο αυτό αμφισβήτουσε τη λειτουργια και ύπαρξη των θαλάμων αερίων. Ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του και στις 10 Ιουνίου του επεβλήθηκε από το Δικαστήριο πρόστιμο ύψους 10 χιλιάδων γαλλικών φράγκων και αποζημίωση στις αντιρατσιστικές οργανώσεις που ήταν διάδικοι στη δίκη…

Το Δικαστήριο απάντησε ως προς το αν ένας τέτοιος περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης είναι μέσα στα πλαίσια που προδιαγράφει η παράγραφος 2 του άρθρου 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στο άρθρο 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ προβλέπονται οι δικαιολογημένοι και θεμιτοί περιορισμοί στην ελευθερία του λόγου. Το Δικαστήριο συγκεκριμένα είπε ότι ο νόμος βρίσκεται μέσα στα όρια των θεμιτών περιορισμών της ελευθερίας της έκφρασης και συγκεκριμένα ότι αποτελεί αναγκαίο περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης για την προστασία των δικαιωμάτων τρίτων –θυμάτων ολοκαυτώματος- αλλά και της υπόληψης-κοινωνικής παράστασης των θυμάτων αλλά και για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Δηλώσεις –δημόσιες- που αρνούνται το Ολοκαύτωμα και γενικά τις γενοκτονίες των Ναζί προσβάλλουν τη μνήμη των θυμάτων του Ολοκαυτώματος αλλά και την κοινωνική ειρήνη και δημόσια τάξη αφού με τη διάδοση τέτοιων ιδεών προσπαθούν να αποκαταστήσουν και επαναφέρουν το ρατσιστικό δόγμα των Ναζί και τις ρατσστικές πολιτικές τους.

Η υπόθεση έφτασε μέχρι και την Επιτροπή των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίο της Ευρώπης –καμία σχέση με ΕΕ, εκείνη την περίοδο δεν προβλεπόταν ακόμη ατομική προσφυγή πολίτη στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) αλλά η προσφυγή έπρεπε να περάσει από την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και αν αυτή την έκρινε βάσιμη τότε την εισήγαγε αυτή στο Δικαστήριο εκ μέρους του πολίτη που προσέφυγε σε αυτή. Ο Pierre Marais (βλ. Application 31159/1996, Pierre Marais v. France, Decision of 24 June 1996 on the admissibility of the application) στρεφόταν κατά του Γαλλικού νόμου με κύριο επιχείρημα ότι του στερούσε την ελευθερία του λόγου και ότι αυτός ο περιορισμός του Γαλλικού νόμου ήταν αντίθετος και με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ για την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης. Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Ευρωπαϊκού Δικαστήριου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) απέριψε την προσφυγή του Marais λέγοντας ότι ο Γαλλικός νόμος αποτελεί δικαιολογημένο και αναγκαίο περιορισμό της ελεθερίας του λόγου και είναι σύμφωνος και με τις εξαιρέσεις που προβλέπει η ίδια η ΕΣΔΑ για την ελευθερία του λόγου στο άρθρο 10 παρ. 2 –Η άσκησις των ελευθεριών τουτων, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας δύναται να υπαχθή εις ωρισμενας διατυπωσεις, όρους,περιορισμούς ή κυρώσεις, προβλεπομένους υπο του νόμου και αποτελόυντας αναγκαια μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια την εθνικήν ασφάλειαν, την εδαφικήν ακεραιότητα ή δημοσίαν ασφάλειαν την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν το εγκλήματος, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, της προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων, την παρεμπόδισιν της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή την διασφάλισιν του κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.

Η Επιτροπή λοιπόν αποφάνθηκε ότι ο περιορισμός της έκφρασης στην περίπτωση της άρνησης του Ολοκαυτώματος προβλέπεται από Νόμο –νόμο Gayssot- και αποτελεί μέτρο για τη δημόσια τάξη και πρόληψη του εγκλήματος, προστατεύοντας την υπόληψη αλλά και τα δικαιώματα τρίτων. Και είναι περιορισμός που κρίνεται αναγκαίος προκειμένου να διασφαλίζεται ειρηνική συνύπαρξη στη γαλλική κοινωνία και ότι η Γαλλία όπως και όλα τα κράτη μέλη έχουν το περιθώριο να κρίνουν κατά πόσο υπάρχει κάποια κοινωνική ανάγκη που επιβάλλει τέτοιους περιορισμούς. Επιπλέον η Επιτροπή απάντησε και στον ισχυρισμό του Marais ότι το κειμενό του αποτελούσε ένα επιστημονικό άρθρο. Σύμφωνα λοιπόν και με τα οριζόμενα στην ΕΣΔΑ δεν υπάρχει καμιά ελευθερία που να είναι απόλυτη. Και οι περιορισμοί της ελευθερίας της έκφρασης όπως περιγράφονται παραπάνω δεν κάνουν κάποια ειδική μνεία ότι δεν εφαρμόζονται και στα επιστημονικά κείμενα.

Τέλος η Επιτροπή των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που έκρινε την προσφυγή του Pierre Marais επισήμανε ότι το άρθρο 17 της ΕΣΔΑ αναφέρει ρητά ότι “Ουδεμία διάταξις της παρουσης συμβάσεως δύναται να ερμηνευθή ως επαγομένη δι` έν κράτος, μίαν ομάδα ή έν άτομον οιονδήποτε δικαίωμα όπως επιδοθή εις δραστηριότηα ή εκτελέση πράξεις σκοπούσας εις την καταστροφήν των δικαιωμάτων ή ελευθεριών, των αναγνωρισθέντων εν τη παρούση συμβάσει, ή εις περιορισμούς των δικαιωμάτων και ελευθεριών τούτων μεταλυτέρων των προβλεπομένων εν τη ρηθείση Συμβάσει.” Έτσι λοιπόν η ελευθερία του λόγου δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως άλλοθι ή όχημα προκειμένου να προσβληθούν άλλα δικαιώματα ή ελευθερίες τρίτων…

Αυτό λοιπόν που πέτυχε ο νόμος στη Γαλλία ήταν να αλλάξει το ερώτημα που τίθεται ενώπιον των δικαστηρίων. Πριν το νόμο οι Αρνητές του Ολοκαυτώματος κατηγορούνταν ως προπαγανδιστές των Ναζί και απαντούσαν με αγωγές και μηνύσεις εναντίον των επικριτών τους. Έτσι στο δικαστήριο οι επικριτές έπρεπε να αποδείξουν την αλήθεια των ισχυρισμών τους δλδ ότι το Ολοκαύτωμα υπήρξε πραγματικό γεγονός και ότι οι Αρνητές -ρεβιζιονιστές- ήταν παραχαράκτες της Ιστορίας. Από τότε που ξεκίνησε να ισχύει ο νόμος όμως, το δικαστήριο έκρινε μόνο κατά πόσο υπήρξε άρνηση του Ολοκαυτώματος ή όχι. Δε χρειαζόταν να μπει στην αντιπαράθεση κατά πόσο αυτό ήταν ή όχι γεγονός, μιας και ο νόμος ρητά τιμωρούσε όποιον το αρνούνταν.

Στη Μεγάλη Βρετανία όμως που δεν υπάρχει ρητή διάταξη που να τιμωρεί τους αρνητές του Ολοκαυτώματος, έλαβε χώρα αυτό που περιέγραψα πιο πάνω που συνέβαινε και στη Γαλλία πριν το νόμο Gayssot.
H καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Emory, Deborah Lipstadt αποκάλεσε τον David Irving στο βιβλίο της “Denying the Holocaust” απολογητή των Ναζί και θαυμαστή του Χίτλερ επειδή διαστρέβλωσε ιστορικά γεγονότα και παραχάραξε ιστορικά αρχεία προκειμένου να αποδείξει ότι το Ολοκαύτωμα δε συνέβη ποτέ. Ο David Irwing προσέφυγε στα βρετανικά δικαστήρια θεωρώντας συκοφαντικούς τους ισχυρισμούς της Lipstadt. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης έπρεπε τώρα η εγκαλούμενη Lipstadt να αποδείξει την αλήθεια των ισχυρισμών της αναδεικνύοντας τις ανακριβείες και τη διαστρέβλωση των ιστορικών στοιχείων που επικαλούνταν ο David Irving. Στο τέλος απέδειξε όχι μόνο τα κενά και τις μεθοδεύσεις του Irving αλλά κατέδειξε τη σχέση του με φιλοναζιστικούς κύκλους και οργανώσεις –μία μάλιστα με έδρα τις ΗΠΑ γνωστή για την προπαγάνδα της για την ιστορική αναλήθεια του Ολοκαυτώματος…

Ο βρετανός δικαστής στην απόφαση, 350 σελίδων κατέληγε ότι ο Irving αποτελεί ξεκάθαρη περίπτωση αρνητή του Ολοκαυτώματος (Holocaust denier) και ότι όλα τα ιστορικά λάθη και σφάλματα, ανακρίβειες και αναλήθειες του Irving είχαν ως μοναδικό σκοπό να απαλλάξουν τον Χίτλερ από τις κατηγορίες του Ολοκαυτώματος… προσθέτοντας ότι αποδείχτηκε ότι ο Irving είναι εκτός από αρνητής του Ολοκαυτώματος, ρατσιστής και ότι σχετίζεται με εξτρεμιστικές ακροδεξιές ομάδες που υποστηρίζουν τη ναζιστική ιδεολογία (Irving ‘…is an active Holocaust denier … anti-Semitic and racist and associates with right wing extremists who promote Nazism).

Στην παραπάνω περίπτωση ελλείψει διάταξης που να τιμωρεί τους Αρνητές του Ολοκαυτώματος, αντικείμενο της δίκης τελικά έγινε θέλοντας και μη το κατά πόσο το Ολοκαύτωμα τελικά συνέβη ή όχι. Αν υπήρχε ρητή διάταξη όπως π.χ. στην Αυστρία ή άλλες χώρες ο Irving από τιμητής και κατήγορος θα γινόταν κατηγορούμενος όπως και έγινε τελικά όταν το 2005 συνελήφθη στην Αυστρία επειδή εκκρεμούσε ένταλμα εις βάρος του από το 1989 για το περιεχόμενο δηλώσεων του που έκανε επι Αυστριακού εδάφους και με τις οποίες αρνούνταν το Ολοκαύτωμα.

Το θέμα είναι όμως ότι και στις 2 περιπτώσεις οι αρνητές του Ολοκαυτώματος αντλούν οφέλη. Στην περίπτωση που η άρνηση του Ολοκαυτώματος δεν τιμωρείται διαχέουν την υπόγεια προπαγάνδα τους, ενώ στην περίπτωση που καταδικάζονται από τα δικαστήρια, μετατρέπονται σε μάρτυρες υπερ της ελευθερίας του λόγου και μετατρέπουν τις δίκες αυτές σε αγώνα υπέρ της ελευθερίας του λόγου.

Η αλήθεια είναι ότι η άρνηση του Ολοκαυτώματος είναι μια έμμεση ή πονηρή προσέγγιση για να περάσουν κάποια μηνύματα. Ωστόσο δεν παύει όμως σε κάθε περίπτωση μια τέτοια διάταξη να επιβάλλει ποινές στερητικές της ελευθερίας για την προσπάθεια διαστρέβλωσης μια ιστορικής αλήθειας εκ πρώτης όψεως. Το πρόβλημα είναι τι συμβαίνει όταν ο ίδιος νομοθέτης αποφασίσει ότι η γενοκτονία των Αρμενίων δεν διαπράχτηκε ποτέ και ότι αυτό αποτελεί μια αντι-τουρκική προπαγάνδα η οποία χρήζει τιμωρίας γιατί στρέφεται κατά του τουρκικού κράτους και έθνους κατ’ επέκταση. Δηλαδή όταν το κάθε κράτος θα αποφασίζει ποιες απόψεις είναι επικίνδυνες ή μη για την κοινωνία.

Εδώ θα αντιτάξει κανείς ότι δηλώσεις που αμφισβητούν τη διάπραξη του Ολοκαυτώματος κατ ουσία δεν αποτελούν γνώμη ή άποψη αλλα αμφισβήτηση ή άρνηση ενός γεγονότος και άρα όπως οι ψευδείς ισχυρισμοί που θίγουν την υπόληψη κάποιου τιμωρούνται, έτσι και η παραχάραξη ιστορικών γεγονότων που προσβάλλουν ή θέλουν να πλήξουν όχι μόνο τη συλλογική μνήμη κάποιου πληθυσμού αλλά συνδέονται και με την πρόκληση ρατσιστικού μίσους δεν μπορεί να παραμένουν στο απυρόβλητο.

Το πρόβλημα όμως εξακολουθεί να υπάρχει, γιατί σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός καθεαυτός δε θίγει άμεσα ή περιορίζει τα δικαιώματα των άλλων όπως οι πράξεις. Υπό αυτήν την έννοια ο λόγος και η προπαγάνδα κατ επέκταση μπορεί να δημιουργήσουν εκείνες τις συνθήκες ώστε κάποιοι στο μέλλον να προβούν σε πράξεις ρατσιστικού περιεχομένου αλλά από μόνος του δεν στερεί την απόλαυση δικαιωμάτων από άλλους. Το παρελθόν έχει αποδείξει όμως ότι όταν το δηλητήριο της ρατσιστικής προπαγάνδας φωλιάσει στο μυαλό ομάδων, τότε μπορεί να τελεστούν εγκλήματα εις βάρος μειονοτήτων.

Στην περίπτωση της άρνησης του Ολοκαυτώματος έχουμε 2 οξύμωρα. Από τη μία οι αρνητές που όπως έχει αποδειχτεί κινούνται από φιλοναζιστικά ή αντισιμιτικά ελατήρια κάνουν κόπτονται υπέρ της ελευθερίας του λόγου την οποία υπό άλλες συνθήκες με χαρά θα στερούσαν, από την άλλη έχουμε το κράτος να περιορίζει ένα δικαίωμα επικαλούμενο την προστασία άλλων δικαιωμάτων. Την αυτή συλλογιστική ακολουθεί το κράτος και το κάθε κράτος στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας. Επικαλείται την προσβολή δικαιωμάτων για να έρθει να περιορίσει.

Σε κάθε περίπτωση το να θέτει ο εκάστοτε νομοθέτης τα όρια στην ελευθερία του λόγου ανάλογα με το ποιες απόψεις, αλήθειες ή ψέματα θεωρεί επικίνδυνα, κρύβει πολλούς κινδύνους.

Η ισορροπία είναι δύσκολη, γιατί ακόμα και η διάκριση ανάμεσα στο αληθινό ή ψευδές γεγονος δεν είναι πάντοτε τόσο εύκολη όταν την αποφασίζει η κρατική εξουσία.

Πολλοί επικαλούνται επιχειρήματα ιδεαλιστικού τύπου όπως η αλήθεια δε χρειάζεται προστασία, ότι η αλήθεια πάντα βγαίνει στην επιφάνεια άρα δε χρειάζεται νομοθετικές ρυθμίσεις που να τιμωρεί όσους την αμφισβητούν. Η πραγματικότητα έχει δείξει όμως ότι η αλήθεια μπορεί πολύ εύκολα αν το αποφασίσουν κάποιοι να θαφτεί…

Στη Μεγάλη Βρετανία είχε προταθεί σχέδιο νόμου που να τιμωρεί την άρνηση του Ολοκαυτώματος αλλά στο τέλος θεωρήθηκε ότι το Ολοκαύτωμα είναι τόσο αδιαμφισβήτητο γεγονός που η προπαγάνδα των Αρνητών περισσότερο πιθανό είναι να προκαλέσει συναισθήματα συμπάθειας για το δράμα των θυμάτων του Ολοκαυτώματος παρά να δημιουργήσει αντικειμενικές συνθήκες ικανές να προκαλέσουν ρατσιστικό μίσος.

Σε κάθε περίπτωση μια διάταξη που τιμωρεί την άρνηση του Ολοκαυτώματος πρέπει στη νομοτυπική της μορφή να περιέχει και την πρόκληση ρατσιστικού μίσους, ώστε ο η ελευθερία του λόγου να περιορίζεται επειδή ο λόγος αυτός δύναται να προκαλέσει κίνδυνο ή βλάβη –μέσω της πρόκλησης ρατσιστικού μίσους που μπορεί να οδηγήσει σε ρατσιστικές πράξεις και εγκλήματα.

Κατά πόσο η ποινική καταστολή είναι αρκετό ή το καλύτερο μέσο για να αντιμετωπιστεί μια έμμεση και υπόγεια προπαγάνδα όπως η άρνηση του Ολοκαυτώματος διατηρώ αρκετές αμφιβολίες. Γιατί στις περισσότερες των περιπτώσεων οι ποινικές διατάξεις είναι η ευκολότερη και πιο φτηνή λύση για να αντιμετωπιστεί ένα πρόβλημα. Ταυτόχρονα μπορεί να δημιουργήσει και τον εφησυχασμό ότι αφού τιμωρείται αυτού του είδους η προπαγάνδα δε χρειάζεται να γίνει τίποτα άλλο.

Στην πραγματικότητα η ποινική καταστολή για «εγκλήματα» λόγου είναι μια επικίνδυνη οδός που κρύβει περισσότερους κινδύνους από όσα αποτελέσματα επιφυλάσσει. Η απάντηση στο κάθε είδος ρατσιστικής προπαγάνδας θα έρθει μέσα από την παιδεία και το εκπαιδευτικό σύστημα αλλά και τον αποκλεισμό αυτού του λόγου από τα μέσα ενημέρωσης, όχι από ποινικές διατάξεις και ενδεχόμενες τιμωρίες…

For the record, στην Ελλάδα δεν υπάρχει διάταξη που να τιμωρεί την άρνηση του Ολοκαυτώματος ως ιστορικού γεγονότος…

ΥΓ: για όσους τους ενδιαφέρει παρακάτω αναφέρω μια λίστα αποφάσεων του ΕΔΔΑ ή της Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε υποθέσεις σχετικές με την Αρνηση του Ολοκαυτώματος

του χρήστη j4nus

Austria
1989 European Commission of Human Rights, B.H., M.W., H.P., G.K. versus Austria [E] [Subject: Holocaust denial]
1994 European Commission of Human Rights, Walter Ochensberger versus Austria [E] [Subject: Holocaust denial]
1996 European Commission of Human Rights, Friedrich Rebhandl versus Austria [E] [Subject: Holocaust denial]
1997 European Commission of Human Rights, Gerd Honsik versus Austria [E] [partial decision 1995: E] [Subject:
Holocaust denial]
1998 European Commission of Human Rights, Herwig Nachtmann versus Austria [E] [Subject: Holocaust denial]

Belgium
1983 European Commission of Human Rights, T. versus Belgium [E] [Subject: Holocaust denial]

France
1996 European Commission of Human Rights, Marais versus France [F] [Subject: Holocaust denial]
1996 United Nations Human Rights Committee, Faurisson versus France [E][F] [Subject: Holocaust denial]
1998 European Court of Human Rights, Lehideux & Isorni versus France [E][F] [Subject: Lapse of time after event;
apology of war crimes]
2003 European Court of Human Rights, Garaudy versus France [E][F] [Subject: Holocaust denial]

Germany
1994 Bundesverfassungsgericht (Federal Constitutional Court), Federal Examination Office for Literature endangering Young People versus X. [David Irving] [E] [Subject: Book ban; academic freedom of speech, research, and teaching]
1995 European Commission of Human Rights, Nationaldemokratische Partei Deutschlands versus Germany [E] [Subject:
Holocaust denial]
1995 European Commission of Human Rights, Otto Remer versus Germany [E] [Subject: Holocaust denial]
1995 European Commission of Human Rights, Udo Walendy versus Germany [E] [Subject: Holocaust denial]
1996 European Commission of Human Rights, D.I. [David Irving] versus Germany [E] [Subject: Holocaust denial]
1999 European Commission of Human Rights, Hans-Jürgen Witzsch versus Germany [E] [Subject: Holocaust denial]