Για δεκαετίες στην κυριολεξία, μεγαλώνω με τα «εμπρός στον δρόμο που χάραξε…»
Το σύνθημα, όπως και πολλά άλλα, κουράστηκε στ’ αυτιά μου, ξέφτισε.
Κατάντησε παράφωνο, ανώφελο και ηχορρυπαντικό καθώς αλλοιώθηκε κι’ έγινε μια δηλητηριώδης καραμέλα που πιπιλίζουν αρειμανίως τα υποπροϊόντα του αντιδικτατορικού αγώνα.
Αυτοί που αντάλλαξαν μια συγκυρία στην οποία βρέθηκαν ή και ανταποκρίθηκαν ακόμα, για να χαράξουν τον δρόμο στον οποίο βάδισαν κατασπαράσσοντας τον εθνικό πλούτο, μετατρέποντας την Ελλάδα σταδιακά σε έρημη χώρα.
Έρημη Χώρα είπα και, πώς να μη θυμηθώ ευλαβικά τον Elliot;
« Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές
Ο Δημήτρης Χριστούλας, υπάρχει.
Μπαμ!
Τώρα δεν υπάρχει.
Ή όχι;

Ads

Θα ακουστεί άραγε στην ερημιά των Αθηνών το «εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Δημήτρης;»
Όχι αυτός του φονικού.
Ο άλλος, ο δρόμος του μέχρις εσχάτων αγώνα για αξιοπρέπεια.
Αυτόν είναι που έδειξε ο κύριος Δημήτρης Χριστούλας.
Ή μήπως ο αντίλαλος του πυροβολισμού που διαπέρασε τα κεφάλια μας θα χαθεί-και αυτός- σταδιακά αφού πρώτα εκτονωθεί το θυμικό;
Θα μείνουν τάχα μονάχα τα λόγια των υποκριτών να μολύνουν κι’ άλλο τον αέρα δίχως αντίλογο, δίχως αντίσταση δίχως φωνή;
« Κείνο το λείψανο που φύτεψες στον κήπο σου τον άλλο χρόνο,
Άρχισε να βλασταίνει; Πες μου, θ’ ανθίσει εφέτο;
Ή μήπως η ξαφνική παγωνιά πείραξε τη βραγιά του;
κράτα μακριά το Σκυλί τον αγαπάει. τον άνθρωπο,
Τι με τα νύχια του θα το ξεχώσει πάλι !
Συ ! hypocrite lecteur ! – mon semblable, – mon frère !

Δεν θέλω να αναφέρω καν τα ονόματά τους.
Είναι λερά και θα βρωμίσουν ένα γραπτό που εξελίσσεται με το νου προσηλωμένο στην έξοδο ενός Αξιοπρεπούς.
Πως μπορώ να προφέρω Δημήτρης Χριστούλας και μετά «αυτούς»;
Ο Κύριος Δημήτρης Χριστούλας όμως, δεν χάραξε δρόμο.
Ούτε λεωφόρο άνοιξε.
Σε έναν τόπο ανθρώπων ρημαγμένων, με το μέλλον ακυρωμένο, το παρόν σκοτωμένο και το χθες παραμορφωμένο, ο Άνθρωπος αυτός, πήγε στην Πλατεία Συντάγματος, εκεί όπου κατά τη διάρκεια του περασμένου θέρους, ακόμα διεκδικούσε το δικαίωμα να διαλαλεί την αγανάκτησή του και να διαχέει την οργή του συλλογικά.
Συνάντησε τον εαυτό σε διαφορετικό χρόνο και στόχευσε με απόλυτη ακρίβεια. Οπλισμένος, αφόπλισε το σύστημα από τη δυνατότητα να του εξευτελίζει τη ζωή και να του την εκτρέπει σε έναν βίο σκυφτό.

Ο Δημήτρης Χριστούλας πεθαίνοντας, έγινε Χώρα.
Μπορεί το αίμα του να ράντισε «αυτούς».
Η ταραχή τους όμως, δεν ξεπερνά τον αιφνιδιασμό που προκαλεί ένας λεκές καφέ, στο λευκό ατσαλάκωτο πουκάμισο.
«Μισό λεπτό, να αλλάξω πουκάμισο» είπαν, και μετά, συνέχισαν την παρτίδα μοιράζοντας τα ιμάτια της πατρίδας στους διεθνείς γυρολόγους που προσκάλεσαν αφού για δυο χρόνια έκαναν τους τελάληδες. «Πουλάμε, ξεπουλάμε, και φτηνά. Κοπιάστε.»
Προηγουμένως, για δεκαετίες ολόκληρες πριν τον πλειστηριασμό, είχαν κατά συρροή αφοδεύσει επί της Ιστορίας, της Αλήθειας, της Αξιοπρέπειας και είχαν μοιράσει τα κομμάτια της Ελλάδας στους φίλους τους και στους κατά συνθήκη κόλακες τους.
Μπαμ!

Ads

«Τι είναι αυτός ο θόρυβος;»
Ο αγέρας κάτω απ’ την πόρτα.
«Τι είναι αυτός ο θόρυβος τώρα; Τι κάνει ο αγέρας;»
Τίποτε πάλι τίποτε.
«Δεν Ξέρεις τίποτε;
Δε βλέπεις τίποτε;
Δε θυμάσαι
Τίποτε ;»

«Πωλείται αέρας καταστήματος» έγραφαν κάποτε αγγελίες και πινακίδες έξω από μαγαζιά.
Τώρα, ξε-πωλείται ο αέρας, η θάλασσα, ο ήλιος, η γη, αδιακρίτως.
Στο όνομα μιας ανάπτυξης στηριγμένης στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, οι θύτες της «Χώρας Δημήτρης Χριστούλας», ευτελίζουν και το Ενεργειακό και Αναπτυξιακό μέλλον με την παραδοσιακή τους πρακτική:
Ό,τι νάναι, όπου νάναι, όπως νάναι.

Χάνει τα λάμδα της η Ελλάδα, εκποιείται με το στόμα ανοικτό ικανή να προφέρει μόνο άναυδα φωνήεντα: Εάα…ααααα….
Μπορούν τώρα να φυτρώσουν οι ανεμόμυλοι της Αιολικής Ενέργειας , σαν τα καταραμένα αυθαίρετα που πνίγουν τον τόπο. Έωλες λοιπόν ενέργειες που θα ακυρώσουν ότι απέμενε από το ήδη κατ’ εξακολούθηση βιασμένο κάλλος.
«Βλέπω πλήθος λαό, να περπατά ένα γύρο.
Ευκαριστώ. Α δείτε την αγαπητή μου Κυρίαν Ισοψάλτου,
Πείτε της πως θα φέρνω τ’ ωροσκόπιο μοναχή μου:
Πρέπει να φυλαγόμαστε πολύ στον καιρό μας

Και γύρω, η αβουλία. Η σιωπή και η αμηχανία.

Να παραφράσω τον Martin Niemöller:
«Πρώτα αυτοκτόνησε ο γείτονας του τρίτου γιατί είχε χρέη. Δεν είπα τίποτα, δεν χρωστούσα. Μετά , ο απέναντι πυρπόλησε το σπίτι του και κάηκε μαζί του, θα του το έπαιρνε η τράπεζα. Δεν μίλησα, είχα ξεπληρώσει το σπίτι. Λίγο αργότερα, ο ένοικος του γωνιακού έπεσε από την ταράτσα, είχε απολυθεί. Σώπασα, είχα τη δουλειά μου. Ακόμα».

Αλλά ο Δημήτρης Χριστούλας δεν αυτοκτόνησε.
Τελετουργικά, μπροστά στην Βουλή, εξερράγη και συνάντησε τον Κώστα Γεωργάκη.
Διερράγη. Με τα θραύσματά του να ψάχνουν γόνιμο έδαφος να φυτευτούν ως σπόροι Αξιοπρέπειας στο σώμα των Ελλήνων.
Φοβάμαι, άγονο το έδαφος.
Αλλιώς, που είναι οι εκατοντάδες χιλιάδων που πλημμύριζαν τις πλατείες;
Που είναι το μέγα πλήθος με το μέγα πάθος;
Γιατί, οι εκατό χιλιάδες είναι ελάχιστοι και οι διακόσιες χιλιάδες λίγοι.
Μα δεν ήσαν ούτε εβδομήντα οι χιλιάδες που έπρεπε να είναι εκατομμύρια.
«Ανύπαρχτη Πολιτεία
Μέσα στην καστανή καταχνιά ενός χειμωνιάτικου μεσημεριού
Ο Σμυρνιός έμπορας, κύριος Ευγενίδης
Αξούριστος, με την τσέπη γεμάτη σταφίδες»
Ποιος να ξέρει τι μετρά ο κάθε κύριος Ευγενίδης.
Σταφίδα τη σταφίδα, ίσως και να μετρά: Πόσο ακόμα θα αντέχει να σιωπά;
Ή μήπως ακόμα δεν έχει καταλάβει πως οι μέρες που έφυγαν δεν έχουν γυρισμό;

Ανύπαρχτη Πολιτεία, ναι.

Αν είναι δυνατόν, η πιστολιά μιας χώρας, της Χώρας Δημήτρης Χριστούλας, μάζεψε δεν μάζεψε κάνα δυο χιλιάδες ανθρώπους, τάγμα ξυπόλυτο, αυτό που όπως πάντα δέχτηκε τη βία των εντεταλμένων κρανοφόρων.
Και μετά, οι πάσης φύσεως σύντροφοι, αυτοί που ξέρουν να παρατάσσονται και να περιφρουρούν εξανίστανται σαν τους δείχνει το δάκτυλο που σκοπεύει τους επαγγελματίες.
Μάταιη η υπερηφάνεια και η αξιοπρέπεια σου Κύριε Χριστούλα. Ίσως.
Στόχευσες σε πλήθος χαλασμένων και νυσταλέων τηλεθεατών. Αυτοί είναι οι πεθαμένοι.
Προσδοκούν ανάσταση νεκρών. Σέρνονται γονυπετείς στην Τήνο.
Παραπατούν και νομίζουν πως χορεύουν.
Είναι αγορασμένοι, στυμμένοι και αφυδατωμένοι και τώρα πεταμένοι αλλά, προσδοκούν σιωπηρά.
Χαίρονται που η σφαίρα σου δεν αποστρακίστηκε από το κρανίο σου, μπορεί και να τους είχε πετύχει.

«Ύστερα από το φως του πυρσού κόκκινο σε ιδρωμένα πρόσωπα
Ύστερα από την παγερή σιωπή μέσα στους κήπους
Ύστερα από την αγωνία σε τόπους πετρωτούς
Τις κραυγές και τους αλαλαγμούς
Τη φυλακή το παλάτι και τ’ αντιφέγγισμα
Του ανοιξιάτικου κεραυνού πάνω από μακρινά βουνά
Εκείνος που ήταν ζωντανός είναι τώρα πεθαμένος
Εμείς που ζούσαμε τώρα πεθαίνουμε»

Έμαθα. Έμαθα από κάποιον που θα ήθελε εκείνο το απόγευμα να μαζευτούν οι εκατοντάδες χιλιάδες, πως δεν ήταν ούτε δυο χιλιάδες καλά –καλά.
Αυτοί, οι λίγοι που αρνούνται-ακόμα- να συνηθίσουν τον θάνατο.
Είναι ο κάθε ένας τους , ένας Δημήτρης Χριστούλας.
Όλοι οι άλλοι, τα εκατομμύρια, είναι οι καθημερινοί μπάτσοι της ζωής μας.
Οι άλλοι κρανοφόροι που κλωτσούσαν την κοπέλα προχθές στην άσφαλτο με λύσσα.
Οι άλλοι κρανοφόροι που έστειλαν στο νοσοκομείο τον Μπούσιο και τον Λώλο.
Αυτοί, είναι ο «λαός». Η σιωπηρή πλειοψηφία.
Που, ποιος ξέρει, ίσως ταράχτηκε πολύ που ο Δημήτρης Χριστούλας παρήγγειλε να αποτεφρωθεί και να μην προσβληθεί η μνήμη του από την εξόδιο συνδιαλλαγή.
«Άκουσα το κλειδί
Στην πόρτα να γυρίζει μια φορά μια φορά μόνο
Σκεπτόμαστε το κλειδί, καθένας μες στη φυλακή του
Με τη σκέψη του κλειδιού, καθένας βεβαιώνει τη φυλακή του»
Αντίο Κύριε Χριστούλα.
Μικρή η Χώρα που έφτιαξες, μ’ ελάχιστους κατοίκους, ίσαμε δυο χιλιάδες το πολύ.
Μα, σε ευχαριστούμε. Είμαστε τουλάχιστον, Αυτοί.

(όλα τα μέρη σε πλάγια γραφή, είναι αποσπάσματα από την Έρημη Χώρα του T.S.Elliot, στην γνωστή απόδοση του Γιώργου Σεφέρη)

@pittasgeorge