Oι ήρωες των τριών ιστοριών του Γιώργου Μητά ζουν και κινούνται στα γερασμένα σπίτια, στους έρημους δρόμους, στις εγκαταλειμμένες αποβάθρες του λιμανιού του Χαλ, μέσα σ’ ένα σκοτεινό χειμωνιάτικο σκηνικό. Ωστόσο κάποιες μικρές φωτεινές εστίες -η Κεντρική Βιβλιοθήκη, που η πρόσοψή της ακτινοβολεί μες στο λυκόφως, η παμπ, που προβάλλει σαν φάρος μες στο σκοτάδι- αλλά και οι λιγοστές ηλιόλουστες ημέρες καταφέρνουν να ζεστάνουν τις ψυχές τους, απαλύνοντας τη μοναξιά, τον πόνο του ανεκπλήρωτου έρωτα, την υπαρξιακή αγωνία.

Ads

Το κέλυφος της μοναξιάς τους όμως διαρρηγνύεται πραγματικά μόνο από την παρουσία ενός άλλου ανθρώπου στη ζωή τους: όταν η ηλικιωμένη κυρία Ρότζερς συναντήσει τον Λουίς, ο τυφλός φοιτητής Ντόναλντ τον νεαρό Έλληνα και ο Στηβ, ο ασπρομάλλης γίγαντας με την παιδική ψυχή, τον Τούρκο φοιτητή Αζίζ, οι μοναχικές τροχιές τους θα διασταυρωθούν, αφήνοντας φωτεινά σημάδια στον χάρτη της πόλης, χνάρια τρυφερότητας και ελπίδας. Θα γράψουν έτσι το δικό τους μικρό χρονικό του Γιόρκσαϊρ, τις δικές τους Ιστορίες του Χαλ.

«Ιστορίες του Χαλ» από τις εκδόσεις Κίχλη

image

Ads

Πίσω και πέρα από τις ανθρώπινες ιστορίες προβάλλει η πόλη του Χαλ, με το λαμπρό παρελθόν και το ξεθωριασμένο παρόν. Γκρίζα και σκυθρωπή, εκτεθειμένη στην παγωμένη ανάσα της Βόρειας Θάλασσας, υπομένει έναν βαρύ κι ατέλειωτο χειμώνα. Και κάπου στο βάθος, αδιάφορος απέναντι στο ανθρώπινο δράμα, ο ποταμός Χαλ κυλά τα σκοτεινά νερά του.

«Οι δρόμοι του Χαλ το βράδυ είναι έρημοι και παγωμένοι. (…) Όταν ο άνεμος πέφτει και παύει ν’ ακούγεται το συριστικό βουητό του, το κρύο μοιάζει να επικάθεται βουβό και απειλητικό πάνω στις σκοτεινές προσόψεις των σπιτιών και στους ξύλινους φράχτες, επιβάλλοντας μια απόκοσμη σιωπή. (…) Κι όταν το άγαλμα της Παρθένου ξεπροβάλλει υποβλητικό και πένθιμο μέσα από την ομίχλη, πάνω στο φωτισμένο υπέρθυρο του ναού των μεθοδιστών, βιάζεις το βήμα για να βρεθείς στη ζεστασιά του δωματίου σου το συντομότερο δυνατό, με την αλλόκοτη αίσθηση του τελευταίου ζωντανού ανθρώπου στον πλανήτη».