Πίσω από την εποποιία του 1940 κρύβεται ένα μυστηριώδες και πολύπλοκο παρασκήνιο. Η ημέρα της μεγάλης επετείου αποδεικνύει περίτρανα, τον τρόπο με τον οποίο, η Ελλάδα ήταν σιδηροδέσμια των Μεγάλων Δυνάμεων.
Αλλά πως φτάσαμε εκεί ;
Το ιστορικό ενδιαφέρον που ανακύπτει είναι τεράστιο. Η λήξη του Α’ παγκοσμίου πολέμου και τα χρόνια που ακολούθησαν έως και την έναρξη του δευτέρου χαρακτηρίζονται από μια χρόνια πολιτική αστάθεια. Ο διχασμός είχε κάνει για άλλη μια φορά την εμφάνιση του, προκαλώντας δυσεπίλυτα προβλήματα στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας, με την ατζέντα της εποχής του Μεσοπόλεμου να καταλήγει στην σκοτεινή περίοδο της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου.
Τον Οκτώβριο του 1940, ο Β’ παγκόσμιος Πόλεμος είχε ήδη διανύσει 13 μήνες και διαφαινόταν ότι το τέλος του απείχε πολύ. Ο κόσμος, ειδικά μετά την πτώση της Γαλλίας, είχε τρομοκρατηθεί από την ταχυτάτη προέλαση των δυνάμεων του Άξονα, ενώ η πλειονότητα των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης είχαν προσδεθεί στο άρμα της ναζιστικής Γερμανίας.
Στην Ελλάδα ο προβληματισμός είχε ενταθεί. Οι πολιτικοί και οι στρατιωτικοί κύκλοι της μεταξικής δικτατορίας γνώριζαν ότι πολύ σύντομα το τεράστιο κύμα θα συμπαρέσυρε την χώρα. Η γεωπολιτική της θέση άλλωστε το καθιστούσε σαφές. Το ομογάλακτο καθεστώς του Έλληνα δικτάτορα με φιλοαξονικά συναισθήματα, άφηνε να αιωρείται το ενδεχόμενο μιας πιθανής συνεργασίας. Ωστόσο νεότερες αποκαλύψεις περιπλέκουν την κατάσταση. Τα τρία απόρρητα έγραφα που απεστάλησαν από τον αρχιστράτηγο, Αλέξανδρο Παπάγο, στον Μεταξά, έναν χρόνο πριν την ιταλική εισβολή, παρουσιάζουν την ελληνική ηγεσία να προετοιμάζεται για μια πιθανή στρατιωτική εμπλοκή με την φασιστική Ιταλία.
Η έκρηξη του πολέμου στη Βόρειο Αφρική ήλθε να επισφραγίσει την κατάσταση. Η Ιταλία επιθυμούσε την κατάκτηση της Ελλάδας για να καταστεί ηγέτιδα δύναμη στην Μεσόγειο. Επιδίωξη όμως που προσέκρουε στα συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία ήθελε να έχει υπό τον έλεγχο της τον νευραλγικό χώρο της νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Ο Μουσολίνι βλέποντας την Γερμανία να προελαύνει στο σύνολο σχεδόν της Γηραιάς Ηπείρου θορυβήθηκε. Επιθυμούσε και αυτός, να δείξει στον εταίρο του ότι δεν ήταν ένας απλός παρατηρητής, επιλέγοντας ως θύμα του την γειτονική χώρα. Με αυτό τον τρόπο θα επιχειρούσε να εκπληρώσει τα ματαιόδοξα σχέδια του, αναβιώνοντας την ‘’Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία’’.
Το ημερολόγιο έγραφε 27 Οκτωβρίου, όταν το προσωπικό τρένο του Γερμανού δικτάτορα έφτανε στη διάβαση του Μπρένερ στην Τοσκάνη. Την επομένη, ο Μουσολίνι τον υποδέχτηκε με ένα τεράστιο ενθουσιασμό, διατυπώνοντας τα εξής λόγια: ‘’Φύρερ μου προχωράμε. Τα στρατεύματα μας εισήλθαν νικηφόρα στην Ελλάδα σήμερα στις 6 το πρωί. Μην ανησυχείτε. Τα πάντα θα τελειώσουν σε 15 μέρες’’.
Η ιστορία όμως-και οι Έλληνες στρατιώτες- έμελε να τον διαψεύσει. Ο ιταλικός στρατός γνώρισε μια οδυνηρή ήττα, βάζοντας την ναζιστική Γερμανία στο παιχνίδι. Η Ελλάδα έπρεπε πλέον μόνη (με κάποιες ισχνές Βρετανικές ενισχύσεις) να αντιμετωπίσει τις πάνοπλες μεραρχίες της Βέρμαχτ, και μια Βουλγαρία που καραδοκούσε να υφαρπάξει τα εδάφη της.
Η αβεβαιότητα του Μεσοπολέμου, θα έδινε τη σκυτάλη στην πιο σκοτεινή δεκαετία που γνώρισε η Ελλάδα τον 20ο αιώνα. Η ανδρεία, η υπερηφάνεια, η ομοψυχία και ο ηρωισμός, επρόκειτο να αντικατασταθούν από την στυγνή κατοχή, την εξαθλίωση, το δωσιλογισμό, τη διχόνοια και το μίσος.
Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, διαπιστώνουμε ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, φαινόταν αναπόφευκτη. Οι Μεγάλες δυνάμεις για πολλοστή φορά είχαν αποφασίσει την τύχη της, και την έφεραν προ τετελεσμένων γεγονότων.
Η επιλογές που της δόθηκαν ήταν δύο: αντίσταση ή υποδούλωση στον φασισμό. Η Ελλάδα επέλεξε την πρώτη οδό. Αυτή που θα επέλεγε κάθε λαός που σέβεται τον εαυτό του, δίνοντας ένα λαμπρό παράδειγμα σε πολλές χώρες της Ευρώπης (βλ. Ρουμανία, Ουγγαρία,) που επιδίωκαν να εξασφαλίσουν μια θέση στη ναζιστική Νέα Τάξη.
Ωστόσο ήταν και η χώρα, που εν συγκρίσει με τις παραπάνω, υπέφερε με τα περισσότερα δεινά. Ότι και να έκανε, φάνταζε προκαταβολικά καταδικασμένη. Τα αποτελέσματα της επιλογής της είναι γνωστά.
Παρατηρώντας τα πράγματα εκ των υστέρων, μερικοί ίσως κάνουν τη σκέψη ότι θα ήταν καλύτερο να μην αντιστεκόμασταν στον εισβολέα. Το αποτέλεσμα όμως σε αυτή την περίπτωση θα ήταν η καταδίκη της Ελλάδας ως Σύμμαχος του Γ’ Ράιχ. Επίσης, κάποιοι άλλοι μπορεί να υποθέσουν ότι με αυτό τον τρόπο θα είχε αποφευχθεί ο Εμφύλιος πόλεμος. Ούτε και αυτό όμως ισχύει, καθότι τον Οκτώβριο του 1944 στην Μόσχα, ο Στάλιν και ο Τσόρτσιλ, με τα γνωστά χαρτάκια, είχαν αποφασίσει την μεταπολεμική τύχη της χώρας.
Φαύλος κύκλος.
Κι όμως, ο λαός που εξυμνήθηκε και έδωσε την ελπίδα σε μια μελανή εποχή, αιμορράγησε, διχάστηκε, προδόθηκε, πόνεσε.
Γιατί άραγε;
Δυστυχώς γιατί αυτή είναι η μοίρα του απλού στρατιώτη μιας σκακιέρας. Δεν καθορίζει την τύχη του. Απλά πηγαίνει στη μάχη. Κανείς δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτόν.
Απορώ αν η Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1944, παρουσίαζε την εικόνα μιας χώρας που βρισκόταν στο στρατόπεδο των νικητών.
Ολοκληρώνοντας θα ήθελα να επισημάνω το εξής. Δεν είναι λίγο παράδοξο που ανήκουμε στην μοναδική χώρα που έχει καθιερώσει ως εθνική εορτή την ημέρα που εισήλθε στον πόλεμο, και όχι την ημέρα που απελευθερώθηκε;
https://delipanos.blogspot.com/