Πρόστιμο 6.000 ευρώ επεβλήθη σε εργοδότη ο οποίος απέλυσε έγκυο υπάλληλο με τον ισχυρισμό ότι η σύμβασή της ήταν ορισμένου χρόνου. Την επιβολή του προστίμου εισηγήθηκε ο Συνήγορος του Πολίτη στην Επιθεώρηση Εργασίας, όπου είχε προσφύγει η εργαζόμενη.

Ads

 
Όπως αναφέρει στη σχετική ανακοίνωσή της η Ανεξάρτητη Αρχή για το ιστορικό της υπόθεσης, η έγκυος που εργαζόταν επί τέσσερα έτη ως πωλήτρια, ζήτησε αναρρωτική άδεια εξαιτίας προβλημάτων που αντιμετώπιζε στην εγκυμοσύνη της. Ο εργοδότης της ισχυρίστηκε ότι η σύμβαση εργασίας της ήταν ορισμένου χρόνου και ότι είχε λήξει. Η εργαζόμενη πίστευε ότι εργαζόταν με σύμβαση αορίστου χρόνου και προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας η οποία ενημέρωσε τον Συνήγορο του Πολίτη.
 
Στο αντίγραφο της σύμβασης εργασίας που έλαβε η Ανεξάρτητη Αρχή από τον εργοδότη, φαινόταν να έχει συμφωνηθεί μεταξύ των μερών σύμβαση τετραετούς διάρκειας. Όπως επισημαίνει όμως, από πουθενά δεν προέκυπτε ότι η φύση της σχέσης εργασίας ή το αντικείμενό της δικαιολογούσε το ορισμένο του χρόνου της συμβάσεως και μάλιστα για το συγκεκριμένο διάστημα των τεσσάρων ετών.
 
Ο Συνήγορος του Πολίτη κατέληξε ότι δεν δικαιολογείτο ο περιορισμός της διάρκειας της σύμβασης της εργαζομένης σε τέσσερα έτη. Ειδικότερα, τα καθήκοντα που συμφωνήθηκαν ήταν να εργάζεται ως πωλήτρια, χωρίς να περιγράφεται κάποιο ειδικότερο έργο το οποίο τυχόν θα δικαιολογούσε το ορισμένο της χρονικής διάρκειας. Αντίθετα, η εργαζόμενη είχε συμφωνήσει να εργάζεται σ’ όλα τα υπάρχοντα αλλά και μελλοντικά καταστήματα της εταιρείας. Επομένως, σύμφωνα με την Αρχή, καταχρηστικά η σύμβαση αυτή χαρακτηρίστηκε ως τετραετούς διάρκειας, η οποία δήθεν έληξε, αφού στην πραγματικότητα έπρεπε να θεωρηθεί ως αορίστου χρόνου, οπότε η λύση της από τον εργοδότη ισοδυναμούσε με καταγγελία αυτής. Κατά συνέπεια, προσθέτει, δεν τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις για τη λύση της σχέσης εργασίας εγκύου εργαζόμενης, γεγονός που, όπως υπογραμμίζει, καθιστά την απόλυση άκυρη.
 
Γενικότερα, όπως επισημαίνει ο Συνήγορος του Πολίτη, στις συμβάσεις εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διαρκείας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκοπίμως για την καταστρατήγηση των διατάξεων περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου που εφαρμόζονται υποχρεωτικά, τότε θεωρείται ότι ο καθορισμός της διάρκειας τέθηκε καταχρηστικά και η σύμβαση αντιμετωπίζεται ως σύμβαση αορίστου χρόνου. Κατά συνέπεια, οι εργαζόμενοι έχουν στην περίπτωση αυτή όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από τις συμβάσεις αορίστου χρόνου. Συγκεκριμένα, τονίζει η Αρχή, απαγορεύεται η καταγγελία ή η με οποιονδήποτε τρόπο λύση της σχέσεως εργασίας, καθώς και κάθε άλλη δυσμενής μεταχείριση για λόγους φύλου ή οικογενειακής κατάστασης.

Η διάκριση λόγω εγκυμοσύνης ή μητρότητας εξομοιώνεται με διάκριση λόγω φύλου. Περαιτέρω απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας εργαζόμενης τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της όσο και για το χρονικό διάστημα 18 μηνών μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία. Εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος, ο εργοδότης οφείλει να αιτιολογήσει την καταγγελία γραπτώς και να την κοινοποιήσει στην Επιθεώρηση Εργασίας.