Η πρόσφατη έγκριση περιβαλλοντικών όρων ενός φράγματος στη Βόρεια Χαλκιδική θα περνούσε απαρατήρητη, αν δεν αποκαλυπτόταν από το Παρατηρητήριο Μεταλλευτικών Δραστηριοτήτων η σκανδαλώδης σύνδεσή του με το έργο της εξόρυξης χρυσού και χαλκού στην περιοχή (tvxs.gr/node/72264). Εν μέσω κρίσης, το «συνοδό» της ιδιωτικής μεταλλευτικής δραστηριότητας δημόσιο έργο θα στοιχίσει 45.000.000 ευρώ. Το ποσό αυτό προστίθεται στα 15.340.000 ευρώ που αρνείται να εισπράξει η κυβέρνηση από την «Ελληνικός Χρυσός Α.Ε.», παρά την σχετική απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (https://antigoldgreece.wordpress.com/2011/10/07/t-23311/), την ίδια περίοδο, όπου υποτίθεται πως εξασφαλίστηκε η χρηματοδότηση του έργου με κεφάλαια του Κατάρ, αλλά με υποθήκευση του 1/10 της έκτασης της Χαλκιδικής. 
 

Ads

Της Ελεάννας Ιωαννίδου 
Εκπρόσωπος Τύπου των Οικολόγων Πράσινων

Μερικές αλήθειες για τις εξορυκτικές δραστηριότητες στη Β.Χαλκιδική και την υπόλοιπη Ελλάδα

Αυτές είναι οι πρόσφατες από τις πολλές κρατικές ενέργειες που εξασφάλισαν τη σκανδαλωδώς προνομιακή μεταχείριση στις ιδιωτικές επενδύσεις με το χρυσό στην Χαλκιδική και αποδεικνύουν την κρατική προστασία που απολαμβάνουν αυτές διαχρονικά τόσο στα κέρδη τους, όσο και στις περιβαλλοντικές ζημίες που έχουν προκαλέσει και πρόκειται να προκαλέσουν. Ωστόσο, η προνομιακή μεταχείριση με ασυλία των επενδυτών σε βάρος του συνόλου, αλλού λιγότερο κι αλλού περισσότερο, αφορά σε όλες τις επενδύσεις, όπου υπάρχουν μεταλλεία στην Ελλάδα. Σε Στερεά Ελλάδα, Μακεδονία, Θράκη, ολόκληρες περιοχές ετοιμάζονται να παραδοθούν ή παραδόθηκαν ήδη σε λίγους ιδιώτες, υπό την πίεση της βαριάς ύφεσης που επιβάλλουν τα μέτρα που υπαγορεύει η τρόικα. Όλα αυτά γίνονται χωρίς θεσμικό πλαίσιο, χωρίς εθνικό χωροταξικό σχεδιασμό, χωρίς συγκεκριμένη στάθμιση οφέλους-ζημίας για την οικονομία, την κοινωνία και το περιβάλλον, υπό το καθεστώς του αποικιοκρατικού μεταλλευτικού κώδικα που ισχύει από τα χρόνια της χούντας.

Ads

Η προώθηση των εξορυκτικών δραστηριοτήτων στηρίζεται στην αγωνία για αναζωογόνηση της εθνικής οικονομίας. Ωστόσο, ως λύση για την αναζωογόνηση αυτή προωθείται, και μάλιστα με ακόμη μεγαλύτερη ένταση, η παλιά καταστροφική συνταγή που μας οδήγησε στη σημερινή οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνική κρίση: η λεηλασία των φυσικών μας πόρων, που καταστρέφει περισσότερα οικονομικά μεγέθη από όσα δημιουργεί. Έτσι, ενώ οι «επενδύσεις» στα ορυκτά προσμετρώνται στο Α.Ε.Π., δεν συνυπολογίζεται η ανύπαρκτη συνέργειά τους με την υπόλοιπη οικονομία, η απουσία ανάπτυξης των παραγωγικών δυνατοτήτων της τοπικής κοινωνίας που τις συνοδεύει, αλλά και οι ζημίες και οι κίνδυνοι που κυοφορούν για την περιβαλλοντική και κοινωνική βιωσιμότητα ολόκληρων περιοχών, χερσαίων και νησιωτικών.

Τα πραγματικά δημοσιονομικά οφέλη από τις επενδύσεις αυτές είναι ελάχιστα, καθώς, σύμφωνα με τον σημερινό μεταλλευτικό νόμο, δεν προβλέπονται δικαιώματα (royalties) από τα προϊόντα των εξορύξεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Χαλκιδική: το Ελληνικό Δημόσιο όχι μόνο δεν εισπράττει ποσοστό από την αξία του χρυσού, αλλά ούτε καν ένα ευρώ για ενοίκιο μιας έκτασης μεγαλύτερης από 300.000 στρέμματα, για μια δραστηριότητα ιδιαίτερα επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον. Η δραστηριότητα διαφημίζεται ως «οικονομικά συμφέρουσα» μόνο χάρη στα μελλοντικά και υποτιθέμενα έσοδα από τη φορολογία της επιχείρησης, η οποία, μάλιστα, είναι γνωστό πως λογιστικά εμφανίζεται, με εξαίρεση ελάχιστες χρήσεις, ζημιογόνα.

Άλλο παράδειγμα η υπό ιδιωτικοποίηση ΛΑΡΚΟ που είναι οικονομικά μη βιώσιμη, καθώς τα έσοδα από τις εξαγωγές της δεν αρκούν να καλύψουν το κόστος λειτουργίας της. Μια καλή δικαιολογία για τη μη τήρηση των περιβαλλοντικών όρων, με αποτέλεσμα ανυπολόγιστες ζημίες για κάθε άλλη οικονομική δραστηριότητα στην περιοχή. Είναι δεδομένο ότι η παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος είναι εθνική μας ανάγκη. Ωστόσο,  η κυβέρνηση επιλέγει να ακολουθήσει το πλέον θνησιγενές μοντέλο βελτίωσης των οικονομικών δεικτών: βραχυπρόθεσμη αύξηση των εξαγωγών πρώτων υλών, ανεξάρτητα από το πλήγμα στη βιωσιμότητα της οικονομίας, που μπορεί να συνεπάγεται, παραβιάζοντας κάθε έννοια διαγενεακής δικαιοσύνης.

Η εμπειρία από τις χώρες, από όπου έχει περάσει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, είναι πως η ληστρική εκμετάλλευση των φυσικών τους πόρων πάντα προβαλλόταν ως μόνη διέξοδος από την κρίση. Αποτέλεσμα είναι οι περισσότερες χώρες που χρησιμοποίησαν ως ευκαιρία για «ανάπτυξη» σε περιόδους βαθιάς ύφεσης τα ορυκτά τους κοιτάσματα να έχουν φτωχούς και δυστυχισμένους λαούς και λεηλατημένους φυσικούς πόρους. Για ποιους, λοιπόν, λόγους προωθείται ξαφνικά και στην Ελλάδα εν μέσω κρίσης ο «μεγαλοϊδεατισμός» του ορυκτού πλούτου;

Τα οικονομικά μεγέθη που κρύβονται στον υπέδαφος της Ελλάδας θα μπορούσαν να αφορούν στην πραγματική οικονομία, μόνο εφόσον παρήγαγαν κάποια προστιθέμενη αξία ή αν, έστω, η αξία τους έμενε εντός συνόρων. Ωστόσο, η μεταλλουργία αποτελεί μια οικονομική μονοκαλλιέργεια που ανταγωνίζεται οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα στην περιοχή, όπου αναπτύσσεται, διακινδυνεύοντας περισσότερες θέσεις εργασίας από όσες δημιουργεί. Δεν μπορεί να συνυπάρξει με την γεωργία και την κτηνοτροφία, καθώς συχνά ευθύνεται για σοβαρές ζημίες στον υδροφόρο ορίζοντα. Είναι ασυμβίβαστη με τον τουρισμό, καθώς θέτει σε κίνδυνο τα ευπαθή οικοσυστήματα που αποτελούν τη βάση του. Ας μην ξεχνάμε πως το σοβαρότερο βιομηχανικό ατύχημα στην Ευρώπη, μετά το Τσερνομπίλ, αφορούσε σε μεταλλουργία χρυσού.

Στην Ελλάδα, είναι δυστυχώς δεδομένη η ανεπάρκεια των κρατικών μηχανισμών ελέγχου τόσο για το περιβάλλον όσο και για τις φορολογικές υποχρεώσεις των μεταλλευτικών εταιριών. Τα ελληνικά οικοσυστήματα έχουν μεγέθη δυσανάλογα μικρά σε σχέση με τα σχεδιαζόμενα φαραωνικά μεταλλευτικά έργα, ενώ οι εξορυκτικές δραστηριότητες απειλούν περισσότερες θέσεις εργασίας από όσες υπόσχονται να δημιουργήσουν. Με τα δεδομένα αυτά, η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου δεν μπορεί να λειτουργήσει ως «μοχλός ανάπτυξης», παρά μόνο περαιτέρω υποβάθμισης.

Η εκπόνηση, συνεπώς ενός εναλλακτικού οικονομικού πλάνου, με το οποίο θα έπρεπε να συγκρίνονται επενδύσεις αυτής της κλίμακας με τόσες αδιαμφισβήτητες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, προτού παρθεί η οποιαδήποτε απόφαση υλοποίησής τους, είναι απαραίτητη για την διάγνωση της τυχόν βιωσιμότητάς τους. Στο πλάνο αυτό είναι κρίσιμο να συνυπολογίζεται πόσες θέσεις εργασίας δημιουργεί κάθε τέτοια επένδυση, και πόσες άλλες κλείνει με την υποβάθμιση της περιοχής γύρω από κάθε μεταλλείο. Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι να ξανασχεδιάσουμε την εθνική μας οικονομία με επίκεντρο τον άνθρωπο, τα δικαιώματα και την ποιότητα της ζωής του, και στόχο την ταυτόχρονη διέξοδο από την οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνική κρίση.