Ο επικεφαλής οικονομολόγος και μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Γιούργκεν Σταρκ, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Καθημερινή», υποδεικνύει το τέλος της αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ, τονίζοντας ότι το εν λόγω πρόγραμμα αποφασίστηκε όταν οι συνθήκες στα αδύναμα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης ήταν διαφορετικές και «η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ δεν μεταδιδόταν σωστά» ενώ αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο νέων αυξήσεων των επιτοκίων του ευρώ.

Ads

Αναλυτικά η συνέντευξη Γιούργκεν Σταρκ στην «Καθημερινή»

– Το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ τελευταία φαίνεται να έχει περιέλθει σε χειμερία νάρκη. Βλέπετε την ανάγκη να συνεχίσει να υπάρχει, για την περίπτωση που χρειαστεί ξανά στο μέλλον;

– Αυτό το πρόγραμμα αποφασίστηκε τον Μάιο του περασμένου έτους, σε μία περίοδο που λόγω των σοβαρών προβλημάτων σε κάποιες περιοχές της Ευρωζώνης η νομισματική μας πολιτική δεν μεταδιδόταν σωστά. Η κατάσταση αυτή έχει αλλάξει, και τρεις χώρες βρίσκονται σήμερα σε πρόγραμμα σταθεροποίησης, κάτι που δεν ίσχυε στις αρχές Μαΐου 2010. Μπορώ να επιβεβαιώσω ότι δεν έχουμε αγοράσει περαιτέρω ομόλογα εδώ και μερικές εβδομάδες.

Ads

– Ποιες είναι οι προσδοκίες της ΕΚΤ για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη;

Η οικονομική δραστηριότητα στην Ευρωζώνη μάς έχει ξαφνιάσει θετικά το πρώτο τρίμηνο του 2011, είναι δηλαδή υψηλότερη από αυτή που περιμέναμε στην ΕΚΤ, στο 0,8% σε τριμηνιαία βάση. Αυτά είναι καλά νέα. Θετική είδηση είναι και ότι η ανάπτυξη δεν πυροδοτείται μόνο από τις εξαγωγές, αλλά επίσης και από την εσωτερική ζήτηση. Είναι πιο ευρεία και περισσότερο βιώσιμη. Συνολικά η Ευρωζώνη εξήλθε από την ύφεση ταχύτερα από ό,τι αναμέναμε. Ωστόσο, η αβεβαιότητα παραμένει υψηλή, ιδιαίτερα λόγω της κατάστασης σε κάποιες χώρες της περιφέρειας όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία.

Επίσης πρέπει να υπολογίσουμε τις μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις των υψηλών τιμών του πετρελαίου και των εμπορευμάτων για την οικονομική δραστηριότητα και τον πληθωρισμό. Πρόσφατα στοιχεία δείχνουν την άνοδο του πληθωρισμού στο 2,8% τον Απρίλιο. Αυτό πυροδοτείται κυρίως από τις τιμές των εμπορευμάτων.

Για το 2011 κατά μέσον όρο αναμένουμε πληθωρισμό 2,5%. Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να παρακολουθούμε αυτή την άνοδο του πληθωρισμού για να διαπιστώσουμε αν είναι πρόσκαιρο φαινόμενο ή αν στις τιμολογήσεις και στον καθορισμό των μισθών υπάρχει ο κίνδυνος δευτερογενών επιπτώσεων, και αν ο υψηλότερος πληθωρισμός θα μπορούσε να γίνει επίμονος. Θα πρέπει να αποτρέψουμε αυτού του είδους τις δευτερογενείς επιπτώσεις. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που αυξήσαμε τα επιτόκια τον Απρίλιο.

– Είστε έτοιμοι να αυξήσετε εκ νέου τα επιτόκια αν χρειαστεί;

– Αν χρειαστεί, ανάλογα με τις οικονομικές και νομισματικές εξελίξεις, και συνυπολογίζοντας τα δύο αυτά στοιχεία στις προοπτικές των τιμών. Δεν αντιδράμε μηχανικά, δεν εστιάζουμε στο παρελθόν αλλά στο μέλλον, και έχουμε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Με δεδομένη την ισχυρότερη της αναμενόμενης ανάπτυξη, και επίσης ότι η καταναλωτική και επενδυτική εμπιστοσύνη βρίσκονται σε σχετικά υψηλά επίπεδα, υποθέτουμε ότι η δυναμική της οικονομικής ανάπτυξης θα συνεχιστεί. Αρα γι’ αυτόν το λόγο υπάρχει μικρότερη ανάγκη για χαλαρή δημοσιονομική και νομισματική πολιτική.

– Σε αδύναμα κράτη–μέλη όπως η Ελλάδα υπάρχει ο φόβος ότι περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων θα επιδεινώσουν τα οικονομικά προβλήματα. Προβληματίζει αυτό την ΕΚΤ;

– Υπάρχει ένα ξεκάθαρο μήνυμα στην ΕΚΤ: πρέπει να λάβουμε υπόψη μας την κατάσταση στην Ευρωζώνη ως σύνολο. Δεν μπορούμε να ακολουθούμε τη νομισματική πολιτική με βάση την κατάσταση σε επιμέρους περιοχές. Αλλιώς, αυτό θα σήμαινε την επανεθνικοποίηση της νομισματικής πολιτικής.
Ταυτόχρονα, η ΕΚΤ δεν είναι υπεύθυνη για τα μακροχρόνια επιτόκια. Είμαστε υπεύθυνοι για τον καθορισμό των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων, και αυτό που έχουμε δει στο απόγειο της κρίσης είναι ότι τα μακροχρόνια επιτόκια στις χώρες που βρίσκονται σε πρόγραμμα σταθεροποίησης έχουν αυξηθεί περαιτέρω. Υπάρχει ένα υψηλότερο υπερτίμημα κινδύνου (σ.σ. risk premium) για το δημόσιο χρέος αυτών των χωρών, και οι αγορές αντιδρούν πιο έντονα στις πρόσφατες εξελίξεις. Εμείς θέτουμε τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια, αλλά τα μακροχρόνια ορίζονται από τις αγορές.