Άσυλο ζήτησε από τη Γερμανία ο διευθυντής μουσείου της Νάπολης, με επιστολή του προς την καγκελάριο Άγγελα Μέρκελ. Μετά από επανειλημμένες απειλές της τοπικής μαφίας Καμόρα και την αδιαφορία των αρχών, ο διευθυντής του μουσείου ανησυχεί όχι μόνο για τη ζωή του αλλά και για την διάσωση της ιταλικής τέχνης.

Ads

Όπως πολλοί άλλοι στην περιοχή της Νάπολης ο Αντόνιο Μανφρέντι, διευθυντής του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης της Κασόρια (CAM) ζει καθημερινά με το φόβο της Καμόρα. Τα απειλητικά τηλεφωνήματα, οι βανδαλισμοί και οι προειδοποιήσεις δείχνουν ξεκάθαρα ότι το μουσείο αποτελεί στόχο της μαφίας. Ωστόσο ο Μανφρέντι φοβάται περισσότερο τις επιπτώσεις αυτής της συμπεριφοράς στην ιταλική τέχνη παρά στη σωματική του ακεραιότητα.

Με επιστολή του προς την καγκελάριο Άγγελα Μέρκελ ο Μανφρέντι ζήτησε άσυλο στο Βερολίνο για τον εαυτό του, το προσωπικό του μουσείου και τα εκθέματα, επισημαίνοντας ότι είναι όλοι έτοιμοι να εγκατασταθούν εκεί. Ο διευθυντής κατέφυγε στην κίνηση αυτή απογοητευμένος από την αδιαφορία των ιταλικών αρχών, προσπαθώντας παράλληλα να τραβήξει την προσοχή των μέσων και των πολιτών στην καταπίεση της τέχνης.

Πράγματι, ιταλικά και ξένα μέσα έχουν αναφερθεί στο θέμα, ενώ πολλοί πολίτες έχουν περάσει από το μουσείο εκφράζοντας την αλληλεγγύη τους. Ωστόσο οι πολιτικοί τηρούν σιγή ιχθύος. Το μουσείο χρηματοδοτήθηκε αρχικά από το δήμο, η χρηματοδότηση όμως σταμάτησε όταν η τοπική ηγεσία άλλαξε για δεύτερη φορά μέσα σε έξι χρόνια, με την υποψία ότι είχε διεισδύσει σε αυτήν η Καμόρα.

Ads

Ο Μανφρέντι συνέχισε χρησιμοποιώντας πόρους από δωρεές και κατάφερε να συλλέξει περίπου 1000 έργα σύγχρονης τέχνης. Πολλά από τα εκθέματα σχετίζονται με κοινωνικά ζητήματα, από την παιδοφιλία μέχρι τη μετανάστευση και φυσικά τη μαφία. Όταν έξι βορειοαφρικανοί μετανάστες σκοτώθηκαν στη Νάπολη το 2008, πιθανότατα από την Καμόρα, το μουσείο φιλοξένησε την έκθεση «AfriCAM». Την ίδια περίοδο φιλοξενήθηκε και η έκθεση «CAMorra», με θέμα την τοπική μαφία.

Τότε ξεκίνησαν οι απειλές και οι βανδαλισμοί, κλάπηκαν κάμερες ασφαλείας και έγιναν απόπειρες διάρρηξης. Το πιο ανησυχητικό ωστόσο ήταν μία μαύρη κούκλα που κάποιος άφησε έξω από το μουσείο μετά την έκθεση «AfriCAM». Σύμφωνα με τον Μανφρέντι η μαφία δε σου λέει «Θα σε σκοτώσουμε», είναι πιο διακριτική. «Μπορεί να λάβεις μήνυμα που να λέει ότι θα έπρεπε να προσλάβεις ιδιωτική εταιρία ασφάλειας. Αν ζεις εδώ, γνωρίζεις ότι αυτό είναι σοβαρή απειλή», δηλώνει στο Spiegel.

Μετά την αδιαφορία των αρχών και της αστυνομίας, ο Μανφρέντι κατέφυγε στην αίτηση ασύλου από τη Γερμανία, μιας και είναι από τα λίγα κράτη που έχουν αποφύγει τις περικοπές στη χρηματοδότηση πολιτισμικών δραστηριοτήτων. Στην επιστολή του έγραφε «Γνωρίζω ότι η αίτησή μου πιθανότατα φαίνεται παράλογη, όμως δείχνει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει κάποιος που προσπαθεί να δημιουργήσει πολιτισμό στη χώρα μου».

Η καγκελαρία αρνήθηκε να σχολιάσει την επιστολή στο Spiegel, καθώς την είδαν περισσότερο ως μορφή δημόσιας διαμαρτυρίας παρά ως γνήσια αίτηση ασύλου που χρήζει περαιτέρω εξέτασης. Πράγματι, ένας από τους λόγους που έστειλε την επιστολή ο Μανφρέντι ήταν «να ανοίξω τα μάτια των Ιταλών. Να τους ρωτήσω πώς επιτρέπουν στην Ιταλία – πατρίδα του 70-80% των παγκόσμιων πολιτιστικών μνημείων – να αφήνει την τέχνη της να καταστρέφεται». Το μουσείο πάντως θα συνεχίζει τη λειτουργία του όσο υπάρχουν καλλιτέχνες που δε φοβούνται τις επιπτώσεις.