Σειρά «προειδοποιητικών» επιστολών απέστειλε σήμερα προς την Ελλάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ζητώντας τη συμμόρφωσή της σε ζητήματα όπως η περιβαλλοντική νομοθεσία της Ε.Ε. στον τομέα της ποιότητας του αέρα, τους κανόνες της Ε.Ε. για τις δημόσιες συμβάσεις, αλλά και το νόμο, που απαγορεύει την πρόσβαση ατόμων που δεν είναι πολίτες της ΕΕ στη θέση του πλοιάρχου ή υποπλοιάρχου σε σκάφη, που φέρουν την ελληνική σημαία.

Ads

Ειδικότερα, η Κομισιόν απέστειλε «προειδοποιητικής επιστολής», με την οποία ζητά από την Ελλάδα να μεταβάλλει τον ελληνικό νόμο, που απαγορεύει την πρόσβαση ατόμων που δεν είναι πολίτες της ΕΕ στη θέση του πλοιάρχου ή υποπλοιάρχου σε σκάφη, που φέρουν την ελληνική σημαία. Σημειώνεται ότι στις 10 Δεκεμβρίου 2009, το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι οι ισχύοντες ελληνικοί κανόνες, που απαγορεύουν την πρόσβαση ατόμων, τα οποία δεν είναι πολίτες της ΕΕ, στη θέση του πλοιάρχου ή υποπλοιάρχου, σε σκάφη που φέρουν την ελληνική σημαία, είναι ασυμβίβαστοι προς τους κανόνες της ΕΕ, περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.

Σύμφωνα με τη σημερινή «προειδοποιητική επιστολή», πάντως, ότι οι ελληνικές αρχές βρίσκονται τη στιγμή αυτή σε διαδικασία μεταρρύθμισης των κανόνων τους, αλλά δεν έχουν ακόμη εγκρίνει τις αναγκαίες αλλαγές. Η Επιτροπή αποφάσισε, επομένως, να συνεχίσει τη διαδικασία επί παραβάσει του κοινοτικού Δικαίου και κατέστησε σαφές ότι δεν θα περατώσει την υπόθεση πριν εγκριθούν όλοι οι αναγκαίοι κανόνες. Η Ελλάδα διαθέτει δύο μήνες για να υποβάλει τις παρατηρήσεις της.

Την ίδια στιγμή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέστειλε αιτιολογημένη γνώμη, η οποία αποτελεί το δεύτερο στάδιο της προδικαστικής διαδικασίας, σε εννέα κράτη-μέλη μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα, ζητώντας να συμμορφωθούν με την περιβαλλοντική νομοθεσία της Ε.Ε. στον τομέα της ποιότητας του αέρα. Πρόκειται για την Ελλάδα, την Τσεχία, την Εσθονία, τη Φινλανδία, την Ουγγαρία, το Λουξεμβούργο, τη Ρουμανία, τη Σλοβενία και την Ισπανία.

Ads

Σύμφωνα με την Επιτροπή, τα εννέα αυτά κράτη-μέλη παρέλειψαν να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή τη μεταφορά της αντίστοιχης ευρωπαϊκής νομοθεσίας στην εθνική τους νομοθεσία. Σύμφωνα με την οδηγία, τα κράτη-μέλη όφειλαν να μεριμνήσουν για τη μεταφορά της στο εθνικό Δίκαιο πριν από τις 11 Ιουνίου 2010. Τα κράτη-μέλη υποχρεούνται να ενημερώνουν την Επιτροπή όταν έχουν θεσπίσει τα απαραίτητα μέτρα εφαρμογής.

Η οδηγία 2008/50/ΕΚ αναθεωρεί την ευρωπαϊκή νομοθεσία σχετικά με την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα με στόχο τη μείωση της ρύπανσης σε επίπεδα τα οποία να ελαχιστοποιούν τις επιβλαβείς επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον.

Τέλος, μέσω της «αιτιολογημένης γνώμης», η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε σήμερα από την Ελλάδα, «να συμμορφωθεί πλήρως με τους κανόνες της ΕΕ περί δημοσίων συμβάσεων», στο πλαίσιο της ανάθεσης μιας σύμβασης για την προμήθεια συστοιχιών συσσωρευτών υποβρυχίων.

Η Επιτροπή εμφανίζεται ανήσυχη για το γεγονός ότι η Ελλάδα παρέβη τους κανόνες της ΕΕ, περί δημοσίων συμβάσεων, συμπεριλαμβάνοντας στην προκήρυξη ενός διαγωνισμού, για την προμήθεια συστοιχιών συσσωρευτών υποβρυχίων, απαιτήσεις που δημιουργούν διακρίσεις, οι οποίες, όπως σημειώνει, ευνοούν τα ελληνικά προϊόντα έναντι παρεμφερών προϊόντων παραγόμενων αλλού, εντός της ΕΕ.

Ειδικότερα, «το 2009, το ελληνικό υπουργείο Εθνικής Άμυνας προκήρυξε ανοικτό διαγωνισμό για την προμήθεια έξι συστοιχιών συσσωρευτών υποβρυχίων, συνολικής αξίας 22 εκατ. ευρώ. Η προκήρυξη του διαγωνισμού περιλάμβανε απαίτηση να παράγεται στην Ελλάδα το 35% του χρησιμοποιούμενου υλικού στους συσσωρευτές, αναφέρει η Επιτροπή τονίζοντας, παράλληλα, ότι οι ελληνικές αρχές δικαιολόγησαν την ειδική αυτή απαίτηση με βάση συμφέροντα εθνικής ασφάλειας».

Όμως, επισημαίνει η Κομισιόν, «σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ και τη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ, τα κράτη- μέλη δεν μπορούν να παρεκκλίνουν, αυτομάτως, από τους συνήθεις κανόνες για τις δημόσιες συμβάσεις κατά την προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού».

«Οι ελληνικές αρχές έχουν παραβεί τους κανόνες της ΕΕ, διότι “δεν προέβαλαν λεπτομερή και αιτιολογημένη επιχειρηματολογία, η οποία να αποδεικνύει σαφώς ότι η εφαρμογή των συνήθων κανόνων της ΕΕ για τις δημόσιες συμβάσεις θα έθετε σε κίνδυνο τα ελληνικά συμφέροντα ασφάλειας, σημειώνει και καταλήγει πως «η ειδική απαίτηση δημιουργεί διακρίσεις, εφόσον ευνοεί εταιρείες που μπορούν να προσφέρουν υλικά παραγόμενα στην Ελλάδα».