Στο 4ο μέρος του ρεπορτάζ της για την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ, η εφημερίδα Bild δημοσιεύει άρθρο με τίτλο «Έτσι εξουδετέρωσε ο υπουργός Οικονομικών Eichel τον σημαντικότερο επικριτή».

Ads

Όταν οι Έλληνες πήραν το ευρώ, δεν πανηγύρισαν όλοι. Υπήρχαν φωνές που προειδοποιούσαν. Εμπιστευτικά έγγραφα, που έχει στη διάθεσή της η Bild, πώς παρακάμφθηκε ο σημαντικότερος επικριτής: Ο τότε υπουργός Οικονομικών Hans Eichel του άσκησε μεγάλες πιέσεις!

Όταν στα τέλη Νοεμβρίου 1999 οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ σταματούν τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος κατά της Ελλάδας, στην Αθήνα ανοίγουν σαμπάνιες. Μόλις το 2004 η ελληνική κυβέρνηση θα παραδεχτεί σε χαμηλούς τόνους ότι το έλλειμμα του 1998 ήταν πάνω από 4%, δηλαδή ότι η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος στην πραγματικότητα δεν έπρεπε να είχε σταματήσει…

Όμως, μόλις άλλαξε ο χρόνος 1999-2000, οι εφημερίδες έχουν τίτλο: «Η Ελλάδα λίγο πριν την ένταξη στο ευρώ». Τώρα, όποιος θελήσει να σταματήσει τη χώρα, πρέπει να λάβει μεγάλα μέτρα προστασίας.

Ads

Αυτό δεν το θέλει κανένας. Οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών, η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επαινούν το ελληνικό «πρόγραμμα σύγκλισης», που προδιαγράφει την πορεία της χώρας στο ευρώ και τη θωρακίζει με πολλές προγνώσεις.

Αλλά η ΕΚΤ και η Κομισιόν θέλουν κάτι ακόμα: να είναι στην ασφαλή πλευρά.

«Υπήρχαν από πολλές πλευρές “κωδικοποιημένες προειδοποιήσεις”», θυμάται κορυφαίος Γερμανός διπλωμάτης. «Κανείς δεν ήθελε να πει ανοιχτά. Όχι, αλλά ο καθένας ήθελε να έχει προειδοποιήσει λιγάκι, ώστε στην έσχατη περίπτωση να μπορεί να πει ότι είχε προειδοποιήσει».

Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έπαιξε αυτό το διπλό παιχνίδι. Στις γραπτές συστάσεις της από 16/01/2000 αναφέρεται: «Ωστόσο, η Κομισιόν έχει την άποψη ότι η Ελλάδα θα πρέπει να καταβάλει ιδιαίτερες προσπάθειες, ώστε η πρόοδος όσον αφορά τη μείωση του πληθωρισμού να έχει διάρκεια».

Από τα εμπιστευτικά πρωτόκολλα της συνόδου των Επιτρόπων όμως, στις 18/01/2000 στο Στρασβούργο, προκύπτει ότι ο αρμόδιος τότε Επίτροπος Νομισματικών Υποθέσεων Pedro Solbes μίλησε μόνο για την ανατίμηση της δραχμής και αναφέρθηκε ακροθιγώς μόνο στα ελληνικά προβλήματα. Αλλά και ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Eichel δήλωσε ότι η ένταξη της Ελλάδας εξαρτάται πλέον μόνον από «τεχνικά ζητήματα».

Την ίδια άποψη είχαν και οι Έλληνες: Στις 9 Μαρτίου 2000 ο υπουργός Οικονομικών Γιάννος Παπαντωνίου ζητά επισήμως από τον πρόεδρο της ΕΚΤ Wilm Duisenberg να ενταχθεί η Ελλάδα στο ευρώ.

Ακόμα και τις λεπτομέρειες έχει σκεφτεί η ελληνική κυβέρνηση: Η αίτηση κατατίθεται με καθυστέρηση 24 ωρών, για «να μην κλέψουν την παράσταση» από τη «διεθνή ημέρα της γυναίκας», που γιορτάζεται στις 8 Μαρτίου, θυμάται ο τότε ευρωβουλευτής Robert Goebbels.

Τώρα, όσοι κινούν τα νήματα στην Ελλάδα έχουν σχεδόν πετύχει τον σκοπό τους, συνεχίζοντας πάντως να αγρυπνούν. Αυτό θα το καταλάβει καλά ο διευθυντής της κεντρικής τράπεζας της Έσσης Hans Reckers, που ανήκε στους σκεπτικιστές της ένταξης της Ελλάδας στην ΟΝΕ. Ανησυχία προκαλούσε τότε η μείωση της τιμής του ευρώ έναντι του δολαρίου: Πώς λοιπόν θα αντιδρούσαν οι αγορές σε μια ένταξη της Ελλάδας;

Ο πρώην υπουργός Οικονομικών Theo Waigel δηλώνει σήμερα στην Bild: «Όταν το θέμα ήταν η Ιταλία και το Βέλγιο λόγω του υψηλού χρέους και υπήρχαν αντιδράσεις γιατί το χρέος τους ξεπερνούσε το 100% του ΑΕΠ, δώσαμε εντολή στην Bundesbank να εκδώσει ειδική γνωμοδότηση…Κάτι παρόμοιο έπρεπε να έχει γίνει και για την Ελλάδα». Αλλά δεν έγινε.

Στις 26 Απριλίου ο Hans Reckers βρίσκει το θάρρος και προτείνει σε συνέντευξη τύπου την «αναβολή» της ένταξης των Ελλήνων κατά ένα χρόνο περίπου. Αμέσως καταρρέουν στην Αθήνα οι μετοχές, το χρηματιστήριο κλείνει προσωρινά, η Τράπεζα της Ελλάδος αναγκάζεται να στηρίξει τη δραχμή αγοράζοντας μαζικά. Ο Υπ. Οικονομικών Παπαντωνίου παραπονείται στον Eichel. Λίγο αργότερα χτυπάει το κινητό του Rackers. Στη γραμμή είναι ο πρόεδρος της Bundesbank Ernst Welteke.

Μιλώντας με την Bild, o Reckers θυμάται: «Απλώς μετέφερα τότε την άποψη της πλειοψηφίας των συναδέλφων μου στο συμβούλιο της τράπεζας. Αλλά η Bundesbank, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το υπουργείο Οικονομικών πολύ γρήγορα πήραν αποστάσεις».

Και όχι μόνον αυτό: Ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών Eichel θέλει να κάνει τον επαναστάτη Reckers που επιμένει να σιωπήσει.

Σε επιστολή του προς τον πρόεδρο της Bundesbank Welteke ο Eichel γράφει λίγες μέρες αργότερα: «Σας παρακαλώ επειγόντως να επισημάνετε στον Dr. Reckers ότι ως μέλος του κεντρικού συμβουλίου της Deutsche Bank δεν μπορεί να εκφράζει “προσωπική γνώμη”… Θα σας ήμουν επίσης ευγνώμων, αν εφιστούσατε την προσοχή στον Dr. Reckers ότι ενδείκνυται να εξοικειωθεί με τις μεθόδους και τις διαδικασίες της συνθήκης του Μάαστριχτ…Από τον Έλληνα ομόλογό μου θα ζητήσω εγγράφως συγγνώμη για τις δηλώσεις του Dr. Reckers». Μεγαλύτερη πίεση δεν γινόταν να ασκηθεί.

Στη συνέχεια όμως, ήλθε η «κωδικοποιημένη προειδοποίηση» της ΕΚΤ.
Στις 27 Απριλίου η ΕΚΤ δημοσιεύσει την «έκθεση σύγκλισης» για την Ελλάδα, την οποία όλοι ανέμεναν με αγωνία.

Οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν δηλώνουν μεν ρητά ότι “μπλοκάρουν” την ένταξη της Ελλάδας, αλλά σε διάφορες σελίδες της έκθεσης υπάρχουν προειδοποιήσεις και προτροπές του τύπου: Ελληνική δημοσιονομική κατάσταση; «Αιτία ανησυχίας!» Συνταξιοδοτικό σύστημα; «Μεταρρύθμιση απολύτως απαραίτητη!», Δαπάνες; «Απαραίτητες, συνεχείς και περαιτέρω προσπάθειες λιτότητας!» Ποσοστό χρέους; «Πολύ υψηλό!»

Απ’ αυτή την έκθεση φαίνεται ακριβώς ο κατάλογος εκκρεμοτήτων, που η Ελλάδα έπρεπε να διεκπεραιώσει πριν από την ένταξη στην ΟΝΕ.

Η ΕΚΤ τονίζει επιπλέον σαφώς το σημείο, το οποίο σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα θα αποβεί ολέθριο για την Ελλάδα: «Εάν το υψηλό δημόσιο χρέος παραμείνει υψηλό, θα μπορούσε να αποτελέσει κίνδυνο σε περίπτωση που δυσμενείς δημοσιονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα οδηγήσουν στο να γίνει θεωρηθεί ο κίνδυνος εκτροχιασμού του δημοσίου χρέους μεγαλύτερος απ’ ότι μέχρι τώρα».

Με απλά λόγια: Αν οι μεγαλοεπενδυτές δεν εμπιστεύονται πλέον τους Έλληνες, λόγω του υψηλού χρέους τους, τα ελληνικά κρατικά ομόλογα θα υποβαθμιστούν στην κατηγορία «junk», πράγμα που συνέβη την άνοιξη του 2010 de facto χρεοκόπησε.

Αλλά και η ψήφος της ΕΚΤ δεν ήταν αρνητική, παρά μόνο ένα ναι με το ζόρι και με ένα μεγάλο «αλλά». Η διαδικασία συνεχίζεται.

Ο τότε πρόεδρος του CSU και πρωθυπουργός της Βαυαρίας Edmund Stoiber δηλώνει στην Bild: «Ήμουν τότε κατά τις ένταξης στην ΟΝΕ. Αλλά η ομοσπονδιακή κυβέρνηση του ερυθροπράσινου συνασπισμού εμπιστεύτηκε τα στοιχεία της Ελλάδας. Επιπλέον, επικρατούσε ατμόσφαιρα μεγάλης εφορίας του τύπου «Τώρα θα χτίσουμε μια ισχυρή Ευρώπη και σ’ αυτήν θέλουμε φυσικά να δώσουμε μια θέση και στους Έλληνες, οι οποίοι εξήλθαν από μια στρατιωτική δικτατορία».

Και έτσι έγινε: Στις 2 Μαΐου οι αρχηγοί κρατών με τη μεγαλύτερη επιρροή συνεδριάζουν ως συνήθως για την προετοιμασία του Συμβουλίου Επιτρόπων της επόμενης μέρας. Το σχετικό εμπιστευτικό πρωτόκολλο συμπερασμάτων επισημαίνει στην παράγραφο 9i εννέα ακριβώς γραμμές, στις οποίες αναφέρεται ότι οι Επίτροποι θα πρέπει να συστήσουν επισήμως στα κράτη μέλη την ένταξη της Ελλάδας. Και έτσι έγινε.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η μπάλα βρίσκεται πλέον στο γήπεδο των υπουργών οικονομικών και των αρχηγών των κρατών μελών. Μόνο αυτοί θα μπορούσαν τώρα να φρενάρουν τη διαδικασία.