«Ο καπιταλισμός είναι μια καταπληκτική υπόθεση. Και αυτό σας το λέει ένας σοσιαλδημοκράτης. Η αγορά είναι μια ευφυής ανακάλυψη της ανθρωπότητας, γιατί είναι η βάση της ελευθερίας μας».Ο σοσιαλδημοκράτης που δηλώνει τα παραπάνω είναι ο Μισέλ Ροκάρ, που διετέλεσε, την περίοδο 1988-1991, επί προεδρίας Φρανσουά Μιτεράν, πρωθυπουργός της Γαλλίας. Σήμερα, εκτός ενεργούς πολιτικής, κάνει μια ιστορική αναδρομή του συστήματος στη συντηρητική εφημερίδα «Λε Φιγκαρό» με αφορμή την οικονομική κρίση, απ’ όπου ένα μικρό απόσπασμα.

Της Βίκυς Τσιώρου, στην Ελευθεροτυπία της 21/07/2010

Ads

«Ο καπιταλισμός -συνεχίζει ο Ροκάρ- είναι ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό και απαράδεκτα σκληρό σύστημα. Γύρω στα 1820-1850, κατά τη Βιομηχανική Επανάσταση, οι άνθρωποι εργάζονταν 4.000 ώρες τον χρόνο, δηλαδή δεκαεφτά ώρες την ημέρα, περιλαμβανομένου του Σαββατοκύριακου και φυσικά, χωρίς πληρωμένες διακοπές, ούτε συντάξεις. Ο καπιταλισμός γεννήθηκε μέσα από την κοινωνική βία: απεργίες, εξεγέρσεις, καταστολή. Το ζητούμενο αυτών των ταραχών ήταν η μείωση των ωρών εργασίας. Οι λαοί των αναπτυγμένων χωρών, όπως οι ΗΠΑ, η Ευρώπη, η Ιαπωνία, εφάρμοσαν κακήν-κακώς τον καπιταλισμό, ελπίζοντας πως η αποτελεσματικότητά του θα περιόριζε τη σκληρότητά του. Και πράγματι, από τις 4.000 ώρες εργασίας τον χρόνο που δούλευε ένας εργάτης, το 1935 περιορίστηκαν στις 2.000 ώρες και σήμερα στις 1.550».

Ο καπιταλισμός όμως έχει δημιουργήσει με τις κρίσεις, την κερδοσκοπία και την απληστία των αγορών, πρόβλημα επιβίωσης σε μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες στις περισσότερες χώρες του κόσμου…

«Το 1970, για ένα δολάριο που κυκλοφορούσε στον κόσμο, για εμπορικούς λόγους, κυκλοφορούσε ένα ακόμη για χρηματιστικούς λόγους (δάνεια, αγορά μετοχών κ.λπ.) Το 2006, η αναλογία ήταν 1 προς 120, με καθημερινό όγκο μεγαλύτερο από 20.000 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτή η τεχνική των παραγώγων βασίζεται στο στοίχημα μιας σταθερής αύξησης τιμών. Εξού και η τεράστια φούσκα».

Ads

Αυτή όμως η κερδοσκοπική φούσκα δημιούργησε τεράστιες περιουσίες.

«Πράγματι. Το αμερικανικό όνειρο: “όλοι καπιταλιστές, όλοι ιδιοκτήτες”, γίνεται το εκλογικό σύνθημα του Τζορτζ Μπους. Οι τράπεζες προσφέρουν στεγαστικά δάνεια σε όλους, όμως αντί να ζητούν εγγυήσεις για την ικανότητα αποπληρωμής των δανείων από τους πελάτες τους, ποντάρουν στην αξία της πέτρας. Το 2007, 1,7 εκατομμύριο οικογένειες, συχνά με πολλά παιδιά, χάνουν τα σπίτια τους. Υπάρχει μια συλλογική κατακραυγή. Ωστόσο για να ξαναβρεθεί μια ισορροπία θα έπρεπε να είχαν εκδιωχθεί από τα σπίτια τους 3,5 εκατομμύρια άνθρωποι. Ολες οι αμερικανικές τράπεζες περνούν στο κόκκινο και επινοούν την τιτλοποίηση των δανείων τους, μετατρέποντάς τα σε μεταφερόμενα από τράπεζα σε τράπεζα, προϊόντα. Η πραγματική οικονομία πλήττεται δημιουργώντας μεγάλη ύφεση και τα κράτη αντιδρούν παρέχοντας στο ιδιωτικό τραπεζικό σύστημα δημόσιες εγγυήσεις. Ας είναι καλά οι φορολογούμενοι!»

Ο Μισέλ Ροκάρ κλείνοντας τη συνέντευξή του προτείνει, για την έξοδο από την κρίση, την εκ νέου υιοθέτηση του αμερικανικού νόμου του 1933, που απαγορεύει στις τράπεζες να επενδύουν με χρήματα από τα αποθεματικά τους. Τη φορολογία στα υπερκέρδη. Την απαγόρευση όλων των τραπεζικών παραγώγων που δεν συνδέονται με την πραγματική οικονομία. Την εξάρθρωση όλων των φορολογικών παραδείσων και, τέλος, θεωρεί απαραίτητο να ξαναδοθεί στους μισθωτούς η αγοραστική τους δύναμη, για να ευνοηθεί η ανάπτυξη.