Η Τουρκική Δικαιοσύνη τίμησε με έναν ιδιότυπο τρόπο την 10η Ιανουαρίου, ημέρα της Δημοσιογραφίας: ξεκίνησε την έρευνα για «προπαγάνδα υπέρ της τρομοκρατίας» σε βάρος του τηλεοπτικού δικτύου «Kanal D» του ομίλου «Dogan», που αποτελεί την αιχμή του δόρατος του αντιπολιτευόμενου Τύπου.

Ads

Όλα ξεκίνησαν όταν σε δημοφιλή εκπομπή λόγου μεταδόθηκε τηλεφώνημα τηλεθεάτριας από το Κουρδιστάν, η οποία μίλησε για την κατάσταση που επικρατεί στην ΝΑ Τουρκία σημειώνοντας ότι οι πόλεις Τσιζρέ και Σιλώπη είναι υπό πολιορκία και ότι στην παλιά συνοικία του Ντιγιάρμπακιρ ισχύει απαγόρευση κυκλοφορίας.

Κάλεσε τον τουρκικό λαό να μην μένει αδιάφορος απέναντι στις απώλειες αμάχων στις μάχες μεταξύ του στρατού και των Κούρδων ανταρτών και στον κόσμο που υποφέρει από πείνα και δίψα, μετά από σχεδιασμένες ενέργειες της κυβέρνησης προκειμένου να καμφθεί το ηθικό των κατοίκων της περιοχής.

Δεν πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό, αφού οι δημοσιογράφοι της Cumhurriyet, παραμένουν προφυλακισμένοι με την κατηγορία της αποκάλυψης κρατικών μυστικών και έκθεσης της χώρας σε κίνδυνο: πριν από τις εκλογές του Ιούνη, η εφημερίδα δημοσίευσε βίντεο από φορτηγά που φέρεται να ανήκαν στην ΜΙΤ και μετέφεραν όπλα και πυρομαχικά στην Συρία. Υπάρχουν και άλλες δίκες οι οποίες τραβάνε την προσοχή της διεθνούς κοινής γνώμης. Ο  Μπουλέντ Κενές -αρχισυντάκτης της εφημερίδας  Today’s Zaman, τιμωρήθηκε με ποινή 21 μηνών φυλάκισης για προσβολή του Προέδρου της Δημοκρατίας Ερντοάν μέσω twitter.

Ads

Όπου δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί αδίκημα, επιστρατεύεται ο ΣΔΟΕ. Κανείς επιχειρηματίας των ΜΜΕ δεν μπορεί να ξεχάσει το πρόστιμο μαμούθ στον εκδοτικό όμιλο της Milliyet to 2008, που οδήγησε τον επικεφαλής της σε πώληση μεγάλου μέρους των εντύπων που κατείχε για να καταλήξει να γίνει πιο συνεργάσιμος, γεγονός που μείωσε δραματικά το πρόστιμο.

Ο βουλευτής του CHP, Σεζγκίν Τανρίκουλου κατήγγειλε ότι περίπου 800 δημοσιογράφοι απολύθηκαν τον περασμένο χρόνο στην Τουρκία ενώ 156 κρατήθηκαν από την αστυνομία. Περίπου 500 μηνύσεις έγιναν εναντίον δημοσιογράφων ενώ έρευνα διενεργήθηκε για 200 δημοσιογράφους και 7 εταιρίες ΜΜΕ. Στον κατάλογο των 189 χωρών για το επίπεδο της ελευθεροτυπίας, η Τουρκία κατατάσσεται στην 149η θέση το 2015, ανακοίνωσαν οι «Reporters Without Borders» (Ρεπόρτερς Χωρίς Σύνορα).

Η πρόσφατη Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Τουρκία ανησυχεί ιδιαιτέρως για την κατάσταση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και την ελευθερία του Τύπου. Στις εκλογές του Νοέμβρη, η Έκθεση των Διεθνών Παρατηρητών επισημαίνει την προνομιακή μεταχείριση του Ερντοάν από μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα, αλλά και την μονοπωλιακή προβολή του από τα κρατικά κανάλια. Την προπαραμονή των εκλογών, ακόμη και το παιδικό κανάλι της κρατικής τηλεόρασης μετέδιδε την ομιλία του… Όλη η προεκλογική εκστρατεία εξελίχθηκε μέσα σε ένα κλίμα πραγματικού πολέμου όχι μόνο με τα παραδοσιακά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, αλλά και με τα Social Media: παρόλο που το twitter ήταν απαγορευμένο και το youtube λειτουργούσε με αυστηρούς περιορισμούς, οι ποιοτικές έρευνες έδειξαν ότι το 48% της Νεολαίας ψήφισε υπέρ του Ερντοάν και θεωρεί το Στρατό και τους Δικαστές ως τις πιο βασικές δομές της Τουρκικής Δημοκρατίας.

Το 1999, όταν ο Ερντοάν πέρασε τέσσερις μήνες στη φυλακή για υπόθαλψη θρησκευτικού μίσους μέσα από μια “διασκευή” του στο ποίημα του ιστορικού Τούρκου συγγραφέα και πολιτικού ακτιβιστή, Ziya Gökalp πιθανόν να φαντάζει μακρινό για τον ίδιο, αλλά όχι για την χώρα του, όπου η κατάσταση ελευθερίας του Τύπου ως πυλώνας Δημοκρατίας βαίνει επιδεινούμενη.

Η συγκέντρωση των ΜΜΕ είναι πρωτοφανής, η διαπλοκή ΜΜΕ και επιχειρηματιών είναι απροκάλυπτη και τα παιχνίδια Ερντοάν με τους εκδοτικούς ομίλους και τα επιχειρηματικά συμφέροντα που εκπροσωπούν χωρίς προσχήματα, σε μία κοινωνία που, στην πλειονότητά της εμφανίζεται αδιάφορη: πριν από κάθε αμφιλεγόμενη πολιτική κίνηση Ερντοάν εξαγγέλλονται τα μεγάλα έργα που πρόκειται να δημοπρατηθούν είτε πρόκειται για την Τρίτη γέφυρα στον Βόσπορο, είτε για το τρίτο αεροδρόμιο στην Κωνσταντινούπολη, τον δρόμο Κωνσταντινούπολης Σμύρνης, το πυρηνικό εργοστάσιο. Όσο η οικονομία φαίνεται να πηγαίνει καλά, τουλάχιστον σε επίπεδο διαπλοκής δημόσιου χρήματος και μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, η στήριξη Ερντοάν από τα Μέσα θα είναι σταθερή. Δεν είναι τυχαίο ότι ο αντιπολιτευόμενος όμιλος Sözcü στηρίζεται σε ξένα κεφάλαια.

Ο Ερντοάν και το Κόμμα του, το ΑΚΡ, είναι οι απόλυτοι κυρίαρχοι στην πολιτική ζωή της Τουρκίας. Με την αξιωματική αντιπολίτευση να βαρύνεται με κρίματα για τα οποία δεν έχει ποτέ κάνει αυτοκριτική, με το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, με ίδιο Καταστατικό από το 1924 και με τη σκιά της συνεργασίας με τους πραξικοπηματίες, αλλά και το φιλοκουρδικό Κόμμα να προωθεί τον κουρδικό εθνικισμό, ένα ερώτημα πλανάται στους διαδρόμους των Βρυξελλών και στους διπλωματικούς κύκλους: τι θα συμβεί σε αυτή τη χώρα, αν, για κάποιο λόγο, δεν υπάρχει πια Ερντογάν;

Κάποτε θεωρούσαμε ότι το ερώτημα «Θέλει η Τουρκία να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση» αντιστρατευόταν το ερώτημα «Μπορεί να ενταχθεί η Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Νομίζω ότι σήμερα αυτά τα δύο ερωτήματα αλληλοσυμπληρώνονται και βρίσκονται σε πλήρη ισορροπία: η Τουρκία δεν επιθυμεί ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση: πέραν του ότι η Ένωση πολιτικά έχει χάσει την αίγλη που είχε κάποτε, παρόλη την αποτυχία του Δόγματος Νταβούτογλου και την προσπάθειά της Τουρκίας να παίξει ηγεμονικό ρόλο στην περιοχή, ούτε οικονομικά μπορεί να της προσφέρει πολλά πράγματα όχι μόνο λόγω της οικονομικής κρίσης, αλλά και λόγω του ιδιότυπου τρόπου οργάνωσης της τουρκικής οικονομίας. Η Τουρκία αυτό που ήθελε από την Ένωση φαίνεται ότι θα το πετύχει τον Οκτώβρη του 2016, ελέω προσφυγικής κρίσης: την κατάργηση της θεώρησης εισόδου.

Η Τουρκία προκειμένου να ενταχθεί στην Ένωση χρειάζεται επανίδρυση και ένα νέο Σύνταγμα, πολύ μακριά από αυτό που οραματίζεται ο Ερντοάν. Επιπλέον, αντιμετωπίζει πλήθος εσωτερικών και περιφερειακών προβλημάτων που εμπλέκονται άμεσα με τα εσωτερικά της τα οποία επιθυμεί να διαχειρίζεται εν κρυπτώ, μακριά από ευρωπαϊκούς ελέγχους. Και όλα αυτά με τη σκιά του Κουρδικού βαριά από την χώρα, το Κυπριακό σε πορεία γόνιμων διαπραγματεύσεων και στην αρχή ακόμη της προσφυγικής κρίσης, σε μία περιοχή όπου οι κρίσεις διαδέχονται η μία την άλλη και έρχονται να προστεθούν στα χρόνια προβλήματα της Μ. Ανατολής.