Από τα παιδικά μου χρόνια ίσαμε που μετακόμισα, η μάνα μου χρησιμοποιούσε το όνομα του σαν ψόγο για να εκφράσει την μητρική της ανησυχία, ενίοτε και την οργή: «Σταμάτα να τρέχεις σαν τον Βέγγο! Κορόιδο!».  Ο Θ.Β. , που τον υποτιμούσα βαθιά ως παιδί, έγινε έτσι αναπόσπαστο κομμάτι μιας «ενοχικής» οικογενειακής μυθολογίας (πιθανότατα της μυθολογίας κι άλλων λαϊκών οικογενειών) πασπαλισμένης με οργή και φιλότιμο, που προσπαθούσε πρόχειρα να κρυφτεί  πίσω από την κυνικότητα της νέας εποχής, όπως συνέβη ίσως στο σύνολο της νεοελληνικής κοινωνίας. Ο Θ.Β. δεν βολευόταν σε όλα αυτά. Και ξεβόλευε (και πόσο ξεβόλευε!) κι ο ίδιος.

Ads

Γιατί δεν είναι αλήθεια αυτό που γράφτηκε. Ότι ο Βέγγος «εξέφρασε τον νεοέλληνα όπως θα ήθελε να είναι» κι’ άλλα τέτοια «θεωρητικά». Καθόλου. Σε εποχές που θέλαμε να είμαστε ψηλοί δίμετροι Βορειοευρωπαίοι (ή Αμερικάνοι), σε εποχές που ο μέσος Έλληνας ήθελε να πετύχει ακόμη και πατώντας επί πτωμάτων και έτσι προέβαλλε τον εαυτό του, σε εποχές που η μέση Ελληνίδα παντρευόταν ένα επάγγελμα κι έπειτα έκλαιγε γιατί δεν βρήκε άνθρωπο, ο Βέγγος «ήταν εκεί» να μας θυμίζει αυτό που ήμασταν πραγματικά, αλλά (σε εποχές ανερχόμενης υλικής ευμάρειας) στην πλήρη ψυχική και ηθική του ανάπτυξη.

Όχι ως «κατάσταση» μόνο με άλλα λόγια, μα ως πρόταγμα, ως «ενοχλητικό» στόχο παλιννόστησης ενός παιδιάστικου ονείρου που έχεις ξεπουλήσει στις συμβάσεις και στις ματαιοδοξίες της ενήλικης ζωής. Γι αυτό και μας άγχωνε «το άσθμα του». Γι’ αυτό και την ίδια ώρα που θέλεις τόσο να γελάσεις όταν τον βλέπεις στο πανί, θέλεις άλλο τόσο να κλάψεις. Κι αυτό στην ιστορία του κινηματογράφου, αρχίζοντας από τον Σαρλό, ζήτημα να το έχουν καταφέρει τόσο κρυστάλλινα 3-4 άνθρωποι.  

Υπάρχει μία σκηνή στην (κορυφαία κατ εμέ) ταινία «Ο Θ.Β. στην χώρα της σφαλιάρας». όπου ο Θ.Β. (τρελός που οδεύει εν τη αγνοία του με απαγορευμένη μουσική για να χαλάσει μία «καθεστωτική» γιορτή) βαδίζει μπροστά από ένα πανό που γράφει ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ. Γραμμένο με μεγάλα γράμματα, σύνθημα-επιτομή όχι μόνο ενός καθεστώτος μα μιας ολόκληρης κοινωνίας υπό δικτατορία ή έπειτα υπό κοινο-βολευτισμό, σύνθημα-στάση ζωής όχι μόνο καθεστωτικών μα κι εναλλακτικών με το αζημίωτο όταν ήταν της μόδας συμπεριφορών – κρυμμένων πίσω από «σπουδαίες δικαιολογίες» πάντοτε- που οδηγούν σε θώκους κι απολαβές κάθε είδους). Κι αυτός («τρελός» γελωτοποιός στην αυλή της Μεσαιωνικής εξουσίας) επαναλαμβάνει σε κάθε βήμα ΟΧΙ ΟΧΙ ΟΧΙ. Ακόμη κι όταν φτάνει μπροστά στον γκισέ είσπραξης αυτού του ΝΑΙ.

Ads

Ο Βέγγος τρώει εκεί (ως συνήθως δηλαδή) πάρα πολύ ξύλο. Ο μέσος διαδηλωτής της εποχής συνομιλούσε μυστικά μαζί του… «Αλλά» δεν επιστρέφει ούτε μία γροθιά. «Αλλά» δεν υποχωρεί ούτε μία ίντσα. ΟΧΙ αντιγυρίζει την μικρή αυτή λέξη γινόμενος ένας Σίσυφος ευτυχισμένος. ΟΧΙ. Το «πώς» ένας παλιάτσος (παλιάτσοι άλλοι 100 να βγουν στην κοινωνία που λέει και το τραγούδι…) κατορθώνει δίχως ούτε μία βρισιά, δίχως ούτε μια πρόταση βίας, (κι ας την δέχεται μαζικά) τέτοιας οξύτητας κοινωνική κριτική, και παράλληλα (δίχως διδακτισμό) και γέλιο όσο δέκα εκχυδαϊσμένες (όταν η βωμολοχία δεν είναι οργανικά ενταγμένη στο κείμενο) επιθεωρήσεις μαζί, είναι η τέχνη του όλη, είναι η ιδιοφυΐα του όλη. 

Λέγεται ότι την πρώτη φορά που ο Βέγγος μπαίνει στο ελληνικό κάδρο των επωνύμων κουβαλούσε σανίδες. Τις πήγαινε σε έναν συνάνθρωπο του στην Μακρόνησο για να μην κοιμάται στην μαύρη γης, για να μην κρυώνει. Ο συνάνθρωπος του αυτός, με το όνομα Κούνδουρος, εξελίχτηκε σε μεγάλο σκηνοθέτη. Ο Βέγγος ήταν η μαμά όλων στην Μακρόνησο. Και των δεσμοφυλάκων του ακόμα που, οι έχοντες κρατήσει μέσα τους ανθρωπιά παρά την αράχνη που τους κράταγε δεμένους όλους μαζί δικούς κι εχθρούς, τον λάτρεψαν. Και ήταν ο μπαμπάς (όχι πατέρας, μπαμπάς, λαϊκή και παγκόσμια λέξη, λαϊκή –όχι λαϊκίστικη- και γι΄αυτό παγκόσμια) όλων μας στη ζωή. Ή ο παππούς αργότερα. Ένας κουρασμένος όχι ιδιαίτερα ανοιχτόχρωμος Βαλκάνιος φουκαράς που όρθωνε το ανάστημα του εκεί που δεν τον μέτραγες, θυμίζοντας με την ιερότητα μιας βαθιά λυπημένης εμμονής πως η αξία της «φυλής», όπως και της ανθρωπότητας, δεν ήταν το αρχαιοπρεπές ή μοντελίσιο σώμα, τα ρούχα, το επάγγελμα, η επιτυχία, το ραχάτι του «έξυπνου μάγκα». Η ανθρωπιά ήταν. Με άλλα λόγια η αξιοπρέπεια αυτού που δεν τα παρατά, μα και δεν αποκτηνώνεται στην προσπάθεια..
 
Κι έτσι -τρέχοντας σαν παλαβός- μέσα από χίλιες σκηνές έπαιζε ουσιαστικά μονάχα μία. Αυτήν που τόσο πυκνά  περιγράφει εκείνο το σπαραχτικό σπιρίτσουαλ των σκλάβων: Και την Δευτέρα; Να βαδίζεις. Και την Τρίτη; Να βαδίζεις. Και την Τετάρτη; Να βαδίζεις. Ή να πηγαίνεις «τρέχοντας».

Κι αυτό το «παιχνίδι» δεν το έπαιζε μόνο με τρέξιμο. Μα και με μία ατάκα. Γιατί εκείνη  η ατάκα «Καλοί μου άνθρωποι!» δεν ήταν δηλωτική. Ειρωνική ήταν. Και ερωτηματική. Και παρακλητική. Γιατί σου έδειχνε στο πανί ότι μπορούσες να τον πατήσεις, να τον ξεγελάσεις, να τον εκμεταλλευτείς όσο ήθελες. Κι έτσι ο διάλογος «ενδοστρεφόταν» κι έμενες μόνος μπρος στον καθρέφτη να αναρωτιέσαι για τα όρια σου, για το είδος σου, για την ποιότητά σου. «Καλοί μου άνθρωποι. Καλέ μου άνθρωπε!» Δεν έφταιγαν μόνο οι από πάνω. Έμπαινες –επιτέλους!- στο κάδρο κι εσύ: Τι είδους άνθρωπος ήσουν;
 
Την εβδομάδα που έφυγε ο Θ.Β.χάσαμε δυο αληθινά καλούς ανθρώπους. Τον Λάκη Σάντα και τον Θανάση Βέγγο. Ήταν η εβδομάδα των σεμνών ανθρώπων. Κι ακόμη σημαντικότερο: Των γνήσιων ανθρώπων. Δεν πέρασαν εύκολη ζωή. Και πόσα κρύβει αυτή η απλή φράση… Μα επιβίωσαν κόντρα σε όλα φωνάζοντας μέσα από πράξεις και φράσεις «Καλοί μας άνθρωποι». Υπενθυμίζοντας με τους τρόπους του ο καθένας ότι μπορεί τις δεκαετίες της επίπλαστης ευμάρειας να φύγαμε από τις κινηματογραφημένες φτωχογειτονιές που κυλούσε το τσέρκι και κάποιοι ή κάποιες να κλείστηκαν στα ρετιρέ ξεπουλώντας κομμάτια μας, κομμάτια τους, μα ήταν η ίδια η φύση τους, η φύση μας, που αντιδρούσε (με άδικο κι επιβεβλημένο πένθος στα σπίτια των φτωχών, με αδιέξοδα κι ανέξοδα ψυχοφάρμακα στα σπίτια των πλουσίων) στο επικρατούν οξύμωρο «άξιων» επιβραβεύσεων βαθιά ανάξιων της ανθρώπινης φύσης μας. Της ανθρώπινης ψυχής μας. Ώσπου η κρίση μας έβαλε μπρος στον καθρέφτη μας βίαια για να γίνουμε περισσότερο άνθρωποι, ή περισσότερο κτήνη.

«Τόσο γέλιο! Σε καλό να μας βγει!» λέει ο Θανάσης την γνωστή ρήση του λαϊκού πολιτισμού σε μία του ταινία. Γιατί τότε, μεταπολεμικά, ντρέπονταν οι άνθρωποι να τραβήξουν περισσότερο νερό απ το πηγάδι της «κοινής χαράς» όταν υπήρχαν τριγύρω διψασμένοι, όταν υπήρχαν τριγύρω δυστυχισμένοι. Ύβρις. Βαθύς πολιτισμός. Κυνηγημένος ακόμα και τότε, βρίσκοντας καταφύγιο «αναγκαστικά» μέσα στις κωμωδίες: Ο στόχος να πας βαθιά, όχι ψηλά, όπως η αλλοτρίωση καθιέρωσε ως αυτονόητο με χίλιους τρόπους.   

Τώρα αυτή η ατάκα, μαζί με το γέλιο του «Θανάση», πάγωσε στον χρόνο και μονάχα «αποθηκευμένη» θα ανασύρεται. Αλλά το κρυφό στοίχημα που έθεσε δεν θα σωπάσει ποτέ. «Καλοί μου άνθρωποι»… Με ερωτηματικό αιχμηρό σαν μαχαίρι. Ενοχλητικό σαν συνείδηση. Ελπιδοφόρο σαν πράξη. «Καλοί μου άνθρωποι»…