Σήμερα συμπληρώνονται 73 χρόνια από την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα – ήταν 27 Απριλίου του 1941. Ο Μανώλης Γλέζος στο βιβλίο «Μια Κουβέντα με το Γλέζο» της Ρένας Δούρου αναφέρεται στην πρώτη αντιστασιακή πράξη, που προηγήθηκε της δικής του και του Απόστολου Σάντα, όταν μαζί κατέβασαν τη σβάστικα από την Ακρόπολη. Όπως αναφέρει η πρώτη πράξη αντίστασης ήταν του Μαθιού Πόταγα.  Ακολουθεί το απόσπασμα όπως δημοσιεύτηκε στα «Νέα».

Ads

«Επειδή χαρακτηρίζεται ως η πρώτη αντιστασιακή πράξη που έγινε, το κατέβασμα της σβάστικας από την Ακρόπολη, και για να αποκατασταθεί η αλήθεια, θα πρέπει να πούμε και να τονίσουμε ότι η πρώτη αντιστασιακή πράξη στην Ελλάδα, με θυσία μάλιστα, είναι αυτό που έκανε ο Μάθιος ο Πόταγας στις 2 Μαΐου 1941, στη δημοσιά της Βυτίνας, της ιδιαίτερης πατρίδας του. Η Μεραρχία Αδόλφος Χίτλερ, η καλύτερη μεραρχία αρμάτων μάχης της Γερμανίας, ήταν ανάμεσα στις μεραρχίες που πήραν μέρος στην εισβολή εναντίον της Ελλάδας. Προχώρησε προς τη Δυτική Ελλάδα. Εφθασε στην Αιτωλοακαρνανία, έκανε απόβαση στην Πάτρα, στον Νομό Αχαΐας, και από εκεί ξεκίνησε να πάει για την Καλαμάτα, να αποκόψει τον δρόμο διαφυγής των στρατευμάτων που θα ‘φευγαν για τη Μέση Ανατολή.
 
 Ενα της τμήμα στην Πύλο ξεκίνησε να πάει να καταλάβει την Τρίπολη. Φθάνοντας στη δημοσιά της Βυτίνας, ένας νεαρός μαθητής, ο Μάθιος ο Πόταγας, δεκαεφτά χρονών, πετάχθηκε στη μέση του δρόμου, σήκωσε το χέρι του και φώναξε: “Σταματήστε! Δεν θα μας σκλαβώσετε. Αυτή τη στιγμή είμαι μόνος, αλλά πίσω μου ακολουθεί ολόκληρος ο ελληνικός λαός”.
 
Ο διοικητής της μονάδας σταματάει τη φάλαγγα και ρωτάει τον διερμηνέα του τι λέει αυτό το παιδί. Ο διερμηνέας τού εξηγεί και, μόλις του εξήγησε, τραβάει το αυτόματο και εκτελεί το παιδί, τον Μάθιο Πόταγα. Αλλά δεν σταμάτησε εκεί, διέταξε τους στρατιώτες του και πήραν έναν ογκόλιθο και έλιωσαν, συνέθλιψαν, το κεφάλι του νεκρού Μάθιου Πόταγα. Από την πλευρά του ο γερμανός αξιωματικός έκανε αυτό που πίστευε, ότι πρέπει να εξολοθρεύονται όλοι που έχουν τέτοια κεφάλια, όταν βγάζουν τέτοιες ιδέες αυτά τα κεφάλια. Αυτή ήταν η πρώτη αντιστασιακή πράξη με θυσία.
 
Τότε έπαιρναν στρατιώτες από είκοσι ενός χρονών και πάνω και όλη η νεολαία των δεκαοχτώ, των δεκαεφτά, των δεκαεννιά, των είκοσι ετών διαμαρτυρόταν γιατί δεν την έστελναν να πολεμήσει. Και μέσα στον ενθουσιασμό τους, οι νέοι όλων αυτών των ηλικιών λέγανε, αν μας έδιναν εμάς όπλα, δεν θα έσπαγε το μέτωπο. Δεν θα νικούσαν οι Γερμανοί. Ταυτόχρονα, είχαν κλείσει τα σχολεία. Ο Μάθιος ο Πόταγας ήταν μαθητής του Βαρβάκειου Σχολείου στην Αθήνα, γύρισε στο χωριό του, και κουβέντιαζαν με τους νέους και συζητούσαν αυτά τα θέματα από μαρτυρίες που μάθαμε από την ομάδα των συμμαθητών του.
 
“Αν μας είχαν δώσει όπλα, δεν θα έσπαγε το μέτωπο”. Ξαφνικά, εξαφανίζεται από την παρέα ο Μάθιος ο Πόταγας. Από εκεί και πέρα η έρευνα που έγινε απέδειξε ότι ο Μάθιος ο Πόταγας πήρε το πιστόλι του πατέρα του, πήγε στα βουνά και βρήκε τους βοσκούς, οι οποίοι τον φιλοξένησαν. Από μαρτυρίες των βοσκών μάθαμε ότι πήρε δυναμίτες από τα νταμάρια της περιοχής – βγάζει ένα ειδικό μάρμαρο η Βυτίνα, εκλεκτής ποιότητας – και ετοιμαζότανε, όπως έλεγε σ’ αυτούς, να ναρκοθετήσει τον δρόμο μόλις εμφανιστούν οι Γερμανοί και με το όπλο του πατέρα του να τους πολεμήσει. Ερώτημα: γιατί δεν έκανε αυτό που σχεδίαζε και προτίμησε να πεταχθεί άοπλος μπροστά στους Γερμανούς; Η εξήγηση που δίνω είναι ότι θα σκέφτηκε, πολύ ορθά, το παιδί αυτό ότι, κι αν σκοτώσω έναν-δυο Γερμανούς, τι κέρδισα; (…)
 
Καλύτερα να στείλω ένα μήνυμα προς όλους. Ενα εγερτήριο μήνυμα. (…) Ενα προς τους Γερμανούς. “Αυτή τη στιγμή είμαι μόνος, αλλά πίσω μου ακολουθεί ολόκληρος ο ελληνικός λαός”. Και δεύτερο μήνυμα στον ελληνικό λαό, εγώ θυσιάζομαι, κάνε κι εσύ το χρέος σου».