Το ερώτημα είναι προφανές: γιατί η τρόικα και ο ξένος παράγοντας μέσα από διαρροές πιέζει μια κυβέρνηση που είναι αφενός απόλυτα ελεγχόμενη και αφετέρου καταρρέουσα; Του Θέμη Τζήμα

Ads

Το καψώνι για την επιστροφή της τρόικας, οι διαπραγματεύσεις σε καθεστώς γενικευμένης αδιαφάνειας και φυσικά το ζήτημα των αναγκών του τραπεζικού τομέα, υπερσκελίζουν κατά πολύ τα όποια- ούτως ή άλλως θολά- «θετικά» μηνύματα προσδοκά ο πρωθυπουργός για να φτάσει μέχρι τις ευρωεκλογές.

Είναι μάλλον απίθανο να πρόκειται απλά ή κυρίως για το γνώριμο, στημένο επικοινωνιακό παιχνίδι της δήθεν σκληρής διαπραγμάτευσης, παρ’ ό,τι όπως όλα δείχνουν συμφωνία θα υπάρξει μεταξύ κυβέρνησης και τρόικας. Η κυβέρνηση άλλωστε είναι απολύτως εξαρτημένη για να προχωρήσει σε ρήξη και η καγκελαρία με ανοιχτά μια σειρά μετώπων- με τελευταίο την Ουκρανία- δε θα ήθελε πριν τις ευρωεκλογές μια επιδείνωση της πολιτικής κρίσης και στην Ελλάδα.

Ωστόσο ο τρόπος που φέρεται η τρόικα στη συγκυβέρνηση Σαμαρά- Βενιζέλου δείχνει σε πρώτη ανάγνωση ότι ο ξένος παράγοντας θεωρεί την κυβέρνηση τελειωμένη.

Ads

Επιπλέον ότι κρίνει πως ο λαός μπορεί να αντέξει την περαιτέρω παραμονή στην παρούσα κατάσταση  φτώχειας και δυστυχίας χωρίς να προχωρά σε γενικευμένη εξέγερση. Άλλωστε οι λεγόμενες μεταρρυθμίσεις αποσκοπούν ακριβώς στην ταχύρυθμη προώθηση εκείνων των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που δομούν ειδική οικονομική ζώνη στο σύνολο της επικράτειας ή αλλιώς το μοντέλο της «ανατολικοευρωπαιοποίησης».

Η δεύτερη ανάγνωση έγκειται στο ότι οι σχέσεις πατρωνίας και συνενοχής δεν αναιρούν το γεγονός πως οι αναδιαρθρώσεις μπορεί να συμπεριλάβουν και μερίδες του κεφαλαίου που μάλιστα διαδραμάτισαν κομβικό ρόλο στην προώθησή των αναδιαρθρώσεων αυτών. Υπ’ αυτήν την έννοια άρα ακόμα και κάποιους από τους ντόπιους ολιγάρχες- συνεργάτες τους, μεταξύ των οποίων και ορισμένους από τους τραπεζίτες..

Η τρίτη και σημαντικότερη ανάγνωση έγκειται στο ότι η διαπραγμάτευση και οι διαρροές γίνονται με το βλέμμα στην επόμενη κυβέρνηση. Η Γερμανία γνωρίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι εκτός απροόπτου το πρώτο κόμμα στις επερχόμενες  βουλευτικές εκλογές και ότι συνεπώς θα αποτελέσει το βασικό άξονα μιας κυβέρνησης –δύσκολης και ανομοιογενούς-  συνεργασίας.

Γνωρίζει ακόμα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα δοκιμαστεί πολύ σκληρά στο εσωτερικό του, μέσα από τη σύγκρουση της αριστερής του πτέρυγας και της κεντρώας, σοσιαλδημοκρατικής- πια- ηγετικής του ομάδας.

Το είδος της διαπραγμάτευσης που διεξάγει λοιπόν η τρόικα, οι απαιτήσεις που θέτει και οι αναδιαρθρώσεις που προωθεί, από τη μια διαμορφώνουν εκ των προτέρων ένα ακόμα πιο περιορισμένο πλαίσιο (επανά-) διαπραγμάτευσης εντός ευρώ, από την άλλη στέλνουν ένα καθαρό μήνυμα για το ποια θα είναι η στάση απέναντι και στην επόμενη κυβέρνηση.

Μάλιστα, ως αχίλλειο πτέρνα της όποιας κυβερνητικής πολιτικής το ευρωπαϊκό κατεστημένο θα χρησιμοποιήσει τον τραπεζικό τομέα από τις πρώτες ακόμα ημέρες μιας νέας κυβέρνησης, όπως έκανε και στην περίπτωση της Κύπρου.

Τα όσα πράττει λοιπόν η τρόικα, πέραν του να προωθούν τις μνημονιακές αναδιαρθρώσεις και του να διαλύουν το μύθο του success story μιας ούτως ή άλλως τελειωμένης κυβέρνησης, στέλνουν σήματα και στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, που η τελευταία οφείλει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη. Η τρόικα διαπραγματεύεται με το βλέμμα όχι σ’ αυτήν αλλά στην επόμενη κυβέρνηση.