Μετά από ημέρες μαζικών αντικυβερνητικών διαδηλώσεων και συγκρούσεων μεταξύ πολέμιων και υποστηρικτών του προέδρου της Αιγύπτου Μοχάμεντ Μόρσι ο στρατός αποφάσισε να παρέμβει, έχοντας στείλει σχετικό τελεσίγραφο 48ωρών για εξεύρεση λύσης στο πολιτικό αδιέξοδο. Το πραξικόπημα, που είχε τη στήριξη των διαδηλωτών, οδήγησε στην καθαίρεση του Μοχάμεντ Μόρσι, ο οποίος είχε συμπληρώσει ένα χρόνο στην εξουσία, ύστερα από τις πρώτες δημοκρατικές εκλογές στην ιστορία της χώρας. Οι εξελίξεις στη χώρα είναι απρόβλεπτες καθώς «η διαπάλη μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων δεν έχει ακόμη τελειώσει» και όπως εξηγεί στο tvxs.gr ο καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ειδικός σε θέματα Μέσης Ανατολής, Αλέξανδρος Κούτσης, «ο κίνδυνος του εμφυλίου πολέμου είναι υπαρκτός». Του Παναγιώτη Κωνσταντίνου.

Ads

Σε πολλούς γεννάται το ερώτημα πως γίνεται η ισχυρότερη πολιτική δύναμη στην Αίγυπτο, η Μουσουλμανική Αδελφότητα, και ένας πρόεδρος όπως ο Μοχάμεντ Μόρσι, που νίκησε με μεγάλο ποσοστό τις εκλογές χωρίς στην ουσία η νίκη του να αμφισβητηθεί, μέσα σε ένα χρόνο να πέφτει υπό την πίεση ένος από τα μεγαλύτερα μαζικά κινήματα στην ιστορία της χώρας και ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος. Η απάντηση βρίσκεται κατά βάση στην οικονομική κρίση και τα τεράστια οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Αιγύπτιοι.
 
«Πρόκειται για μια οικονομική κρίση που δεν δημιούργησε ο Μόρσι αλλά κληρονόμησε από τον Μουμπάρακ και την οποία δεν μπόρεσε να διαχειριστεί. Αυτός ήταν και ο κύριος παράγοντας της κοινωνικής έκρηξης. Η οικονομική κρίση ήταν ο λόγος για τον οποίο μεγάλο μέρος του Αιγυπτιακού λαού έκρινε τον Μόρσι ως αποτυχημένο», επισημαίνει ο κ. Κούτσης.
 
«Ο Μόρσι είχε υποσχεθεί μεταξύ άλλων την επανακρατικοποίηση των εταιρειών που είχε ιδιωτικοποιήσει ο Μουμπάρακ. Με αυτόν τον τρόπο θα περιόριζε και το πρόβλημα της ανεργίας. Για να γίνει όμως αυτή η επανακρατικοποίηση χρειάζονται χρήματα τα οποία δεν διέθετε και προσέφυγε στο ΔΝΤ. Το Ταμείο από την πλευρά του κατά τις διαπραγματεύσεις ξεκαθάρισε στον Μόρσι πως μπορεί να δανείσει χρήματα ωστόσο όχι με βάση το δικό του σχέδιο επανακρατικοποιήσεων, αλλά με την εφαρμογή του γνωστού προγράμματος λιτότητας. Ο Μόρσι δεν δέχτηκε και η διαπραγμάτευση πάγωσε, ένα χρόνο τώρα εκκρεμεί. Ο στρατός θα μπορέσει να λύσει το οικονομικό πρόβλημα; Τι θα κάνουν  οι στρατιωτικοί θα ακολουθήσουν το σχέδιο του ΔΝΤ και αν το απορρίψουν που θα βρουν χρήματα για την ανάκαμψη της οικονομία;».
 
Όμως ένα ακόμα σημείο που σύμφωνα με τους ίδιους τους διαδηλωτές αποτέλεσε καταλύτη στη δημιουργία του νέου μαζικού κινήματος, αυτή τη φορά ενάντια στον Μόρσι, ήταν η προσπάθεια επιβολής ενός ισλαμικού κράτους. Στην ουσία, όπως αναφέρει ο Αλέξανδρος Κούτσης, πρόκειται για την προώθηση μιας ισλαμικής ατζέντας καθώς οι σχετικοί νόμοι δεν είχαν ακόμη αποφασισθεί.
 
Ο καθηγητής εξηγεί το σημείο κλειδί αυτής της ισλαμικής ατζέντας, πέρα του γεγονότος πως η ισλαμική Βουλή ουσιαστικά ελεγχόταν από τους ισλαμιστές και σίγουρα θα προωθούσαν νόμους με βάση τις ισλαμικές αρχές. «Στον χώρο της Μέσης Ανατολής υπάρχουν διάφορες σχολές νομικής σκέψης του Ισλάμ. Όταν προωθείται ένας νόμος ξεκινάει η διαδικασία ερμηνείας του και η σύνδεσή του με το Ισλάμ. Στην Αίγυπτο από την εποχή του Μουμπάρακ υπήρχε μια επιτροπή η οποία εξέταζε κάθε πρόταση νόμου και το κατά πόσο αυτή συμφωνεί με τις αρχές του Ισλάμ. Αν το νομοσχέδιο ήταν σύμφωνο με τις αρχές του Ισλάμ τότε προχωρούσε για ψήφιση στη Βουλή. Σε αντίθετη περίπτωση κοβόταν και η επιτροπή ζητούσε να πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες αλλαγές. Ο Μόρσι αποφάσισε πως αυτός ο έλεγχος θα γίνεται πλέον από μια θρησκευτική σχολή που ανήκει στην συντηρητική θρησκευτική σκέψη. Το αποτέλεσμα θα ήταν η νομοθεσία να περνούσε από ένα αυστηρό ισλαμικό φίλτρο με μια συντηρητική ερμηνεία και όχι μια μετριοπαθή».

 

Ο κίνδυνος του εμφυλίου

 
«Η Αίγυπτος βρίσκεται στην δεύτερή φάση της επανάστασης. Μετά την πρώτη φάση της ανατροπής του καθεστώτος υπάρχει η φάση της διαπάλης μεταξύ των διάφορων πολιτικών δυνάμεων με στόχο την κυριαρχία. Στην ουσία σήμερα υπάρχουν τρεις δυνάμεις. Η πρώτη είναι οι ισλαμιστές του Μόρσι, η δεύτερη είναι κοσμικοί και η τρίτη είναι ο στρατός, ο οποίος θέλει να επιστρέψει με ρόλο στις πολιτικές διεργασίες. Αυτή η διαπάλη δεν τελείωσε ακόμα. Ότι έγινε πραξικόπημα δεν σημαίνει υποχρεωτικά πως θα επικρατήσει. Υπάρχει πάντα ο φόβος ενός εμφυλίου πολέμου αν οι ισλαμιστές ξεκινήσουν τις επιθέσεις», δηλώνει στο tvxs.gr ο Αλέξανδρος Κούτσης.
 
Όπως σημειώνει στους ισλαμιστές της Αιγύπτου ανήκουν οι Σαλαφιστές που είναι μια εξτρεμιστική θρησκευτική ομάδα. «Θα μπορούσαν να ξεκινήσουν βομβιστικές επιθέσεις. Ήδη το έχουν κάνει στη νότια Αίγυπτο το τελευταίο διάστημα κυρίως ενάντια σε σιίτες. Τι θα συμβεί να το κάνουν και ενάντια σε κόπτες χριστιανούς κ.α. Η κατάσταση αυτή σίγουρα δημιουργεί τον κίνδυνο ενός εμφυλίου πολέμου. Για τις εξελίξεις δεν μπορεί κανείς να είναι σίγουρος πλέον. Τα πάντα θα εξαρτηθούν στο εξής από το μέγεθος και τον τρόπο της αντίδρασης τον ισλαμιστών στο πραξικόπημα».
 
Ο κ. Κούτσης υπογραμμίζει πως «η αντιπολίτευση δεν είναι ενιαία». «Δεν υπάρχει κοινή ατζέντα, δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ηγέτης στον χώρο της αντιπολίτευσης. Αν υπάρξει κάποια ταραχή στην Αίγυπτο τότε η διορισμένη μεταβατική κυβέρνηση θα εκτροχιαστεί και ο στρατός θα επικαλεστεί την αστάθεια της χώρας και δεν θα προχωρήσει σε εκλογές. Με αυτόν τον τρόπο εδραιώνει την παρουσία την εξουσία του στην πολιτική διεργασία. Σε αυτό το σενάριο ο στρατός παραμένει κυρίαρχος». «Αυτό που σκέπτονται και λένε οι ηγέτες της αντιπολίτευσης είναι πως όπως η λαϊκή οργή ανέτρεψε τον Μουμπάρακ έτσι και η λαϊκή οργή ανατρέπει τον Μόρσι. Αν ο στρατός δεν αποχωρήσει μετά από ένα χρόνο ο λαός θα τον ανατρέψει. Όμως μπορεί αυτό να είναι δεδομένο;», διερωτάται. 
 

Ads

Οι συνέπειες στην περιοχή

 
Καταλήγοντας ο Αλέξανδρος Κούτσης εκτιμά πως η βασική συνέπεια της ανατροπής του Μόρσι στην ευρύτερη περιοχή θα είναι πως «θα σκληρύνει η στάση των ισλαμιστών». «Αν υπήρχαν ορισμένα ισλαμικά κόμματα στην περιοχή που είχαν σκεφτεί να συνεργαστούν με τους κοσμικούς για την εδραίωση ενός νέου καθεστώτος τώρα ίσως να είναι περισσότερο σκληρά στις θέσεις τους, ίσως ακόμα και να οδηγηθεί σε ναυάγιο η όποια συνεργασία, και παράλληλα σε μεγαλύτερη αποσταθεροποίηση η περιοχή».