Εδώ και τρία χρόνια αρκετοί από εμάς τονίζουμε ότι με τα απανωτά μνημόνια αυτό που διασφαλίζουν οι ελληνικές κυβερνήσεις σε αγαστή σύμπνοια με τον ξένο παράγοντα είναι τρία πράγματα: χρόνο προς όφελος των πιστωτών της χώρας προκειμένου να οχυρωθούν όσο γίνεται απέναντι στο συστημικό κίνδυνο, όρους ληστρικής εκμετάλλευσης των πόρων της χώρας και εδραίωση της εξάρτησης της εθνικής οικονομίας μας.
 

Ads

Η στρατηγική αυτή δεν έχει μόνο οικονομικές αλλά και προφανείς πολιτικές επιδιώξεις: η πρωταρχική είναι να δεσμεύσει εκ των προτέρων, να δέσει χειροπόδαρα την όποια μελλοντική κυβέρνηση, που τυχόν θα θελήσει να εφαρμόσει άλλη, αριστερή πολιτική. Πώς; στερώντας της κάθε πιθανό εργαλείο παρέμβασης στους κομβικούς τομείς της εθνικής οικονομίας.
 
Ας κοιτάξουμε τι συμβαίνει στον τραπεζικό τομέα και πώς από «ισχυρό χαρτί» της εθνικής οικονομίας μετατράπηκε σε μαλακό της υπογάστριο. Το 2010 ακούγαμε διαρκώς ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι ισχυρές και ότι σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες η Ελλάδα δεν υπέφερε από τραπεζική κρίση. Βεβαίως κανείς δεν τολμούσε να ασχοληθεί με τους σκελετούς στην ντουλάπα των Ελλήνων τραπεζιτών. Κανείς δεν έθεσε τότε, έγκαιρα, όρους ελέγχου, διαφάνειας και λογοδοσίας του τραπεζικού τομέα, ούτε φυσικά τόλμησε να συγκροτήσει εναλλακτικό, δημόσιο τραπεζικό πυλώνα. Οι τραπεζίτες μας, περιχαρείς κερδοσκοπούσαν με τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου και την ΕΚΤ, συντηρούσαν το κύκλωμα της διαπλοκής με τους μιντιάρχες, κέρδιζαν τις ρυθμίσεις που επεδίωκαν από τις κυβερνήσεις και προφανώς θεωρούσαν ότι αποτελώντας βασικό πυλώνα του εγχωρίου μνημονιακού μπλοκ δε θα κινδύνευαν να χάσουν τα μαγαζιά τους.
 
Το πρώτο PSI δεν τους άγγιξε ιδιαιτέρως. Το δεύτερο τους πόνεσε αλλά με την ανακεφαλαιοποίηση που διασφάλισε προς όφελός τους το ελληνικό κράτος διασώθηκαν. Επιπλέον άρχισαν να καταπίνουν δημόσιες και άλλες τράπεζες με γελοία τιμήματα, με πληρωμένη από το κράτος ανακεφαλαιοποίηση, με εργατική νομοθεσία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα τους.
 
Η νέα συμφωνία όμως ανταλλαγής ομολόγων θέτει εν κινδύνω την ιδιοκτησία τους. Καταλαβαίνουν ότι οι τράπεζές τους σπρώχνονται όχι προς την κρατικοποίηση αλλά προς την «ευρωπαιοποίηση» και πολύ πιθανά προς τη «γερμανοποίησή» τους. Βλέπουν έντρομοι ότι για τους πάτρωνές τους στη Γερμανία και αλλού είναι πιο αναλώσιμοι από όσο φαντάζονταν. Από κοντά και οι μιντιάρχες- μεγαλοεργολάβοι. Δε διέβλεψαν το βάθος της κρίσης,  τις συνέπειες της παγκόσμιας διάστασής της  αλλά και τη διαφορετική νοοτροπία της γερμανικής πατρωνείας σε σχέση με την αγγλό- αμερικανική.
Θα μου πείτε: γιατί θα πρέπει μια μελλοντική αριστερή κυβέρνηση να την ενδιαφέρουν τα στενά συμφέροντα, της ντόπιας, επαρχιωτικής αστικής τάξης που έτσι κι αλλιώς στάθηκε πάντα ανίκανη να επιτελέσει τον ταξικό ρόλο της;
 
Αυτή είναι η μία, ορθή ανάγνωση. Όντως το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και ο οικονομικός εθνικισμός δεν έχει σχέση με την αριστερά.
 
Η άλλη όμως, επίσης ορθή ανάγνωση είναι ότι δομείται ένα πρότυπο οικονομίας της μπανανίας. Μιας οικονομίας της οποίας οι στρατηγικές δομές ελέγχονται από το ξένο, υπερεθνικό κεφάλαιο με πολιτική κάλυψη ξένων κρατών και δη της Γερμανίας. Άρα από μερίδες του κεφαλαίου που σε ισχύ μπορούν να ανταγωνιστούν τις εγχώριες κρατικές δομές. Όσο οι ελληνικές κυβερνήσεις υπακούουν στις εντολές του κεφαλαίου αυτού και των κυβερνήσεων που το προστατεύουν, οι ελεγχόμενες δομές λειτουργούν, έστω με κάποιο τρόπο. Αν όμως μια κυβέρνηση φανεί ανυπάκουη ή ακόμα και στην προοπτική εκλογής μιας τέτοιας κυβέρνησης, το ξένο κεφάλαιο σε συνεργασία με τις κυβερνήσεις που το προστατεύουν θα απειλήσει ή και θα αποπειραθεί διαλύσει τις δομές της εθνικής οικονομίας, εγκαταλείποντας μόνο τα κουφάρια τους.
 
Στο πλαίσιο δηλαδή της μνημονιακής στρατηγικής υλοποιείται μια νεοαποικιακού τύπου πολιτική ελέγχου των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων, όπως περίπου έκανε η United Fruit Company στη Λ. Αμερική.
 
Πριν τις τελευταίες εκλογές το ζήσαμε από την ντόπια άρχουσα τάξη, όταν οι τραπεζικές καταθέσεις συντονισμένα αποσύρονταν για να αποτραπεί η η εκλογή ΣΥΡΙΖΑ. Στις επόμενες θα το ζήσουμε στο πολλαπλάσιο, τόσο πριν όσο και μετά τις εκλογές αν οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιωθούν.
 
Τι θα έχει λοιπόν να διαχειριστεί μια αριστερή κυβέρνηση; ο στόχος των μνημονιακών δυνάμεων είναι κυριολεκτικά να μην έχει τίποτα στα χέρια της, κανένα εργαλείο παρέμβασης σε οποιονδήποτε τομέα της οικονομίας.
 
Θέλουν να της αφήσουν έναν τραπεζικό τομέα δήθεν “ελληνικό” αλλά στην πράξη εξαρτημένο από την ΕΚΤ και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, δηλαδή από εκείνους που η τρόικα εκπροσωπεί ή ακόμα περισσότερο, έναν τραπεζικό τομέα που άμεσα θα κατέχεται από ξένους τραπεζίτες.
 
Ένα λογαριασμό εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους με ποσά του ελληνικού προϋπολογισμού ήδη δεσμευμένα σε αυτόν, που επιφανειακά θα ελέγχεται από την -εχθρική προς μια αριστερή κυβέρνηση- Τράπεζα της Ελλάδας και έμμεσα, ίσως και άμεσα, από τον ξένο παράγοντα. Έξω από το ελληνικό δίκαιο. Ομόλογα δημοσίου χρέους που θα υπάγονται στο ξένο δίκαιο και θα κατέχονται από τον κρατικό και επίσημο εν γένει τομέα. 
 
Οι κομβικοί τομείς της πραγματικής οικονομίας εάν ολοκληρωθεί το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων θα ελέγχονται από ξένους ομίλους- άμεσα ή έμμεσα- που βεβαίως θα διαθέτουν ισχυρή πατρωνεία και μονοπωλιακή ή ολιγοπωλιακή θέση στην ελληνική αγορά. Θα μπορούν έτσι να απειλούν με λοκ άουτ και άλλες υπονομευτικές πολιτικές.
 
Επιπλέον, με την πολλαπλή διείσδυση Γερμανών
και άλλων λειτουργών που εξαρτώνται από την τρόικα, η τελευταία εγκαθιστά μια παράλληλη, ανώτερη ή και ανώτατη γραφειοκρατία με καίρια παρέμβαση σε όλους τους βασικούς τομείς της κρατικής λειτουργίας, υπό το πρόσχημα της τεχνικής βοήθειας. Αυτή θα είναι μια εχθρική γραφειοκρατία, που θα εξαρτά την ισχύ της από ξένες δυνάμεις.
 
Τέλος, στα παραπάνω πρέπει να προσθέσει κανείς τη συστηματική προσπάθεια διαμόρφωσης μιας ελίτ, επιθετικής, νεοαποικιακού τύπου, «ξενοσπουδαγμένης», σε άμεση, οργανική σχέση με τις δυνάμεις που εκπροσωπούνται από την τρόικα.
 
Ο άρρητος πολιτικός στόχος του μνημονίου είναι το χτίσιμο μιας οικονομικής, άρα και πολιτικής μπανανίας, είτε υπό το πρόσχημα της σωτηρίας, είτε του εκσυγχρονισμού.Για αυτήν την κατάσταση οφείλει σήμερα να ετοιμαστεί η αριστερά. Και απέναντι σε αυτήν τη στρατηγική έχει να παλέψει.