Σχεδόν όλοι θα συμφωνούσαν ότι ο χώρος της Αριστεράς χαρακτηρίστηκε τα τελευταία προ-μνημονιακά χρόνια από φαινόμενα απομαζικοποίησης. Υπήρξαν, βεβαίως, σύντομες περίοδοι που αυτή η απομαζικοποίηση έμοιαζε να μην είναι τόσο έντονη και η ερημία των ανθρώπων της Αριστεράς να αναιρείται. Μόνο που επρόκειτο ακριβώς για σύντομες περιόδους και συνήθως η προσέλευση του μεγάλου αριθμού αφορούσε συγκεκριμένους στόχους.

Ads

Από τη στιγμή που οι στόχοι αυτοί έπαυαν να υπάρχουν, έχοντας εκπληρωθεί ή διαψευσθεί, τα πράγματα επανέρχονταν στην παλιά τους ροή και οι άνθρωποι της Αριστεράς ξαναγίνονταν σχετικά λίγοι. Οι αιτίες που προτάθηκαν για να εξηγήσουν το παραπάνω φαινόμενο ήσαν αρκετές.

Μία από αυτές ήταν πολιτική. Η κρίση της Αριστεράς, που σοβούσε για πολλές δεκαετίες και απομάκρυνε τους ανθρώπους από αυτήν, θα επικυρωνόταν το ’89 με την κατάρρευση του υπαρκτού-ανυπάρκτου σοσιαλισμού. Του λοιπού, οι ανησυχίες για το μέλλον των κοινωνιών με την Αριστερά στην εξουσία, έδειξαν να γίνονται βεβαιότητες για το ότι δεν υπάρχει μέλλον, τουλάχιστον με αυτή την Αριστερά. Το αποτέλεσμα δεν ήταν άλλο από την απίσχναση της.

Μια δεύτερη αιτία ήταν κοινωνιολογικού χαρακτήρα. Ο ευδαιμονισμός και η κοινωνία της κατανάλωσης έχουν ως προϋπόθεση την αποκλειστική ενασχόληση του καθενός με τις ιδιωτικές του υποθέσεις. Όταν η διάκριση ανάμεσα στους ανθρώπους, μια διάκριση που οι κυρίαρχες κοινωνικές αξίες επιβάλλουν, περνάει σχεδόν αποκλειστικά μέσα από την κτήση υλικών αγαθών -μεγαλύτερο αυτοκίνητο από τον άλλο, πολυπλοκότερο κινητό, ομορφότερο ρούχο- τότε χρειάζονται χρήματα. Μόνον που τα χρήματα δεν είναι δεδομένα. Απαιτείται τεράστια προσπάθεια για την απόκτησή τους, και τότε ο χρόνος αρχίζει να λιγοστεύει. Οι άνθρωποι δεν σκέφτονται ή δεν έχουν καιρό για να ασχοληθούν με το δημόσιο χώρο, ώστε να έχουν έμπρακτα την έγνοια του άλλου. Με άλλα λόγια, στους ανθρώπους έλειπε το ενδιαφέρον ή/και ο χρόνος για να ασχοληθούν με την Αριστερά.

Ads

Στο κατά κυριολεξία τελευταίο του βιβλίο, Τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα, ο Τόνι Τζαντ (Tony Judt) μας προσφέρει μια τρίτη ερμηνεία τού γιατί οι άνθρωποι έπαψαν σε μεγάλο βαθμό να ασχολούνται με την Αριστερά, νοούμενη ως συλλογικό διακύβευμα. Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτήν την ερμηνεία ιδεολογική.

Σύμφωνα με τον Τζαντ, στα μέσα της δεκαετίας του ’60 αναπτύχθηκε μια νέα Αριστερά, που απέρριπτε τον παραδοσιακό κολλεκτιβισμό της προκατόχου της. Αυτή η νέα Αριστερά έθετε ως προτεραιότητα τη «μεγιστοποίηση της ιδιωτικής ελευθερίας» και την «απεριόριστη ελευθερία έκφρασης αυτόνομων επιθυμιών». Το σύνθημα, που εξέφραζε το βαθύτερο πιστεύω της, ήταν: «το προσωπικό είναι πολιτικό». Όπως γραφότανε σε τοίχους της Αθήνας, «εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει και η μοναξιά». Σε αυτήν την περίπτωση, το «άτομο ανεβαίνει στο θρονί», όχι ως συνέπεια κάποιων κοινωνιολογικών αναγκαιοτήτων αλλά ως μια ελεύθερη ιδεολογική επιλογή.

Όμως, όπως γράφει ο Τζαντ, όσο «θεμιτές κι αν είναι οι διεκδικήσεις των ατόμων και όση η σημασία των δικαιωμάτων τους, όταν δίνεται έμφαση σε αυτές, μοιραία μαραίνεται το αίσθημα ότι υπάρχουν κοινοί στόχοι. Μια φορά κι έναν καιρό αντλούσε κανείς το κανονιστικό του λεξιλόγιο από την κοινωνία – ή την τάξη, ή την κοινότητα: ό,τι ήταν καλό για όλους ήταν εξ ορισμού καλό και για τον καθέναν. Το αντίστροφο, όμως, δεν ισχύει».

Σήμερα, που η οικονομική κρίση αλλάζει εκ βάθρων τις συντεταγμένες της πορείας μας, οφείλουμε να ξανασκεφτούμε ότι, αν η αυτο-πραγμάτωση είναι «πολύ μεγάλο πράμα», ακόμα μεγαλύτερο είναι η επιβίωση των πολλών. Μαζί λοιπόν με τα φάρμακα που θα «γιατρέψουν» πολιτικά την Αριστερά, μαζί με την εγκατάλειψη του υλικού ευδαιμονισμού –εν πολλοίς αναγκαστική-, πρέπει να ξανάβρουμε την κοινή προσπάθεια.

Πηγή: Αναγνώσεις της Κυριακάτικης Αυγής