Ήταν 11 Ιανουαρίου του 1944 όταν τα συμμαχικά βομβαρδιστικά σκόρπισαν τον θάνατο στον Πειραιά, κατά τη διάρκεια αεροπορικής επίθεσης εναντίον των Γερμανών. Τα συμμαχικά αεροσκάφη άφησαν πίσω τους εκατοντάδες Έλληνες νεκρούς και μία πόλη ισοπεδωμένη.

Ads

 
Τα αεροπλάνα των συμμάχων, που βομβάρδιζαν από τις 12 το μεσημέρι και για τρεις ώρες, μετέτρεψαν σε ερείπια κτίρια και εκκλησίες της πόλης, όπως η Αγία Τριάδα. Ανάμεσα στους νεκρούς και δεκάδες μαθήτριες της Γαλλικής Σχολής, που πέθαναν από ασφυξία, αλλά και μαθήτριες και δασκάλες της Δημοτικής Οικοκυρικής και Επαγγελματικής Σχολής Πειραιά, που καταπλακώθηκαν στο καταφύγιο του κτιρίου της Ηλεκτρικής Εταιρείας.

Στον Πειραιά, όπως κάθε χρόνο, τελέστηκε το μνημόσυνο των θυμάτων του βομβαρδισμού. Ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου, Παναγιώτης Κουβάτσος, μίλησε για «αθώα θύματα μίας παράλογης και ανεξήγητης απόφασης». «Εκατοντάδες ήταν οι νεκροί, ενώ η πόλη υπέστη τεράστιες καταστροφές. Η μνήμη τους είναι αιώνια στο μυαλό και στην καρδιά μας», πρόσθεσε.
 
Το Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα, στο πλαίσιο της εκπομπής «Η Ελλάδα του Χίτλερ», είχε μιλήσει με έναν άνθρωπο που έζησε τον βομβαρδισμό του Πειραιά από τους συμμάχους. Ο Γιώργος Γώγος, τότε περίπου 16 χρονών, θυμάται εκείνη την εφιαλτική ημέρα…
 
«Εκείνη την ημέρα είχαμε συμφωνήσει με τον πατέρα μου να συναντηθούμε στον σταθμό του Πειραιά, μπροστά από το ρολόι, που υπήρχε τότε. Εκεί θα περιμέναμε ο ένας τον άλλον. Εγώ ήμουν με έναν φίλο μου, τον Τάκη Θεοδοσόπουλο, στην παραλία. Όταν χτύπησε ο συναγερμός για τον βομβαρδισμό, εμείς καθόμασταν και απολαμβάναμε τους συμμάχους να βομβαρδίζουν το Χασάνι, που ήταν τα γερμανικά αεροσκάφη.
 
Ξαφνικά θυμήθηκα τον πατέρα μου και τη συνάντηση που είχαμε κανονίσει. Ακούσαμε από τους περαστικούς και κάτι για βομβαρδισμό του ηλεκτρικού και ανησύχησα. Ξεκίνησα λοιπόν να πάω να βρω τον πατέρα μου. Στη διαδρομή τι να σας πω…
 
Η Αγία Τριάδα βομβαρδισμένη.  Πολλοί έλεγαν εμείς θα την ξαναχτίσουμε και την ξαναχτίσαμε οι Πειραιώτες. Πολυκατοικίες γκρεμισμένες. Στα πρατήρια του ναυτικού, που βρισκόντουσαν επί της οδού Τσαμαδού, είδα τον πρώτο νεκρό, πλήρωμα του ναυτικού, πεσμένο από την καρέκλα του ανάποδα και το κεφάλι του στα δύο.
 
Συνεχίζω να προχωράω. Κάποιες κοπέλες ήταν κλεισμένες. Φώναζαν. Ακούγαμε να φωνάζουν για βοήθεια αλλά δεν πηγαίναμε. Και εγώ δεν πήγα αυτό είναι μείον… Τελικά οι κοπέλες πέθαναν από ασφυξία. Κατά σύμπτωση η αδερφή μίας κοπέλας που πέθανε, μένει δίπλα μας. Η Κυριαζοπούλου.
 
Φτάνω στον σταθμό. Βλέπω δύο βαγόνια. Το ένα ήταν όρθιο έξω από τις ράγες. Είχε πάρει φωτιά. Το άλλο ήταν και αυτό έξω από τις ράγες και ψηλά σηκωμένο. Μπήκα μέσα στα βαγόνια για να βρω τον πατέρα μου. Πτώματα παντού. Γυρνούσα από εδώ και από εκεί όμως τον πατέρα μου δεν τον βρήκα. Παίρνω πια απελπισμένος τον δρόμο της επιστροφής.
 
Όταν γύρισα σπίτι έμαθα πως έχει χαθεί και η μεγάλη μου αδελφή. Ήταν λέει σε ένα σπίτι, το σπίτι του Φουρναράκου, Πύλης 20 νομίζω, που χτυπήθηκε από τις βόμβες. Τα είχαμε χαμένα…
 
Αργά το βράδυ εμφανίζεται ξαφνικά ο πατέρας μου. Μας εξήγησε πως σώθηκε. Ο πατέρας μου ήταν ελκοπαθής και σταμάτησε να πάρει μία κρέμα για το στομάχι του στην Καλλιθέα. Έτρωγε κρέμες γιατί τον βοηθούσαν. Αυτή η απόφαση ήταν που τον έσωσε. Η μη πραγματοποίηση της συνάντησης μας, το γεγονός πως δεν ήμασταν συνεπής στο ραντεβού μας, ήταν που μας έσωσε και τους δύο».