Με την έναρξη της Μεταπολίτευσης και την επιστροφή στο κοινοβουλευτισμό, μετά τη πτώση της Χούντας το 1974, ο κομματικός χάρτης της χώρας υπέστη ριζική μεταμόρφωση. Νέα κόμματα δημιουργήθηκαν –η Νέα Δημοκρατία ως μετάλλαξη της ΕΡΕ με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και το ΠΑΣΟΚ, ένα νέο κόμμα υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου με ορισμένα στελέχη της Ένωσης Κέντρου, ενώ παλαιότερα κόμματα ανασυστάθηκαν ή νομιμοποιήθηκαν (Ένωση Κέντρου και ΚΚΕ αντίστοιχα).

Ads

Διαβάστε επίσης:

Κατά τη διάρκεια των πρώτων δύο εκλογών της Μεταπολίτευσης, το 1974 και το 1977, άρχισαν να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την εδραίωση του δικομματισμού που κυριάρχησε έως και τις εκλογές του 2009. Στις εκλογές του 1981, ο δικομματισμός εδραιώθηκε πλήρως, ταυτόχρονα με την αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, όπου το ΠΑΣΟΚ αναδείχθηκε σε πρώτο κόμμα -και όπως επρόκειτο να αποδειχθεί- σε κυρίαρχο παίκτη της μεταπολιτευτικής περιόδου.

image

Ads

image

Η περίοδος αυτή, γνωστή και ως Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, επέφερε σαφείς και δομικές αλλαγές στα κόμματα. Κατά τη διάρκεια της πρώτης μεταπολιτευτικής πενταετίας, οι πρωταγωνιστές του διαμορφούμενου δικομματισμού, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, μετεξελίχθηκαν σε μαζικά, πολυσυλλεκτικά κόμματα. Παράλληλα, τα δύο αυτά κόμματα προσπάθησαν να εκσυγχρονίσουν την εσωτερική τους δομή, επιχειρώντας μια πολυπεπίπεδη –οριζόντα και κάθετη- οργανωτική διαδικασία. Τοπικές οργανώσεις δημιουργήθηκαν σε ολόκληρη την επικράτεια, ενώ συγκροτήθηκαν διακριτά κομματικά όργανα με βάση τα καταστατικά του κάθε κόμματος.

Ωστόσο, όπως επρόκειτο να αποδειχθεί αργότερα, και κυρίως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 2000-2010, τα δύο αυτά κόμματα απέτυχαν ως επί το πλείστον να εκσυγχρονίσουν τόσο την οργανωτική τους δομή, όσο και τον τρόπο με τον οποίο ερμήνευαν και εφάρμοζαν την κυβερνητική διαχείριση.

Χαρακτηριστικά, αναφέρω:

1. Οργανωτική ανεπάρκεια
Αν και δημιουργήθηκαν διάφορα κομματικά όργανα, τα οποία, σύμφωνα με τα καταστατικά των κομμάτων, είχαν την ευθύνη για την γενικότερη λειτουργία των κομμάτων, αυτά παρέμειναν σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτημένα από τις κυρίαρχες μορφές των αρχηγών τους. Αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν στεγανά ανάμεσα στην κομματική ηγεσία και τη κομματική βάση και οι όποιες πολιτικές και ιδεολογικές μεταλλάξεις των κομμάτων να καθορίζονται αποκλειστικά από την εκάστοτε κομματική ηγεσία. Αυτή η οργανωτική και κατά συνέπεια πολιτική και ιδεολογική αυτονόμηση των εκάστοτε κομματικών ηγεσιών, επρόκειτο να έχει σημαντική επίδραση στη σταδιακή μείωση της εκλογικής απήχησης της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.
 
2. Κρατικοποίηση των κομμάτων
Η εκλογική και κατά συνέπεια πολιτική κυριαρχία, πρώτα της ΝΔ στην αρχή της Μεταπολίτευσης, και μετά του ΠΑΣΟΚ, για το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης μεταπολιτευτικής περιόδου, κατέστησε τους δύο αυτούς κομματικούς πυλώνες του δικομματισμού αποκλειστικούς διαχειριστές της διακυβέρνησης. Αυτή η σχεδόν ηγεμονική κυριαρχία, έφερε αρχικά την κομματικοποίηση του κράτους, όπου τα δύο κόμματα χρησιμοποίησαν το κράτος ως μηχανισμό διατήρησης και αύξησης των «κομματικών στρατών» τους.

Ωστόσο, και σε αυτή την περίπτωση, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ επρόκειτο, σύντομα, να καταστούν τα ίδια, θύματα αυτής της τακτικής. Σταδιακά, η κομματικοποίηση του κράτους άρχισε να μετεξελίσσεται και σε κρατικοποίηση των κομμάτων. Κι αυτό γιατί η προσπάθεια για διακυβέρνηση κατέστη δευτέρα φύσις των δύο κομμάτων, ένας αυτοσκοπός που όλο και περισσότερο μεταμορφωνόταν σε μοναδικό λόγο ύπαρξής τους. Από τη δεκαετία του 1990, τα κόμματα είχαν πια μετεξελιχθεί από φορείς κοινωνικής εκπροσώπησης και διεκδίκησης της διακυβέρνησης, σε αποκλειστικά και μόνο οχήματα εκλογικής επικράτησης και κατάληψης της εξουσίας. Όλες οι κρίσιμες επιλογές, αποκλειστικά πλέον στην κορυφή των κομμάτων, γινόταν με γνώμονα την κατάληψη της εξουσίας. Ο πιο επιθυμητός νέος αρχηγός δεν ήταν εκείνος που θα μπορούσε να οργανώσει και να εξυγιάνει και να ανανεώσει, πολιτικά και ιδεολογικά το κόμμα, αλλά ο «καταλληλότερος» για να το επαναφέρει στον αυτοσκοπό, δηλαδή στην εξουσία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορούν να ερμηνευθούν οι αλλαγές ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ μετά το θάνατο του ιδρυτή του Ανδρέα Παπανδρέου.

Ο αυτοσκοπός της εξουσίας ενίσχυσε και ένα άλλο φαινόμενο, την «οικογενειοκρατία» στην κομματική κορυφή. Τόσο η ΝΔ το 1997, όπως και το ΠΑΣΟΚ το 2004, στράφηκαν σε δύο γνώριμα ονόματα προκειμένου να αυξήσουν, στις αντίστοιχες περιόδους, τις πιθανότητες ανάκτησης της εξουσίας. Στην πρώτη περίπτωση, ο ανιψιός του ιδρυτή της ΝΔ, Κώστας Καραμανλής προωθήθηκε στην ηγεσία του κόμματος μετά από καθοριστική παρέμβαση των παλαιών υψηλόβαθμων στελεχών, μετά την εκλογική ήττα του 1996. Στη δεύτερη περίπτωση, ο γιος του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, Γιώργος Παπανδρέου, «κλήθηκε να αναλάβει τις ευθύνη» ενόψει μιας εκλογικής αναμέτρησης στην οποία αναμενόταν συντριβή για το κόμμα. Η διαδοχή ήταν παρασκηνιακή, με «δαχτυλίδι», και επικυρώθηκε από μια διαδικασία ανοιχτής εκλογής χωρίς όμως αντίπαλο υποψήφιο.

image
 
3. Ο φόβος του «πολιτικού κόστους»
Η μεταμόρφωση των κομμάτων του δικομματισμού αποκλειστικά σε οχήματα κατάκτησης της εξουσίας και η διαμόρφωση των εσωτερικών του δομών υπό αυτό και μόνο το πρίσμα (δηλαδή όπως προανέφερα, η υποβάθμιση των κομματικών οργάνων, η αυτονόμηση της κομματικής ηγεσίας από τη βάση και η ολοένα αυξανόμενη κρατικοποίηση των κομμάτων) οδηγούσαν σταδιακά σε ένα στρατηγικό αδιέξοδο, το οποίο, όμως, τα δύο κόμματα, ή μάλλον οι ηγεσίες τους, αδυνατούσαν να προβλέψουν, καθώς βρίσκονταν αυτό-εγκλωβισμένες ανάμεσα στις υποσχέσεις τους για εκλογική επιτυχία και στις προσδοκίες των «κομματικών στρατών».

Εντός αυτού του πλαισίου, τα δύο κυρίαρχα κόμματα της Μεταπολίτευσης βρέθηκαν αντιμέτωπα με το «πολιτικό κόστος», που δεν σήμαινε τίποτε άλλο παρά την αδυναμία τους να υπερβούν αυτές τις υποσχέσεις και προσδοκίες και να προχωρήσουν στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που τόσο χρειαζόταν και χρειάζεται η χώρα και ιδιαίτερα ο δημόσιος τομέας και δημόσια διοίκηση.

Σημαντική εδώ η επισήμανση του Παναγιώτη Κονδύλη, στο βιβλίο του «Η παρακμή του αστικού πολιτισμού», σχετικά με τις αδυναμίες του μεταπολιτευτικού κοινοβουλευτικού συστήματος, όπου αναφέρεται σε μια δημοκρατία «με πολύ μεγαλύτερη κοινωνική κινητικότητα από πριν, αλλά ταυτόχρονα ανίκανη να απαλλαγεί από τις πελατειακές νοοτροπίες και σχέσεις που της κληροδότησε η προηγούμενη κατάσταση», συμπληρώντας πως «καθώς οι πελατειακές ανάγκες έπρεπε τώρα να ικανοποιηθούν σε καταναλωτικό επίπεδο ανώτερο από τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, η συγκεκριμένη λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος κατάντησε να αποτελεί το βασικό εμπόδιο στην εθνική οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Κάτι παραπάνω μάλιστα: έγινε ο αγωγός της εκποίησης της χώρας με μόνο αντάλλαγμα τη δική της διαιώνιση, δηλαδή τη δυνατότητά της να προβαίνει σε υλικές παροχές παίρνοντας παροχές ψήφου».

Μερικά συμπεράσματα για τη σημερινή κρίση

Η έκρηξη της κρίσης των τελευταίων δύο ετών πρόκειται, ουσιαστικά, για το βαθύτερο αποτέλεσμα της αποτυχίας των ελληνικών κομμάτων να υπερβούν τις αδυναμίες τους και αντιμετωπίσουν με αποφασιστικότητα τις χρόνιες παθογένειες του ελληνικού κοινοβουλευτισμού.

Όπως πολύ εύστοχα έγραψε ο καθηγητής Γιάννης Βούλγαρης σε πρόσφατο άρθρο του στα Νέα, με τίτλο «Από την οργή στην περισυλλογή», «η δομική προδιάθεση στη χρεοκοπία ήταν εγγενής στο ‘μεταπολιτευτικό δημοκρατικό μοντέλο’ και ενεργοποιήθηκε πρωτίστως από την πελατειακή χρήση του κράτους εκ μέρους των δύο κομμάτων εξουσίας και δευτερευόντως από την πλειοδοσία της Αριστεράς, που μεταλλάχθηκε βαθμιαία από από την Αριστερά των θυσιών της πρώτης Μεταπολίτευσης στην Αριστερά των επιδομάτων και της δημοσιοϋπαλληλίας».
 
Αναφέρθηκα στην μεταπολιτευτική αποτυχία των κομμάτων. Συγκεκριμένα, πρόκειται για μια αποτυχία πολλαπλή, σε αλληλοεξαρτώμενα πεδία.

Πρώτα από όλα στο πολιτικό πεδίο. Τριάντα χρόνια μετά την επίσημη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ (1.1.81), αλλά και νωρίτερα, από όταν ξεκίνησε η ευρωπαϊκή επιλογή της χώρας, τα πολιτικά κόμματα της χώρας ξόδεψαν τις αλλεπάλληλες ευκαιρίες που είχαν ώστε να μετατραπεί η ευρωπαϊκή είσοδος της χώρας σε μεταρρυθμιστικό μοχλό στο εσωτερικό. Η συντριπτική ευθύνη ανήκει βεβαίως στα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας, το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, που εξέθρεψαν στο μέγιστο βαθμό ένα πολυδαίδαλο πελατειακό σύστημα που μεταμορφώθηκε από νωρίς σε ένα είδος κυματοθραύστη απέναντι σε κάθε προσπάθεια διοικητικής, πολιτικής και οικονομικής μεταρρύθμισης.
Υπάρχει ωστόσο ευθύνη στο σύνολο των πολιτικών κομμάτων και κυρίως στη διασπασμένη Αριστερά, που με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν μπόρεσε να βρει ένα σαφές ευρωπαϊκό στίγμα.

Στο κοινωνικό πεδίο, η ελληνική κοινωνία δεν «ενημερώθηκε» ποτέ, ούτε και «αποδέχθηκε» πραγματικά τις προκλήσεις, αλλά και τις δυσκολίες και τις προσπάθειες που απαιτούνταν, πρώτα για την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ και έπειτα για τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους, απαραίτητα ζητούμενα ώστε να μπορέσει η Ελλάδα να εκπληρώσει επαρκώς την ευρωπαϊκή της στρατηγική επιλογή.

Στο οικονομικό, τέλος, πεδίο, οι χρόνιες αδυναμίες επιδεινώθηκαν περαιτέρω με μια υπερδιόγκωση των δημοσίων δαπανών και του δημοσίου τομέα τη δεκαετία του ’80, η οποία συμπληρώθηκε με έναν υπέρμετρο ιδιωτικό καταναλωτισμό από τα μέσα της δεκαετίας του ’90.

Το συμπέρασμα που μπορεί κανείς να εξάγει από τις κρίσιμες αυτές παρατηρήσεις είναι πως η βαθειά σημερινή οικονομική και πολιτική κρίση αποτελεί τη λογική συνέπεια των ελληνικών αποτυχιών σε αυτά τα τρία πεδία και πως ο συνεχής υπερδανεισμός (εξωτερικός και εσωτερικός) της κρατικής μηχανής έχει καταστήσει εδώ και καιρό την ελληνική οικονομία πλήρως εξαρτημένη και καθόλου αυτόνομη.

Η τριπλή αυτή αποτυχία, στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πεδίο έγινε ιδιαίτερα εμφανής, θα έλεγα ότι έφτασε στο αποκορύφωμά της, τα τελευταία δυο χρόνια. Ενώ η χώρα είχε ως ξεκάθαρο στόχο μπροστά της την αποφυγή μιας καταστροφικής χρεοκοπίας μέσω σκληρών αλλά αναγκαίων συνολικών αλλαγών, η συναίνεση που απαιτούνταν προς όφελος του εθνικού συμφέροντος απουσίασε ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις. 

Διαβάστε το πρώτο και δεύτερο μέρος της ανάλυσης του δημοσιογράφου Γιώργου Ρωμαίου στο σεμινάριο του Κέντρου Διακυβέρνησης και Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΚΕΔΙΒΑ) στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με θέμα «Σύγχρονα προβλήματα του Κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα»