Η Google, η μεγαλύτερη μηχανή αναζήτησης του διαδικτύου, πετάει το γάντι στην Κίνα, δηλώνοντας ότι δεν διατίθεται πλέον να λογοκρίνει τα αποτελέσματα της αναζήτησης στην κινεζική υπηρεσία της. Ο διαδικτυακός γίγαντας δήλωσε ότι η απόφασή του αυτή προέκυψε ύστερα από την κυβερνοεπίθεση που δέχτηκε, η οποία, όπως πιστεύει η Google, στόχευε στη συλλογή πληροφοριών για Κινέζους ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ads

Η κίνηση έρχεται μετά τον περσινό περιορισμό που επέβαλλε η Κίνα στο διαδίκτυο, μπλοκάροντας ξένες ιστοσελίδες και υπηρεσίες κοινωνικής δικτύωσης – μεταξύ αυτών και το Twitter, το Facebook και το YouTube – αλλά και το λουκέτο που επέβαλε σε πολλές εγχώριες ιστοσελίδες. Οι κινεζικές αρχές άσκησαν κριτική στο Goggle για την παροχή «χυδαίου» περιεχομένου στα αποτελέσματα.

Η Google δήλωσε ότι η απόφαση αυτή μπορεί «κάλλιστα να σημάνει» το κλείσιμο του Google.cn και τα γραφεία της στην Κίνα.

Αυτό αποτελεί σχήμα λιτότητας δεδομένου ότι χρειάστηκε να συμφωνήσει στην λογοκρισία ευαίσθητου υλικού, όπως τις λεπτομέρειες για οργανώσεις ανθρωπίνων διακιωμάτων και αναφορές στις διαδηλώσεις υπέρ της δημοκρατίας στην πλατεία Tiananmen το 1989, προκειμένου να αρχίσει η λειτουργία του Google.cn.

Ads

Η Google πραγματοποίησε επαφές με το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών πριν προχωρήσει στην ανακοίνωση αυτή. Ο εκπρόσωπός της PJ Crowley δήλωσε: «Κάθε έθνος έχει μια υποχρέωση, άσχετα με την προέλευση των κακόβουλων διαδικτυακών δραστηριοτήτων, να διατηρήσει το δικό της μέρος του δικτύου ασφαλές. Αυτό περιλαμβάνει και την Κίνα. Κάθε χώρα θα έπρεπε να ποινικοποιήσει τις κακόβουλες δραστηριότητες στα υπολογιστικά δίκτυα».

Σε ανάρτηση στο επίσημο blog της Google, η εταιρία υπογράμμισε μια «ιδιαίτερα εξειδικευμένη και στοχευμένη» επίθεση που έγινε τον Δεκέμβριο, και η οποία επηρέασε τουλάχιστον άλλες 20 εταιρίες: «Αυτές οι επιθέσεις και η παρακολούθηση αποκαλύφθηκαν, συνδυάστηκαν με τις απόπειρες του περασμένου χρόνου για περαιτέρω περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης στο διαδίκτυο, και μας οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να αναθεωρήσουμε την δυνατότητα υλοποίησης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μας στην Κίνα.

Αποφασίσαμε ότι δεν είμαστε πλέον διατεθειμένοι να συνεχίσουμε να λογοκρίνουμε τα αποτελέσματα στο Google.cn και έτσι, τις επόμενες εβδομάδες, θα συζητήσουμε με την κινεζική κυβέρνηση τη βάση πάνω στην οποία θα μπορούσαμε να λειτουργήσουμε μια άνευ φίλτρου μηχανή αναζήτησης, εντός του νομικού πλαισίου, αν είναι να λειτουργήσουμε καθόλου».

Η ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Hillary Clinton παρενέβη στην υπόθεση καλώντας το Πεκίνο να απαντήσει στην ανακοίνωση της Google. «Ενημερωθήκαμε από την Google για αυτούς τους ισχυρισμούς, οι οποίοι προκαλούν πολύ σοβαρές ανησυχίες και ερωτήματα. Αναμένουμε μια εξήγηση από την κινεζική κυβέρνηση. Η δυνατότητα να χρησιμοποιεί κανείς με εμπιστοσύνη το διαδίκτυο είναι κρίσιμη για μια μοντέρνα κοινωνία και οικονομία» πρόσθεσε η Αμερικανίδα ΥΠΕΞ.

Την απόφαση χαιρέτισαν οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με την Human Rights Watch να παροτρύνει και άλλες εταιρίες να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Google και να αντιταχθούν στη λογοκρισία.

Η Google λέει ότι η επίθεση που δέχτηκε προήλθε από την Κίνα και ότι κλάπηκε πνευματική της ιδιοκτησία, αλλά ότι οι αποδείξεις δείχνουν πως κύριος σκοπός της κακόβουλης επίθεσης ήταν η πρόσβαση στους λογαριασμούς Gmail Κινέζων ακτιβιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι δράστες κατάφεραν να μπουν σε δυο λογαριασμούς αλλά η Google πιστεύει ότι ελήφθησαν μονάχα πληροφορίες για τον λογαριασμό και οι τίτλοι θέματος των μηνυμάτων του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Για το ζήτημα ενημερώνονται και άλλες εταιρίες που βρέθηκαν στο στόχαστρο, σε συνεργασία με τις αμερικανικές αρχές.

Οι έρευνες της Google έδειξαν ότι δεκάδες λογαριασμοί Gmail χρηστών (οι οποίοι είχαν σχέση με ανθρωπιστικές οργανώσεις) σε ΗΠΑ, Κίνα και Ευρώπη, τακτικά παραβιαζόταν από τρίτα άτομα. Η εταιρία προσθέτει ότι μοιράζεται αυτές τις πληροφορίες όχι μοναχά λόγω των επιπτώσεων σε θέματα ασφαλείας ή ανθρωπίνων δικαιωμάτων «αλλά γιατί αυτή η πληροφορία φτάνει στην καρδιά ενός μεγαλύτερου, παγκόσμιου διαλόγου πάνω στην ελευθερία του λόγου».