Επιτέλους να φορολογηθούν εκείνοι που φοροδιαφεύγουν και επίσης να εξαφανιστεί, να διαγραφεί αυτό το μικροαστικό όνειρο, το γελοίο, η δια βίου εξασφάλιση στη θηλή του κράτους! Εγώ χωρίζω την Ελλάδα σε δύο κατηγορίες. Αυτούς που έχουν το στόμα τους στη θηλή του κράτους(ότι κι αν είναι αυτοί: διοικητικοί, αστυνομικοί, στρατιωτικοί, δικαστικοί, κλητήρες) και απολαμβάνουν κομμουνισμό δια βίου σε συνθήκες καπιταλισμού, και οι άνθρωποι που κάθε πρωί, μα κάθε πρωί, πρέπει να επιβεβαιώσουν την αξία τους, και να κερδίσουν το ψωμί τους! Μόνοι τους! Κάτι πρέπει να γίνει με αυτή την ιστορία […] Ο συγγραφέας Σωτήρης Δημητρίου, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη, με αφορμή το βιβλίο “Το κουμπί και το φόρεμα“, συμμετέχοντας στην ακτιβιστική Έρευνα για την Κρίση με βάση το ερώτημα “Ποιές αιτίες μας έφεραν ως εδώ, και κυρίως τί πρέπει να κάνουμε;”

Ads

Το ομώνυμο διήγημα της συλλογής ξεκίνησε από μία παροιμία που άκουσα από μία γυναίκα: «Βρήκα ένα κουμπί και για χάρη του έραψα ένα φόρεμα».

Αγαπώ τις παροιμίες και γενικά κάθε τι ευρηματικό και έξυπνο, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν σκέφτηκα καν να την χρησιμοποιήσω. Όμως, μετά από χρόνια, καθώς έγραφα ένα διήγημα το οποίο επιδεχόταν την έννοια της επαγωγής από το μερικό στο γενικό, το μυαλό μου πήγε σ’ αυτή την παροιμία.

Το κουμπί είναι το μερικό και το φόρεμα είναι το γενικό. Αυτή η έννοια της επαγωγής ισχύει στην τέχνη και κυρίως στη λογοτεχνία και στη διηγηματογραφία. Από μία λεπτομέρεια, από ένα ξάφνιασμα, από μία εικόνα, από μία λέξη, κάνεις αναγωγή σε ένα διήγημα.  

Ads

Έγινε λοιπόν το διήγημα αυτό, που έδωσε και τίτλο στο βιβλίο, το οποίο πρόκειται για μία συλλογή ετερόκλητων διηγημάτων. Είμαι εναντίον των διηγηματικών συλλογών που τα διατρέχει ένας κοινός άξονας, θεματικός ή μορφολογικός. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου αυτό.

Συνεπώς, αυτά τα διηγήματα δεν προέκυψαν από μία μόνο ιδέα.  Κατά καιρούς μου έρχονται διηγηματικές ιδέες. Άλλες μένουν στη μνήμη για να τις χωνέψει, και είτε να τις αναδείξει, είτε τις καταβυθίσει στη λησμονιά. Άλλες γράφονται μετά από λίγο, άλλες μετά από χρόνια.

Ως εκ τούτου, μια διηγηματική ιδέα δεν είναι ποτέ σίγουρο αν και πότε θα γίνει διήγημα. Όλα είναι στη χώρα του αγνώστου και του αβέβαιου.
 
Κρ.Π.: Δηλαδή, δεν ξέρεις ποτέ, αν το… κουμπί, θα γίνει τελικά φόρεμα…
 
Ακριβώς.  Πραγματικά είναι μια υπόθεση χάους. Αυτά τα τελευταία χρόνια, γράφτηκαν στο νού μου, διότι κυρίως εκεί… νοερά γράφω, εκεί δημιουργείται ένα διήγημα. Όταν κάθομαι στο τραπέζι κατά κάποιον τρόπο αντιγράφω… Βέβαια, με φοβερή δυσκολία, πάντα, ιδίως στην πρώτη μορφή, αλλά αντιγραφή είναι.
 
Κρ.Π.: Και πως γίνεται η επιλογή των ιδεών που αναπτύσσονται σε μία ιστορία;
 
Κάθε συγγραφέας, έχει το δικό του «χωράφι» που αντλεί τις ιδέες των ιστοριών του. Άλλος έχει ένα χωράφι μεγάλο, άλλος στενό και άγονο… Το δικό μου το χωράφι, δεν έχει μεγάλο βεληνεκές. Κατά κάποιον τρόπο επαναλαμβάνομαι. Δυο τρία πράγματα έχω στο νου μου και αυτά ανακυκλώνονται. Βέβαια, κάθε διήγημα είναι διαφορετικό.
 
Κρ.Π.: Έχει ειπωθεί, ότι όλα τα βιβλία ενός συγγραφέα τα διατρέχει ουσιαστικά η ίδια ιστορία, κάθε φορά με άλλο τρόπο ειπωμένη.
 
Έχουν δίκιο. Για μένα είναι το ανθρώπινο πρόσωπο. Αυτό το μυστήριο σύμπαν. Οτιδήποτε έχει στην ψυχή και στο νου του ο άνθρωπος είναι το πρόσωπό του.

Πρόσωπα παραδίδω. Και αυτό με ενδιαφέρει. Και ο καημός που εμένα μου έκαναν αυτά τα πρόσωπα. Ένα ψυχικό ρίγος στο αντίκρισμά τους, κάτι στην παρουσία τους στη ζωή μου. Αυτό θέλω να δώσω με τα διηγήματα. Μία αισθητικότητα ψυχικής τάξεως.
 
Κρ.Π.: Και το σημαντικότερο σ’ αυτά τα πρόσωπα ποιό είναι;
 
Αυτό είναι πολύ παράξενο. Δεν μπορώ να το εντοπίσω  ούτε ο ίδιος. Αλίμονο αν είχα συνείδηση πλήρη.

Δηλαδή, μια ασήμαντη ιστορία που θα μου πει κάποιος, κάτι στο ράγισμα της φωνή του, κάτι στο βλέμμα του, κάτι στο πρόσωπό του, ένα τίποτα, θα γίνει πολύ σημαντική, έχοντας αυτό το πρόσωπο στο μυαλό μου. Ή αντίθετα, μπορεί να ακούσω μία πολύ σημαντική ιστορία αλλά να μην υπάρξει το εσωτερικό κίνητρο ώστε να γίνει ένα διήγημα.

Δεν ξέρω. Είναι η στιγμή η απρόοπτη. Ξέρω μόνο ότι με συγκινεί. Γιατί με συγκινεί; Είναι χιλιάδες οι λόγοι. Ίσως να εξηγείται με μια παροιμία: «Αγάπη είναι αυτό που γίνεται χωρίς λόγο». Είναι ο πιο ωραίος ορισμός της αγάπης. Δηλαδή, για άπειρους λόγους. Άντε να τους βρεις!

Κρ.Π.: Από όλα αυτά που έχεις γράψει, ποιό βιβλίο είναι πιστεύεις το πιο επίκαιρο; Που και συ ο ίδιος καταλαβαίνεις με έκπληξη πόσο πιο μπροστά ήταν κι από σένα τον ίδιο όταν το έγραφες;
 
Ναι, υπάρχει ένα βιβλίο, που γράφτηκε σε χρόνο ανύποπτο, πριν από αυτό που λέμε τώρα «κρίση», και λέγεται Σαν το λίγο το νερό, το οποίο κατά ένα παράδοξο τρόπο μπαίνει σε αυτά τα θέματα που μας απασχολούν σήμερα.
 
Κρ.Π.: Ποιά είναι αυτά τα θέματα; Που έχουν βγει σήμερα στην επιφάνεια, και ίσως τα είχαμε ξεχάσει ή καλύτερα απαξιώσει;
 
Το βασικό θέμα είναι αυτή η απαξίωση όπως είπες. Είναι η περιφρόνηση στα μητρώα μας, μετά τη δεκαετία του 1960.

Σα μικρά παιδιά, θαυμάσαμε οτιδήποτε βορειοευρωπαϊκό, και περιφρονήσαμε οτιδήποτε ημέτερο. Από τα τραγούδια μας μέχρι τη γλώσσα μας.

Θυμάμαι τις φοιτήτριες στην Αθήνα το 1970, με μόχθο και αγώνα προσπαθούσαν να αποβάλουν τα ντόπια στοιχεία της ομιλίας τους, και όλη η Ελλάδα για μια εικοσαετία, από το 1970 μέχρι το 1990, όλη η Ελλάδα, οπουδήποτε έβλεπε κάτι δικό μας, των γιαγιάδων μας, το ονόμαζε «βλάχικο», δυστυχώς.

Κατά κάποιον τρόπο, φορέσαμε ξένα ρούχα. Και χωρίς να μας ταιριάζουν. Βιαστήκαμε να μοιάσουμε σε άλλους. Και δεδομένου, ότι δεν ήταν καθόλου ευτελές αυτό που είχαμε εμείς. Ήταν πάρα πολύ πλούσιο. Και τα έθιμά μας, και η γλώσσα μας. Ακόμα και οι φορεσιές μας. Αν πάρεις φωτογραφίες ή πίνακες, βλέπεις την πανδαισία των χρωμάτων, τα χάνεις από την ομορφιά τους.

Κρ.Π.: Και αν σκεφτεί κανείς ότι ο πολιτισμός μας, είναι η ψυχή μας…
 
Δυστυχώς, όλα αυτά τα κατατάξαμε στην κατηγορία «βλάχικα».
 
Κρ.Π.: Και τώρα πρέπει να τα ξανανακαλύψουμε;
 
Βλέπω ότι κάτι γίνεται. Μου κάνει εντύπωση, ότι από τελείους άσχετους ανθρώπους, ακόμα και του λεγόμενου life style, διαβάζω πολλές φορές σε έντυπα τις θέσεις τους, και τα χάνω από την ευθυκρισία τους. Εκ των υστέρων, βέβαια. Προφανώς, όλοι ξέραμε τι γίνεται, αλλά όλοι παρασυρθήκαμε.
 
Κρ.Π.: Αυτή είναι και η σημαντικότερη αιτία που μας έφερε ως εδώ; Ότι απαξιώσαμε τις πολιτισμικές μας αξίες;
 
Ναι, αυτή είναι. Ακόμα και την χειρονακτική δουλειά απαξιώσαμε. Θυμάμαι στην επαρχία, συγκεκριμένα από την Ηγουμενίτσα που κατάγομαι, οι γονείς δεν είχαν καμία σκέψη να μπει ο γόνος τους στο δημόσιο. Αλλά σταδιακά από το 1970 άρχισε μία περιφρόνηση στη χειρονακτική εργασία και όλοι θέλαν να γίνουν εγγράμματοι και να δουλεύουν καθισμένοι σε καρέκλες.

Όλη η Ελλάδα, θεώρησε ότι μπορεί να ζήσει μόνο με εγγράμματους. Μεγάλο λάθος. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι η ευτυχία πηγάζει μόνο από την διανοητική δουλειά. Η ικανοποίηση που μπορεί κάποιος να αντλήσει από τα χέρια του είναι πάρα πολύ μεγάλη.
 
Κρ.Π.: Και γιατί πρέπει να αποκλείει το ένα το άλλο, επίσης;
 
30 χρόνια, εθεωρείτο από όλο το έθνος μας, ότι είναι ντροπή να κάνεις σωματική δουλειά. Γι αυτό δεν υπήρχαν ανάλογες σχολές. Το απόδιωχναν μετά μανίας από το μυαλό τους το να σκεφτούν να κάνουν μία πρακτική δουλειά. Και φτάσαμε να εισάγουμε αγροτικά προϊόντα από το εξωτερικό, ενώ η χώρα μας είναι η κατεξοχήν χώρα που μπορούν όλα να ευδοκιμήσουν με πολύ λίγο κόπο. Είναι ντροπή αυτό που συνέβη. Και τραγωδία.
 
Σιγά σιγά όμως, σήμερα, βλέπω να ομονοεί αυτό το έθνος. Και ίσως είναι το καλό αυτής της κρίσης. Κάτι έγινε αυτά τα τελευταία χρόνια, και συνέβη μία συνειδητή ή ασυνείδητη καταβύθηση στον εαυτό μας. Δεν ακούς πλέον άτυχες κουβέντες και σαχλαμάρες, εκτός από ελάχιστους. Έγινε ένα βήμα προς την ατομική και συλλογική αυτογνωσία και αυτό είναι καλό.
 
Το άλλο κακό που έγινε στο παρελθόν, ήταν ένα εμπόριο ψήφου, μια δοσοληψία αχρεία. Δηλαδή τι έγινε; Ένας μικρός λαός δεν είχε ανάγκη από τόσους μανδαρίνους. Αλλά οι πολιτικοί μας, ακόμα και τα κόμματα της Αριστεράς που διοικούσαν δήμους αυτονόμως, έβαλαν ανθρώπους… υπήρχε μία αγορά ψήφων με τους ποικίλους διορισμούς.

Χρησιμοποίησαν τα ταμεία. Έτσι έγινε και αυτή η φοβερή διόγκωση διορισμών, μισθών και επιδομάτων, και αφού τα ταμεία διαλύθηκαν, απευθύνθηκαν στην Ευρώπη και στους μηχανισμούς δανεισμού. Ε, λοιπόν, είναι ντροπή να ισχυριζόμαστε ότι φταίνε αυτοί που μας δάνεισαν. Ας μην απλώναμε το χέρι.

Κρ.Π.: Και τι πιστεύεις ότι πρέπει να κάνουμε σήμερα;

Το πρώτο χρέος, της χώρας σήμερα, για λόγους αξιοπρέπειας, εθνικής και ατομικής, είναι να ξεπληρώσει και μετά να συμμαζευτεί. Να μην το ξανακάνει αυτό το λάθος. Να μην απλώσει κανείς τα πόδια του πέρα από το πάπλωμά του. Χρειάζεται μια χρηστή διοίκηση. Τίποτε άλλο. Και να μην γίνεται πλέον αγοραπωλησία ψήφων!

Κρ.Π.: Ναι, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει με έναν άλλον τρόπο; Πρέπει να αυτοκτονούν άνθρωποι, να πεθαίνουν γιατί δεν έχουν να αγοράσουν τα φαρμακά τους, να μην έχουν να ζήσουν;  Και υπάρχει και το θέμα του χρέους των Γερμανών προς την Ελλάδα…
 

Προφανώς. Τώρα τι να κάνουμε όμως; Αυτοί έχουν το πεπόνι αυτοί και το μαχαίρι. Τι να κάνουμε; Είμαστε σε θέση ανίσχυρη, υποδεέστερη. Να κάνουμε επανάσταση; Και βέβαια να διεκδικήσουμε το χρέος των Γερμανών προς την Ελλάδα. Γι’ αυτό το χρέος μάλιστα ο ηθικός λόγος είναι βαρύτατος εν σχέση με το δικό μας χρέος.
 
Να γίνει λοιπόν ένα πιο καλό κουμάντο. Επιτέλους να φορολογηθούν εκείνοι που φοροδιαφεύγουν και επίσης να εξαφανιστεί, να διαγραφεί αυτό το μικροαστικό όνειρο, το γελοίο, η δια βίου εξασφάλιση στη θηλή του κράτους!

Εγώ χωρίζω την Ελλάδα σε δύο κατηγορίες. Αυτούς που έχουν το στόμα τους στη θηλή του κράτους(ότι κι αν είναι αυτοί: Διοικητικοί, αστυνομικοί, στρατιωτικοί, δικαστικοί, κλητήρες) και απολαμβάνουν κομμουνισμό δια βίου σε συνθήκες καπιταλισμού, και οι άνθρωποι που κάθε πρωί, μα κάθε πρωί, πρέπει να επιβεβαιώσουν την αξία τους, και να κερδίσουν το ψωμί τους! Μόνοι τους! Κάτι πρέπει να γίνει με αυτή την ιστορία.

Κρ.Π.: Αυτός είναι ένας από τους μεγαλύτερους ρατσισμούς στην Ελλάδα;
 
Βεβαίως! Ο ένας στην καθημερινή αγωνία και ο άλλος σε μία μακάρια ασφάλεια!
 
Κρ.Π.: Τί άλλο επίσης πρέπει να γίνει;
 
Είχα ακούσει μία ξένη γυναίκα προ κρίσεως, να λέει ότι ανά πάσα στιγμή, εδώ στην Ελλάδα, βάζετε ένα σπόρο ντομάτας στο χώμα και γίνεται ντοματιά! Είναι σκάνδαλο αυτό!

Πραγματικά είμαστε ευνοημένοι. Έχουμε 9 μήνες το χρόνο ήλιο. Δεν χρειάζεται να κάνουμε βιομηχανίες, τίποτα. Αλλά τυποποίηση γεωργικών προϊόντων! Είμαστε πλέον με την τεχνολογία ένα χωριό όλος ο κόσμος. Εάν είναι καλό το προϊόν και έχει και μια όμορφη εμφάνιση, θα το αγοράσει ο άλλος.

Με λίγη δυσκολία και πολύ φαντασία, μπορούμε να παράγουμε γεωργικά θαύματα. Αφενός. Και αφετέρου, ας είμαστε και φιλόξενοι. Ας έρχονται τουρίστες να χαίρονται τον ήλιο μας. Και θα έχουμε και μεις έσοδα. Δεν είναι ντροπή να προσφέρουμε τουριστικές υπηρεσίες. Αρκεί να γίνουν υποδομές και με σοβαρότητα.

Νομίζω με τα δικά μας συγκριτικά πλεονεκτήματα, και με τη βοήθεια της τεχνογνωσίας, μπορούμε να κάνουμε θαύματα, και να ζήσουμε όμορφα.
 
Κρ.Π.: Στο συλλογικό έργο το «Το αποτύπωμα της κρίσης» που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, ποια είναι η προσωπική σου κατάθεση;
 
Ένα διήγημα. Ως παιδιά ήμασταν νομείς του βουνού. Παίζαμε εκεί και το βράδυ γυρίζαμε. Ήταν γεμάτο το βουνό με ανθρώπους, με κήπους, με ελιές, με φωνές,  με μελίσσια.

Μέσα σε πολύ λίγα χρόνια, το βλέμμα δεν σταματάει πια στο βουνό. Ούτε καν το βλέπουν οι άνθρωποι. Δεν πάει κανείς στο βουνό. Ούτε άνθρωπος ούτε παιδί. Το βλέμμα είναι προς τις παραλίες και τις καφετέριες.

Η καφετέρια πλέον είναι διασκέδαση όλων. Δεν είναι κακό. Αλλά αν θέλουμε μόνο να λιαζόμαστε, να μην έχουμε και απαιτήσεις υλικής ευδαιμονίας. Να είμαστε στις καφετέριες, αλλά να είμαστε και ολιγαρκείς!

Αυτό περιγράφω στο διήγημα. Το πως φύγαμε από το βουνό, και επίσης, πως από τις ανοιχτές γειτονιές και από επισκέψεις και παιδομάνι, φτάσαμε να επικοινωνούμε μόνο από το τηλέφωνο και το ίντερνετ. Έχουμε περιπέσει σε μία βλακώδη ιδιωτία πάρα πολύ άσχημη και συνεχώς έχουμε στο μυαλό μας πλάνα. Συνεχώς χρονικά πλάνα, για να κάνουμε αυτό ή το άλλο. Και φτάνουμε 70 χρονών και λέμε: Μα, πότε πέρασε η ζωή;

Αφήνουμε τη ζωή μας να περνά μέσα σε πλάνα. Κανείς άνθρωπος παγκοσμίως, δεν απολαμβάνει τη στιγμή ξένοιαστος. Δεν είμαστε στο παρόν. Είμαστε χίλια κομμάτια. Είτε εξιδανικεύοντας το παρελθόν, είτε προσδοκώντας ένα αόριστο μακρινό μέλλον.

Αυτό περιγράφω, όπως και τη γελοιότητα περί ρατσισμού των Ελλήνων. Μεγάλη γελοιότητα, διότι θυμάμαι πως είχε αγκαλιάσει η Ήπειρος τους Αλβανούς και τους Βορειοηπειρώτες. Με τρόφιμα, με δουλειές. Ποιος ρατσισμός; Αυτά είναι παραμύθια της τηλεοράσεως. Εντάξει, υπάρχουν εξαιρέσεις. Πρόκειται για λίγους ολιγόνοες. Πάντα θα υπάρχουν οι βλάκες. 

Αλλά απ’ την άλλη, ελάχιστοι απ’ τους μετανάστες φεύγουν από τον τόπο τους για πολιτικούς λόγους. Οι περισσότεροι φεύγουν για το καταναλωτικό όνειρο μιας καλύτερης ζωής στη Δύση.

Κάθε τόπος, όμως, μα κάθε τόπος, μπορεί να σε ζήσει.  Αλλά, τείνουν πλέον παγκοσμίως οι άνθρωποι, με ενορχηστρωτή την τηλεόραση, στην ευκολία και τον ευδαιμονισμό. Αφήνουν τα δικά τους ανεκτίμητα για τα μικρής αξίας μπιχλιμπίδια. Και ξέρουμε πολύ καλά ότι κάθε τι που πωλείται έχει πάντα μικρή αξία.

Κρ.Π.: Εμείς γίναμε “μετανάστες” στην ίδια μας τη χώρα, όμως. Γιατί όταν απαρνιέσαι τον πολιτισμικό και τον φυσικό σου πλούτο για να βολευτείς(γιατί έτσι νομίζεις ότι θα βολευτείς)…
 
Βέβαια. Κανείς επαρχιώτης στην Αθήνα, δεν είναι συμφιλιωμένος με την Αθήνα. Κανείς. Γι αυτό αυτή η πόλη αποπνέει αυτή τη μελαγχολία. Βγάζει μια λύπη βαθύτατη.
 
Κρ.Π.: Όταν διαγράφεις τα παιδικά σου χρόνια, αυτά όλα που έχεις ζήσει…
 
Κατά κόρον έγινε αυτό. Γιατί; Για το τίποτα. Διότι η αγάπη, η κοινωνικότητα και η φιλία, αγκιστρώνονται μόνο με δικά μας πράγματα. Όχι τα ξένα. Τα ξένα τονίζουν τη γύμνια μας. Τα λίγα δικά μας μάς κάνουν όμορφους. 

Πιστεύω αυτή η κρίση να λειτουργήσει ως αφετηρία για να ξανασκεφτούμε τη ζωή μας, για να την ξανασχεδιάσουμε καλύτερα, με πιο μεγάλη ταπεινότητα και πιο μεγάλο σεβασμό στα περασμένα.

Όταν αποκόβεις ένα κομμάτι από το παρελθόν σου, αποκόβεις και ένα μελλοντικό. Νομίζω ότι αυτό το έχει πει ο Ελύτης.  Όταν δεν εκφράζεσαι με αυτά που πραγματικά γεμίζουν την ψυχή σου, σιγά σιγά έρχεται η δυσαρμονία και καταλήγει αυτισμός και ιδιωτία.

Κρ.Π.: Το «κουμπί» από το οποίο μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα νέο, αυθεντικό «φόρεμα» για την Ελλάδα, ποιό είναι;
 
Το δικό μας κουμπί. Αυτά τα οποία σμίλεψαν οι αιώνες. Τα τραγούδια μας, οι τρόποι μας, οι βεβαιότητες των επαναλήψεων. Να ξαναβρούμε τις βεβαιότητές μας. Ακόμα και τις θρησκευτικές. Ας είναι και παραμύθια. Δεν πειράζει. Είναι που είναι η ζωή χάος. Δεν μας κάνει πάντα καλό ο ορθολογισμός.

Οι κύκλοι οι γεωργικοί, οι θρησκευτικοί, τα ήθη και τα έθιμα των χωριών μας, ήταν βεβαιότητες. Ο χωριανικός άνθρωπος, που έζησε πριν κατέβει στις πόλεις, ζούσε στο παρόν. Οι βεβαιότητες είναι σημαντικό πράγμα. Βιαστήκαμε να απορρίψουμε τα πάντα.

Η ελευθερία χωρίς τις βεβαιότητες, είναι για κάποια πολύ ανθεκτικά πνεύματα. Πολύ δυνατούς ανθρώπους. Μάλλον για κανέναν. Όλοι θέλουμε τις βεβαιότητες.

Κρ.Π.: Μάλλον πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε αυτές τις βεβαιότητες.
 
Ακριβώς. Χρειαζόμαστε όμως τις βεβαιότητες.
 
Κρ.Π.: Προς το παρόν, η μόνη βεβαιότητα είναι ότι περνάμε αυτή την κατάσταση, που όλο χειροτερεύει, και δεν βλέπουμε φως.

Πιστεύω όμως, ότι αυτή η εσωτερική καταβύθιση όλων των Ελλήνων, κάτι καλό θα βγάλει. Οι άνθρωποι έχουν πολύ ισχυρό ένστικτο ζωής. Έχουμε περάσει πολλά σαν λαός. Θα βρεθεί μονοπάτι. Το πιστεύω βαθιά.-

image
Σωτήρης Δημητρίου, Το κουμπί και το φόρεμα, Εκδόσεις Πατάκη