Μέσα από μια σύντομη πολιτική ανάλυση της μεταπολίτευσης η τηλεκριτικός Πόπη Διαμαντάκου σκιαγραφεί την ελληνική κοινωνία, την ελληνική τηλεόραση, θέτει ερωτηματικά για το είδος της δημοκρατίας μας και το ρόλο της αριστεράς μέσα σε αυτήν και εξηγεί γιατί κόμματα σαν τη Χρυσή Αυγή βρήκαν πρόσφορο έδαφος στη χώρα μας και προβολή από την τηλεόραση. Επιμέλεια Κειμένου: Δωροθέα Αποστολοπούλου

Ads

Η είσοδος της Χρυσής Αυγής στο ελληνικό Κοινοβούλιο, ένα κόμμα με ακραίες απόψεις, ακροδεξιές απόψεις, πάγωσε όλους όσοι βαυκαλίζονταν ότι το είδος αυτό δεν υπάρχει και ότι η ελληνική δημοκρατία είναι πάρα πολύ ισχυρή για να δημιουργηθούν τέτοια φαινόμενα. Κατά τη δική μου άποψη, το φαινόμενο αυτό, δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει. Είμαστε μια συντηρητική κοινωνία, μια κοινωνία που πέρασε από τη χούντα κατά τη διάρκεια της οποίας, μη γελιόμαστε, ζήτημα αν ένα 20% του ελληνικού λαού αντιστάθηκε. Ήταν πολύ λίγες οι αντιστάσεις και το ξέρουμε. Μας αρέσει να το ξεχνάμε στο δημοκρατικό οίστρο της μεταπολίτευσης όπου έτσι ξαφνικά έγιναν όλοι αντιστασιακοί.. Στη χούντα υπήρξε πολύς κόσμος που πέρασε καλά και έδειξε να ζει καλά μέσα σε αυτό το κλίμα της χουντικής αποστείρωσης.

Με αυτές τις αντιλήψεις πέρασε η Ελλάδα στη μεταπολίτευση, με τις πληγές του εμφυλίου ανοιχτές, να μην έχουν κλείσει, να μην έχουμε καν συζητήσει αυτό το θέμα. Γρήγορα τα κουκουλώσαμε όλα για να αισθανθούμε πολύ δημοκράτες. Το είχαμε ανάγκη. Καμιά φορά και η μυθολογία έχει τη σημασία της στους λαούς όταν περνάνε τραυματισμένοι από τη μία ιστορική περίοδο στην άλλη. Η αντίληψη τότε ήταν να μη γίνει ένας νέος εμφύλιος, να γίνει μια ομαλή μετάβαση και έτσι πάρα πολύ βιαστικά φτιάξαμε γέφυρες. Όχι μόνο από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας, με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που ήθελε να δημιουργήσει ένα κλίμα μεγάλης ανοχής για να σκεπάσουμε γρήγορα τις πληγές μας αλλά και από την αριστερά. Δηλαδή ούτε η αριστερά συζήτησε με τον εαυτό της, το είδος της αντίστασης που έκανε και που πηγαίναμε σαν κοινωνία. Τι είδους δημοκρατία διαμορφώναμε. Αισθανθήκαμε λοιπόν, όλοι πάρα πολύ δημοκράτες, πάρα πολύ ισχυροί, μπήκαμε σε ένα κλίμα πολύ βιαστικής ανάπτυξης και ας μην ξεχνάμε ότι ένας κόσμος μικροαστικός που έζησε καλά στη χούντα, να μην το κρύψουμε, πέρασε στη μεταπολίτευση και μετά στην παπανδρεϊκή εποχή συντηρώντας τα συντηρητικά του αντανακλαστικά. Πέρασε από τη μια εποχή στην άλλη σαν να μην τρέχει τίποτα.

Με αυτή την αισθητική της χούντας. Με αυτή τη χουντική αισθητική που δεν αφορά μόνο το πολιτικό σκέλος. Αφορά την αισθητική μας στη μουσική, στη διασκέδαση, στο χώρο. Το ακραίο κιτς. Περάσαμε με αυτό το ακραίο χουντικό κιτς στην εποχή της δημοκρατίας.  Με έναν κόσμο και μια κοινωνία που είχε διδαχθεί τον πόλεμο του ’40 από τις ταινίες του Τζέιμς Πάρις, τον Παπαφλέσσα από τον Παπαμιχαήλ, τη Μαντώ Μαυρογένους από την Καρέζη κ.ο.κ. Και αυτή η αισθητική της τηλεόρασης είναι άμεσα συνδεδεμένη με την αισθητική της χούντας που πέρασε ως ακραία δεξιά στην Αυριανή και μετά μετακινήθηκε ως φιλοπαπανδρεϊκός αυριανισμός.
 
Στον πυρήνα αυτής της κοινωνίας η αισθητική της ακροδεξιάς, το κιτς, ο ακροσυντηρητισμός στην αντίληψη και στην ιστορία, η δυσανεξία στις κοινωνικές μειονότητες πέρασαν σαν αστεία. Μέσα σε αυτό το κλίμα φτάσαμε και στις εποχές του μεγάλου ανοίγματος της τηλεόρασης.

Ads

Το μόνο που εμφανίζεται ως διαφορά σε αυτή την περίοδο είναι ότι κάναμε με όλα πλάκα. Το ακραίο χιούμορ, το καρναβαλικό χιούμορ που σκεπάζει κατ’ ουσία τις διαφορές και συντηρεί χωρίς κανέναν προβληματισμό τα ακραία γκεμπελικά και φασιστικά στοιχεία. Το χιούμορ του χαβαλέ. Το δεν τρέχει τίποτα ενώ τρέχει.

Πέρασε λοιπόν, ο Έλληνας στη φάση του περνάω καλά μέχρι τελικής πτώσεως. Χωρίς να δημιουργήσει κανενός είδους συνείδηση και αντίσταση από το χουντικό «περνάω καλά» στο «περνάω καλά» της δεκαετίας του ’90, της απορρύθμισης, του δεν υπάρχουν θεσμοί να μας ενοχλούν διότι οι αγορές πρέπει να αναπτυχθούν, δεν υπάρχουν κανόνες, δεν υπάρχει τίποτα. Η δεκαετία του ’90 ήταν για μένα η ταφόπλακα μιας αριστεράς να σκεφτεί, να δει τον εαυτό της. Ήταν η δεκαετία της πλήρους απορρύθμισης. Για τις αγορές ξεκίνησε η απορρύθμιση αλλά έγινε σε όλους τους τομείς.
 
Ήταν η δεκαετία που ξεκίνησε το reality. Διόλου τυχαία διότι το reality είχε και πολιτικές διαστάσεις και όχι μόνο ψυχολογικές. Ήταν ένας εθισμός του κόσμου στο να εκχωρεί κομμάτια της ιδιωτικής του σφαίρας στη δημοσιότητα με σκοπό τη διασκέδαση. Αυτό σήμαινε την κατάλυση μιας πυρηνικής αξίας της δημοκρατίας που είναι η προστασία του ιδιωτικού χώρου. Έγινε χαβαλές ακόμα και αποκάλυψη του πολύ προσωπικού. Του πολύ ιδιωτικού. Που αυτό ήταν η επιδίωξη των ναζιστών στη χιτλερική Γερμανία. Η κατάλυση της ιδιωτικής σφαίρας.

Το reality ήταν εύκολη τηλεόραση γιατί ήταν φτηνή τηλεόραση και προωθούσε τον ηδονισμό που προωθούσε την κατανάλωση. Σε αυτό το κλίμα η ελληνική κοινωνία πορευόταν συντηρώντας τα ακραία συντηρητικά αντανακλαστικά της. Δεν είχε μεσολαβήσει τίποτα για να γίνει πιο δημοκρατική, πιο ανοιχτή και πιο δεκτική στα καινούργια πράγματα. Ξοδεύοντας χρήμα, ζώντας αυτή την τρελή τηλεόραση όπου ο πολιτικός λόγος ήταν ο λόγος του χαβαλέ, όπου ο πολιτικός λόγος εντάχθηκε στο λόγο του reality, δηλαδή της αυτό-έκθεσης των πολιτικών, όπου πολιτική συζήτηση σήμαινε καβγαδίζω δηλαδή αποκαλύπτω κάποια πολύ προσωπικά και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εαυτού μου. Δεν είχε σημασία τι έλεγε κάποιος αλλά πόσο καλό νούμερο μπορούσε να είναι. Έτσι αποκτήσαμε μια δημοκρατία των νούμερων. Όσο πιο νούμερο ήσουν τόσο πιο φίρμα γινόσουν.

Φτάσαμε λοιπόν, στο σημείο της κρίσης με μια κοινωνία που ποτέ δεν είχε επεξεργαστεί τον εαυτό της, ποια είναι και που πηγαίνει. Και θεώρησαν ότι όλοι αυτοί που της είχαν τάξει δημοκρατία δεν της την έδωσαν.  Και φταίνε όλοι αυτοί οι πολιτικοί για αυτή την κατάσταση. Μην ξεχνάμε ότι τα τελευταία χρόνια πριν την κρίση κανένας Υπουργός δεν ασκούσε πολιτική και δε βρισκόταν στο γραφείο του. Πέρναγαν από τα πάνελ του Παπαδάκη και του Καμπουράκη και μοστραριζόντουσαν. Στην κρίση αποκαλύφτηκε λοιπόν ότι έκαναν τηλεόραση και ότι όχι, δε δούλευαν για τη δημοκρατία.

Εμφανίζεται για όλους αυτούς τους λόγους που περιέγραψα ένα κόμμα που μιλάει για την ιστορία όπως μιλούσαν οι ταινίες του Τζέιμς Πάρις, που μιλάει για την πολιτική με το τσαμπουκαλίδικο ύφος που μιλούσαν όλοι οι πολιτικοί που πέρναγαν από τα πάνελ ενώ δεν έχει φθαρεί από την πολιτική. Περνάει και σου λέει εγώ είμαι άφθαρτος.
 
Πώς τον αντιμετωπίζεις αυτόν;

Προφανώς άμα τον πάρεις να τον εντάξεις  με την ίδια λογική στην τηλεόραση του σόου, τον πριμοδοτείς διότι το κάνει καλύτερα από αυτούς που τους έχει βαρεθεί ο κόσμος να τους βλέπει.  Συν ότι μιλάει σε μεγάλο μέρος του κόσμου στην καρδιά του διότι αυτός ο κόσμος δεν έχει αποκτήσει αυτοματισμούς δημοκρατικότητας.  Ζητάει αυτό που θεωρεί ότι του πήραν μέσα από το στόμα.
Βρέθηκαν διάφορες εκπομπές που τάχα μου τους σατιρίζουν Δεν μπορούν να τους σατιρίσουν διότι η ύπαρξη της Χρυσής Αυγής είναι η απόλυτη «σάτιρα» της δημοκρατίας. Η παρουσία της Χρυσής Αυγής είναι ο απόλυτος τραγέλαφος της δημοκρατίας. Άρα, σε μια τραγελαφική τηλεόραση βρίσκεται στο στοιχείο της.
 
Πώς τον αντιμετωπίζεις με σοβαρότητα;

Για μένα, η Χρυσή Αυγή έχει ανεβάσει τον πήχη. Όχι γιατί ξέρουνε γράμματα, όχι γιατί ξέρουνε ιστορία αλλά γιατί ο τρόπος που έχουνε επεξεργαστεί την ιστορία, με πάρα πολύ μεγάλη συγκρότηση και πάρα πολύ μεγάλη σπουδή και αν τους θεωρήσουμε χαβαλέδες, το έχουμε χάσει, διότι δεν είναι καθόλου χαβαλέδες. Από τη στιγμή, που εσύ ο ίδιος δεν μπορείς να αφηγηθείς τη δική σου ιστορία, την ιστορία του τόπου σου με ειλικρίνεια και χωρίς παρωπίδες, πατάει στις δικές σου παρωπίδες η Χρυσή Αυγή για να βάλει στον κόσμο τις ακόμα μεγαλύτερες δικές της. Που τις προβάλλει σαν μη παρωπίδες βέβαια, μέσα σε αυτό το κλίμα που περιγράψαμε ενός σόου και μιας αισθητικής κιτς. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι το απόλυτο όνειρο του Έλληνα ήταν οι νύχτες στα σκυλάδικα. Γιατί να τον εντυπωσιάσει η φιγούρα κάποιων ανθρώπων που τους έβλεπε κάθε βράδυ να κάνουν πόρτα στα σκυλάδικα; Και ήταν το είδος της εξουσίας και της τάξης μέσα στη νύχτα που αυτός ζούσε καλά και που ξόδευε μέσα στο σκυλάδικο; Κάτι τέτοιες φάτσες του άνοιγαν ή του έκλειναν την πόρτα. Δεν θα τους ψηφίσει τώρα για να του ανοίγουν τις πόρτες για πάντα; Ως έτσι έχουν εγγραφεί στο υποσυνείδητό του. Αυτό είναι η αισθητική του. Αυτό είναι..
 
Άρα απέναντι από αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να σταθούν δημοσιογράφοι που είναι πραγματικοί δημοσιογράφοι, όχι που ονειρεύονται τον εαυτό τους δημοσιογράφο, που έχουν γνώση του αντικειμένου και να έχουν μεγάλη ψυχραιμία. Για κανέναν λόγο δε διολισθαίνουν, δε χάνουν το μέτρο της ευπρέπειας όσο και να χτυπιέται ο άλλος για να φανεί η διαφορά. Κατά τη γνώμη μου, δεν πρέπει να είναι και φθαρμένα πρόσωπα. Πρόσωπα άφθαρτα, με πάρα πολύ καλή γνώση του λόγου, με μεγάλη αυτοπεποίθηση, που να είναι πάρα πολύ μορφωμένοι και με αυτοπεποίθηση στη μόρφωση τους τέτοια, που να μην επιτρέψουν σε κανένα Μιχαλολιάκο, όπως όταν πήγε στον Μπογδάνο, να κάνει μικρές, όχι εντυπωσιακές για να γίνονται άμεσα ορατές, αλλά μικρές στρεβλώσεις σε ιστορικά σημεία ώστε να περνάνε απαρατήρητα από κάποιον που βαυκαλίζεται ότι ξέρει ιστορία αλλά στην πραγματικότητα δεν γνωρίζει. Δεν παίρνεις συνέντευξη από τον Μιχαλολιάκο φορώντας σπορ πουκαμισάκι και σπορτέξ παπουτσάκι. Δεν κάνεις χαβαλέ γιατί αντοχές για χαβαλέ έχει μόνο η δημοκρατία. Εδώ είσαι σε περίοδο κρίσης και θέλει μεγάλη σοβαρότητα η αντιμετώπιση όλων αυτών των στοιχείων και των χαρακτηριστικών.

Εμείς οι δημοσιογράφοι, ας μη γελιόμαστε, έχουμε στη διαμόρφωση του δημόσιου λόγου απόλυτη ευθύνη. Για τις λέξεις που χρησιμοποιούμε, τον τρόπο που μιλάμε, τον τρόπο που γράφουμε έως και την τελευταία λεπτομέρεια. Εμείς έχουμε λοιπόν το χρέος να δημιουργήσουμε στον κόσμο τη συνείδηση των αποχρώσεων.