Όλες οι ιστορικές αντιφάσεις, που κορυφώνονται δραματικά στις μέρες μας, συμπυκνώνονται σε δύο εικόνες που έκαναν πριν λίγες μέρες το γύρο του κόσμου.

Ads

Άρθρο της Κατερίνας Μάτσα που δημοσιεύεται στον Ημιόροφο

Η μία, η εικόνα του Μπους, του μικρονοϊκού σύγχρονου Νέρωνα, λίγες στιγμές πριν εξαγγείλει το διάγγελμα της πολεμικής επίθεσης στο Ιράκ, αποσβολωμένου μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες, με την κομμώτρια του να κυνηγά μια τρίχα της κεφαλής του. Και η άλλη, μια πραγματική λαοθάλασσα στους δρόμους όλων των μεγάλων πόλεων της Ευρώπης, της Αμερικής, της Αυστραλίας, της Ασίας, της Μέσης Ανατολής, να διαδηλώνει με πάθος ενάντια στον άδικο, τον ηλίθιο και βάρβαρο αυτό πόλεμο.

Οι μαθητές με τα σχολεία τους, οι σπουδαστές, οι απεργοί εργαζόμενοι, άνθρωποι κάθε ηλικίας, ακόμα και τα παιδιά να βρίσκονται κάθε μέρα στους δρόμους για να εκφράσουν με κάθε τρόπο την αντίθεση τους στον πόλεμο.

Ads

Σ αυτές τις διαδηλώσεις όλοι όσοι συμμετείχαν, ένιωθαν την ανάγκη να επινοήσουν καινούργιες μορφές αντίστασης, όχι πια στενά ατομικής, αλλά συλλογικής. Ο ίδιος ο πόλεμος, ως κορυφαία στιγμή της κοινωνικής κρίσης, δημιουργεί όρους συλλογικότητας και αυτή η συλλογική δράση γίνεται για τις μάζες μια πηγή απόλαυσης.

Σε τέτοιες ιστορικές στιγμές το άτομο παύει να λειτουργεί ως παθητικός θεατής, αποδέκτης όλων των τηλεοπτικών σκουπιδιών που του σερβίρουν οι κυρίαρχοι. Μετατρέπεται σε κοινωνικό υποκείμενο που δρα με φαντασία και δημιουργικότητα. Σ αυτό το πλαίσιο οι πολιτικές του πράξεις ως εστίες μαζικής αντίστασης, γίνονται την ίδια στιγμή και πολιτιστικές ενέργειες, υπερβαίνοντας την καθημερινότητα του.

Σε στιγμές που κορυφώνεται η κρίση και εκρήγνυνται οι κοινωνικές αντιφάσεις, η λειτουργία του καθημερινού χάνει το προηγούμενο αρνητικό πολιτικό δυναμικό της επανάληψης, της ομοιομορφίας, της κοινοτυπίας. Η κάθε μέρα γίνεται μια καινούρια μέρα και το απρόβλεπτο, το ανεπανάληπτο ως στοιχείο κοινωνικής δράσης αναδύεται από όλους τους πόρους του κοινωνικού σώματος και δίνει καινούριο νόημα στην καθημερινή ζωή του ατόμου.

Η καθημερινότητα του σημερινού ανθρώπου σαν μια γενικευμένη συνθήκη μέσα στην οποία βιώνονται οι ανθρώπινες σχέσεις στον καπιταλισμό, είναι μια συνθήκη καθολικής αποξένωσης από την ανθρώπινη ουσία, που δεν είναι άλλη από το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων. Η πηγή της αποξένωσης δεν βρίσκεται στην συνείδησή του αλλά στο Κοινωνικό Είναι, στις ίδιες τις σχέσεις παραγωγής. Μέσα σ αυτό το Είναι έχουν την πηγή τους οι αντιφάσεις που στην έκρηξή τους δημιουργούν και τους όρους άρσης της αποξένωσης.

Απ αυτήν την άποψη η καθημερινότητα δεν εμπεριέχει μόνο την κοινοτυπία, την επαναληπτικότητα, την μιζέρια, την εξατομίκευση, την μοναξιά, την δυστυχία. Εμπεριέχει και το αντίθετό της. Στην καθημερινότητα δεν υπάρχει μόνο αυτό που είναι οικείο για αυτόν που το ζει, αυτό που πλεονάζει, το θέαμα, η ανία, το ψέμα, η υποκρισία, οι στερήσεις, η φτώχεια, ο πόνος. Υπάρχει και το άγνωστο, το απρόβλεπτο, αυτό που λείπει, ο τόπος της ουτοπίας, όπως θα έλεγε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, αυτό- που δεν- υπάρχει- ακόμα αλλά μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να αποκαλυφθεί στον κόσμο μέσα από την πράξη των μαζών.

Η φιλοσοφία του καθημερινού

Για το μαρξισμό η διάκριση ανάμεσα στην κάθε μέρα και την καθημερινότητα έχει θεμελιακό χαρακτήρα. Ο Λέων Τρότσκι1 ανέπτυξε αυτή τη προβληματική ήδη από τα πρώτα χρόνια της νεαρής Σοβιετικής Δημοκρατίας. Με άρθρα του στην “Pravda” που συγκεντρώθηκαν αργότερα με τον τίτλο « προβλήματα της καθημερινής ζωής» όρισε την «κάθε μέρα» ως τον τόπο όπου η Επανάσταση πρέπει να υποστηρίζεται και να βαθαίνει. Η κάθε μέρα γίνεται το επίκεντρο κάθε πνευματικής και πολιτιστικής ανάπτυξης. Το καθημερινό ορίζεται ως η συμπύκνωση όλων των επαναστατικών κατακτήσεων και ο τόπος οργάνωσης ενός νέου τρόπου ζωής με επαναστατικό περιεχόμενο. Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκαν στην κρίσιμη δεκαετία του 20 και οι αναλύσεις της Αλεξάνδρας Κολοντάϊ για τη σεξουαλικότητα, το γάμο και την καθημερινή ζωή.

Ο Γκέοργκ Λούκατς, αναθεωρώντας κάτω από την επίδραση της Οκτωβριανής Επανάστασης, την αρχική του μονόπλευρη προσέγγιση της έννοιας «καθημερινή ζωή», ανέπτυξε όπως αναλύει ο J. Roberts2, μια θεωρία του καθημερινού που παράγει ένα μεσσιανικό υποκείμενο. Για τον Λούκατς η ίδια η ανάπτυξη του καπιταλισμού μετατρέπει την προλεταριακή επανάσταση σε καθημερινό ζήτημα. Η καθημερινότητα, μέσα στον καπιταλισμό έχει μια αντιφατική ουσία στην οποία θεμελιώνεται και η προσδοκία της αλλαγής.

Στη συνέχεια, ο προβληματισμός γύρω από την έννοια της «καθημερινής ζωής» αναπτύσσεται ακόμα περισσότερο από σοβαρούς Μαρξιστές, όπως ο Βάλτερ Μπένγιαμιν3, ο Ανρί Λεφέβρ4, ο Αντόνιο Γκράμσι. Η προσέγγισή τους έχει ως θεμέλιο την ανάλυση που κάνει ο Μαρξ στην έννοια της αλλοτρίωσης. Η καθημερινή ζωή των ανθρώπων διαμορφώνεται μέσα σε υλικούς όρους που γεννούν τόσο την αλλοτρίωση όσο και τους όρους της άρσης της. Στο υποκείμενο ενσαρκώνονται κοινωνικές αντιφάσεις. Το άτομο, κατά τον Λεφέβρ, αλλοτριώνεται ως μέρος της ανάπτυξης του. Για τον Μπένγιαμιν η κάθε μέρα εμπεριέχει το οικείο, που εξαντλείται στη στερεοτυπία και την επανάληψη αλλά και ένα «ανεξάντλητο υπόλοιπο», το απρόβλεπτο, το απροσδόκητο, τον τόπο της ουτοπίας.

Ως χώρος κοινωνικής παρέμβασης η κάθε μέρα εμπεριέχει και μπορεί ν αναδείξει τη δυνατότητα επαναστατικής αλλαγής της. Σημαδεύεται από την αλλοτρίωση και ταυτόχρονα φέρει πάνω της τα ίχνη της ουτοπίας.

Για τον Λεφέβρ, η κάθε μέρα παίρνει διάφορες μορφές καθώς το υποκείμενο εκδηλώνει με πολλούς τρόπους την αντίστασή του, ως μέρος μιας συλλογικότητας, που διαμορφώνεται μέσα από αντιηγεμονικές συμμαχίες σε πολλά επίπεδα. Μέσα στους ίδιους τους χώρους της κυρίαρχης πολιτισμικής βιομηχανίας διαμορφώνονται και οι όροι της κριτικής της, που γίνονται όροι νέας πολιτιστικής δημιουργίας και μ αυτόν τον τρόπο εστίες αντίστασης.

Aλλά και για το κίνημα των Kαταστασιακών το καθημερινό αποτέλεσε αντικείμενο ανάλυσης και κριτικής. Για τον Veinegem, το καθημερινό είναι τόπος πολιτιστικών συγκρούσεων, μέσα από τις οποίες μπορεί να γεννηθεί μια νέα πολιτιστική πραγματικότητα και να αναπτυχθούν όροι ανθρώπινης χειραφέτησης. Για τον Γκύ Ντεμπόρ το καθημερινό είναι το βασίλειο του θεάματος, όπου οι ψευδαισθήσεις που δημιουργεί η τηλεοπτική εικόνα έχουν μετατραπεί σε βασικό στοιχείο της εξουσίας. Η κριτική σ αυτό το φαινόμενο ανάγεται στην κριτική του παθητικού καταναλωτή της αστικής κουλτούρας και στη δημιουργία μιας αντικουλτούρας της κατανάλωσης. Στην κοινωνία του θεάματος ακόμα και τα ελάσσονα γεγονότα της καθημερινής ζωής, το παιχνίδι, η γιορτή, το δώρο, ο έρωτας, η ονειροπόληση μπορεί να λειτουργήσουν ανατρεπτικά προς τη λογική του θεάματος, αποκτώντας έτσι ένα χειραφετητικό χαρακτήρα.

Η ψυχική διαταραχή ως στοιχείο της καθημερινότητας των μαζών

Η ψυχική διαταραχή αντανακλά μια κοινωνική παθολογία διαμεσοποιημένη από ένα ψυχοβιολογικό υπόστρωμα και ένα φυσικό περιβάλλον. Εκφράζει την παθολογία μιας πάσχουσας υποκειμενικότητας που διαπερνάται από κοινωνικές αντιφάσεις.

Το μεγαλύτερο ποσοστό ψυχικών διαταραχών παρουσιάζουν τα άτομα χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, που βιώνουν περισσότερα ψυχοπιεστικά γεγονότα, ως συνέπεια της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.

Ο Warner που μελέτησε την ψυχική διαταραχή με την βοήθεια της πολιτικής οικονομίας απέδειξε με τις έρευνές του ότι οι υλικοί όροι της ζωής δεν δημιουργούν τη σχιζοφρένεια, αλλά διαμορφώνουν το αποτέλεσμα και την πορεία της νόσου.

Aξιοποιώντας την ιστορική μελέτη του Brener (Mental Illness and the Economy) βρήκε ότι οι εισαγωγές στα Ψυχιατρεία αυξάνονται σε περιόδους οικονομικής ύφεσης και κοινωνικής κρίσης.

Σε τέτοιες εποχές αυξάνονται και τα ποσοστά των αυτοκτονιών. Σχετική έρευνα7 στην Γαλλία, έδειξε ότι έγιναν 12.000 αυτοκτονίες και 165.000 απόπειρες μέσα στο 1997.

Έρευνα του πανεπιστημίου της Πάτρας σε άνεργους της Σύρου και της Πάτρας το 1999, έδειξε ότι ο πληθυσμός των ανέργων παρουσιάζει ποσοστά κατάθλιψης κατά 10% μεγαλύτερα απ ότι στο γενικό πληθυσμό.

Tο ερώτημα είναι μέσα από ποιους μηχανισμούς αυξάνεται η επίπτωση της ψυχικής διαταραχής στα κοινωνικά στρώματα που δέχονται πιο βαριές πάνω τους τις συνέπειες της κρίσης.

Η απεξάρθρωση του κοινωνικού ιστού συντελείται μέσα σε όρους οικονομικής κρίσης που αλληλεπιδρά και βαθαίνει την κρίση του θεσμού της οικογένειας. Η παγκοσμιοποίηση του χρηματιστικού κεφαλαίου με τους μηχανισμούς και τις διαδικασίες της δημιουργεί χώρους όπου κυριαρχεί το προσωρινό, το επισφαλές της εργασίας, της κατοικίας, των ατομικών δικαιωμάτων. Η ανεργία, η μερική απασχόληση, η φτώχεια, η έλλειψη στέγης, η μετανάστευση, μέσα σε όρους χαλάρωσης των παραδοσιακών δεσμών της οικογένειας, γεννούν διαδικασίες κοινωνικού αποκλεισμού για διαρκώς ευρύτερες κοινωνικές ομάδες. Σ αυτές τις ομάδες εκτός από τους φτωχούς και τους άστεγους, ανήκουν και οι μετανάστες, οι πολιτικοί και οικονομικοί πρόσφυγες, από τον τρίτο κόσμο, τις βαλκανικές και τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες που συρρέουν κατά κύματα στις ευρωπαϊκές χώρες και στην Ελλάδα, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν μέσα από την υπερεργασία τους, τα στοιχειώδη για την επιβίωσή τους. Από τους ντόπιους, που έχουν ήδη μπροστά τους απειλητικό το φάσμα της ανεργίας, αντιμετωπίζονται με καχυποψία και προκατάληψη. Παρά το γεγονός ότι γίνονται κατά κανόνα αντικείμενα υπερεκμετάλλευσης αποτελούν θύματα του ρατσιστικού στερεότυπου ότι «αυτοί φταίνε για την ανεργία αφού παίρνουν τις δουλειές των ντόπιων». Στη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα το ένα τρίτο του πληθυσμού γυαλίζει τα παπούτσια των υπόλοιπων δύο τρίτων όπως λέει ο Νόαμ Τσόμσκι.

Με βάση τα τελευταία στοιχεία της Eurostat8, η Ελλάδα είναι πρώτη μέσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ποσοστά ανεργίας των νέων (27,4%), με δεύτερη την Ιταλία, τρίτη την Ισπανία και τέταρτη την Γαλλία. Τα ποσοστά της ανεργίας είναι ακόμη πιο μεγάλα (35,7%) στις νέες γυναίκες. Τα τελευταία χρόνια αυξάνεται ο αριθμός των ατόμων, ιδιαίτερα των νέων, αλλοδαπών και ημεδαπών που υποχρεώνονται σε ευέλικτες μορφές εργασίας (μερική απασχόληση, δουλειά με το κομμάτι κ.λ.π.) και σε μαύρη, ανασφάλιστη εργασία (1 στους 4).

Η ανεργία είναι συνυφασμένη με τη φτώχεια. Με βάση την ανάλυση του Serge Paugam υπάρχουν τρία είδη φτώχειας:

Υπάρχει η ενσωματωμένη στην κοινωνία φτώχεια, που αναπτύσσεται διαχρονικά σε όλες τις κοινωνίες. Υπάρχει η περιθωριακή φτώχεια των προηγμένων βιομηχανικών κοινωνιών, που αγκαλιάζει όλο και μεγαλύτερους αριθμούς εργατών που ωθούνται στο περιθώριο λόγο της βιομηχανικής και τεχνολογικής ανάπτυξης. Υπάρχει τέλος, και η ακυρωτική φτώχεια των σημερινών μητροπόλεων, όπου η τεράστια τεχνολογική πρόοδος και η τελειοποίηση των μηχανών καθιστά τους ανθρώπους σε μεγάλο βαθμό άχρηστους για την παραγωγή και τους μετατρέπει σε «κοινωνικά απόβλητα».

Παλιότερα, υπήρχαν οι «μηχανές που ήταν για πέταμα» όταν έβγαιναν πιο τελειοποιημένα μοντέλα. Σήμερα υπάρχουν «οι άνθρωποι που είναι για πέταμα» γιατί τα υπερσύγχρονα μηχανήματα τους έχουν σε μεγαλύτερο βαθμό υποκαταστήσει.

Απ όλους αυτούς τροφοδοτούνται οι τάξεις των αποκλεισμένων. Οι αποκλεισμένοι είναι άνθρωποι που βρίσκονται «έξω», δηλαδή έξω από τον κοινωνικό χώρο των ενσωματωμένων. Χωρίς δουλειά, πιθανά χωρίς στέγη, χωρίς κοινωνικά δικαιώματα, προσωποποιούν το όμοιο, κάποιον σαν όλους τους άλλους που λόγω αυτής ακριβώς της τροχιάς του προς τα έξω, μετατρέπεται σε άλλο. Ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι αποτέλεσμα της άρνησης αυτού του άλλου ως όμοιου. Οι ενσωματωμένοι θέλουν να εξορίσουν τους αποκλεισμένους, να τους κρατήσουν όσο το δυνατό πιο μακριά για να μην τους ενοχλούν με την παρουσία τους. Ο κοινωνικός αποκλεισμός , λοιπόν, έχει το χαρακτήρα μιας διαδικασίας με τη δυναμική του. Ο R. Castel10 θεωρεί ότι πρόκειται για μια διαδικασία απόταξης, που συνδέεται με τις κοινωνικές ανισότητες και τη φτώχεια.

Η απόταξη ενός μέρους του πληθυσμού από τις τάξεις των κανονικών ισοδυναμεί με την εξορία τους από την κοινωνία, την πόλη, την ιδιότητα του πολίτη. Πρόκειται για μια διαδρομή συνυφασμένη με κοινωνικά δεινά και ψυχικό πόνο που βιώνεται από τους ίδιους τους αποκλεισμένους ως προσωπική τους αποτυχία. Μια πορεία απώλειας της ατομικής τους ταυτότητας, των συναισθηματικών και κοινωνικών τους δεσμών, μια πορεία στιγματισμού, που οδηγεί στην απόλυτη εξατομίκευση και την απελπισία. Αυτό τροφοδοτεί την βία, απέναντι στον εαυτό τους και τους άλλους, που παίρνει διάφορες μορφές.

Στους περιθωριακούς που πυκνώνουν τις γραμμές των αποκλεισμένων συγκαταλέγονται και οι τοξικομανείς, που βιώνοντας το κοινωνικό και το προσωπικό τους αδιέξοδο, «επιλέγουν» το δρόμο της φυγής, διαμέσου της χρήσης ψυχοδραστικών ουσιών. Όλοι αυτοί, όλο και πιο νέοι στην ηλικία, καταλήγοντας στο περιθώριο έρχονται σε σύγκρουση με την κοινωνία και τις κυρίαρχες αξίες. Η εξάρτηση ως τρόπος ζωής δημιουργεί όλους τους όρους για την απόταξή τους από το κοινωνικό σώμα τροφοδοτώντας τη βία και από τις δυο μεριές.

Μέσα σ αυτούς τους όρους η βία στις αναρίθμητες εκφάνσεις της έχει γίνει στοιχείο της καθημερινότητας μας, σφραγίζοντας τη ζωή ιδιαίτερα των νέων, που αποτελούν τους πιο ευαίσθητους αποδέκτες των κοινωνικών κραδασμών.

Όπως αποκαλύπτεται από κοινωνιολογικές έρευνες, η βία των νέων σήμερα πυροδοτείται από το φόβο της ανεργίας, ή της σχολικής αποτυχίας, την ασκήμια των κτιρίων, στα οποία υποχρεώνονται να περνούν τη ζωή τους, τις απρόσωπες ή εχθρικές σχέσεις με τους γείτονες, την απουσία χώρων πολιτισμού, την αδιαφορία των ενηλίκων και την απροθυμία τους να κινητοποιηθούν για ζητήματα που αφορούν τη ζωή τους. Η βία των νέων έχει τις ρίζες της στο αίσθημα που έχουν ότι οι ενήλικοι δεν είναι άνθρωποι εμπιστοσύνης, λένε ψέματα , δεν κρατούν τον λόγο τους. Τέλος η βία πλημμυρίζει την ψυχή τους όταν νιώθουν το βλέμμα των μεγάλων να στρέφεται πάνω τους με περιφρόνηση.

Οι ψυχολογικές επιπτώσεις του κοινωνικού αποκλεισμού

Η κοινωνική οδύνη αντανακλάται, μέσα από πολλαπλές διαμεσολαβήσεις, πάνω στον ευαίσθητο ψυχισμό περιθωριοποιημένων ατόμων που πυκνώνουν τις τάξεις των κοινωνικά αποκλεισμένων, των πιο αδύναμων κρίκων της κοινωνικής αλυσίδας. Και είναι αυτοί ακριβώς οι κρίκοι που γίνονται οι φορείς της ευαλωτότητας και εμφανίζουν σε ποσοστά 15-91% ένα ευρύτατο φάσμα ψυχικών διαταραχών.

Ο Lazarus11 σε μια σημαντική μελέτη του φαινομένου, κάνει τη διάκριση ανάμεσα στην κατάθλιψη ως κλινική οντότητα και την απελπισία ως υπαρξιακή κατάσταση, απότοκο σημαντικών για το άτομο απωλειών (δουλειάς, στέγης, δικαιωμάτων, κοινωνικών και άλλων ερεισμάτων)

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι μείζονες ψυχικές διαταραχές δεν αποτελούν ειδικό χαρακτηριστικό των φτωχών και των αποκλεισμένων. Η συχνότητα της σχιζοφρένειας, για παράδειγμα, είναι περίπου η ίδια σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Σ ότι αφορά τις ελάσσονες όμως διαταραχές, η συχνότητα τους είναι σίγουρα μεγαλύτερη σ αυτά τα στρώματα.

Το βέβαιο είναι ότι και στη μία και στην άλλη περίπτωση οι φτωχοί δεν έχουν τη σωστή και επαρκή θεραπευτική αντιμετώπιση άλλοτε λόγω έλλειψης ασφαλιστικής κάλυψης, άλλοτε λόγω αδυναμίας πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας και άλλοτε λόγω των προκαταλήψεων των επαγγελματιών υγείας, που τους κάνουν να μην είναι πρόθυμοι για συνεργασία και τακτική παρακολούθηση. Ο κοινωνικός ρατσισμός εκφράζεται πολύ έντονα απέναντι σ αυτές ιδιαίτερα τις κοινωνικές ομάδες.

Μέσα σ αυτήν την ανθρωπογεωγραφία, όπου τα κενοτόπια των αποκλεισμένων επεκτείνονται διαρκώς, ο επιπολασμός της ψυχικής διαταραχής αυξάνεται επίσης. Oι αποκλεισμένοι δεν είναι όλοι ψυχασθενείς, έστω και αν οι ψυχασθενείς είναι κοινωνικά αποκλεισμένοι. Όλοι όμως οι κοινωνικά αποκλεισμένοι υποφέρουν ψυχολογικά από τον αποκλεισμό τους. Βιώνουν πρώτα απ όλα μια υπαρξιακή δυσφορία που γεννιέται και αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της απόταξής τους από το κοινωνικό σύνολο. Συνυφαίνεται με το αίσθημα της απώλειας της ταυτότητάς τους. Σ αυτήν την ταυτοτική άρνηση, συνέπεια της απώλειας της δουλειάς, της στέγης, των κοινωνικών σχέσεων, όλων αυτών των στοιχείων που συνιστούν την ατομική ταυτότητα, έχει τη ρίζα του το παθογενετικό δυναμικό του αποκλεισμού που τροφοδοτεί τεράστιο ψυχικό πόνο. Πολλοί μιλούν για το «σύνδρομο του κοινωνικού αποκλεισμού», που χαρακτηρίζεται από ντροπή, απελπισία και αναστολή των γνωστικών και συναισθηματικών λειτουργιών ως αμυντικών μηχανισμών και οδηγεί στην απόσυρση. ?λλοι περιγράφουν διάφορες κλινικές εικόνες, που αντιστοιχούν σε κοινές ψυχικές διαταραχές.

Περιγράφονται12 καταθλιπτικές καταστάσεις, ψυχοσωματικές διαταραχές, αποπροσωποποίηση, ψυχωτικές εκδηλώσεις, αλκοολισμός ( σε συχνότητα 60-90%, ιδιαίτερα στους άστεγους) πολυτοξικομανιακή συμπεριφορά, που αναπτύσσεται ως προσπάθεια, σε μεγάλο βαθμό, αυτοθεραπείας.

Αυτά τα μεγάλα ποσοστά εξηγούνται ίσως από τη φύση των καταστάσεων κοινωνικού αποκλεισμού, που βιώνονται απ αυτά τα άτομα , ως τραυματικές καταστάσεις. Έτσι οι ψυχικές διαταραχές θα μπορούσαν να θεωρηθούν κάτι ανάλογο με τη λεγόμενη διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD).

Η παγκοσμιοποίηση βλάπτει την ψυχική υγεία

Στην εποχή μας η συχνότητα των ψυχιατρικών διαταραχών αυξάνεται διαρκώς. Το 11,5% της παγκόσμιας επιβάρυνσης των ασθενειών προέρχεται από νευροψυχιατρικές παθήσεις και παθήσεις της ψυχικής υγείας. Η κατάθλιψη ευθύνεται για το 4,2% της παγκόσμιας επιβάρυνσης των ασθενειών, ποσοστό που φτάνει το 5,8% αν συνυπολογισθεί και η αυτοκτονία13. Σε παγκόσμια κλίμακα σημειώνονται περί το 1 εκατομμύριο αυτοκτονίες ετησίως. Με βάση την έκθεση της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας14 ο επιπολασμός των ασθενειών είναι διπλάσιος στις πλούσιες χώρες απ ότι στις φτωχές. Με βάση την κρατική έκθεση για την Υγεία15 στις Η.Π.Α, ένας στους πέντε αμερικανούς το χρόνο υποφέρει από μια διαγνώσιμη ψυχική διαταραχή, ενώ το 50% του αμερικανικού πληθυσμού θα παρουσιάσει μια τέτοια διαταραχή κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Σύμφωνα με την Π.Ο.Υ, το 20% του πληθυσμού της γης που ζει με εισόδημα μικρότερο του ενός δολαρίου την ημέρα παρουσιάζει τα υψηλότερα ποσοστά νοσηρότητας και θνησιμότητας. Αυτή η ζοφερή εικόνα κάνει τους ειδικούς σήμερα να δηλώνουν επίσημα ότι «η παγκοσμιοποίηση είναι κακή για την Ψυχική Υγεία».

Η κρίση της Ιατρικής και η Ιατρική της κρίσης

Η τεράστια τεχνολογική και επιστημονική πρόοδος της εποχής μας δεν έχει καταφέρει να εμποδίσει τον αποδεκατισμό τεραστίων πληθυσμών των φτωχών χωρών αλλά και φτωχών συνοικιών των πλουσίων χωρών από ασθένειες που θα έπρεπε σήμερα να έχουν εξαλειφθεί όπως η φυματίωση, οι γαστρεντερικές λοιμώξεις, η ελονοσία, η πνευμονία αλλά και από τις νέες μάστιγες, το AIDS τις ηπατίτιδες κα άλλα. Που οφείλεται αυτό το θλιβερό φαινόμενο; Τις αιτίες θα πρέπει να τις αναζητήσουμε στην τεράστια οικονομική και κοινωνική κρίση η οποία δεν επηρεάζει μόνο τους όρους ζωής των μαζών αλλά μεταβάλει ουσιαστικά και τον ίδιο τον χαρακτήρα της ιατρικής επιστήμης.

Οι δραματικές αλλαγές που έχουν συντελεσθεί διεθνώς στο χώρο της υγείας μέσα από την καθολική εμπορευματοποίηση της, έχουν σαν αποτέλεσμα την δημιουργία μιας Ιατρικής της κρίσης. Αυτό που χαρακτηρίζει αυτή την Ιατρική της κρίσης είναι ότι αποβλέπει κατά κύριο λόγο στη διαχείριση της βλάβης. Όπως αναλύει ο Σ. Μιχαήλ17 μπορούμε να διακρίνουμε τρία επιστημολογικά μοντέλα της Ιατρικής της νεωτερικότητας. Το πρώτο, στην αυγή του καπιταλισμού, εποχή της εκβιομηχάνισης, είναι το μοντέλο της Ιατρικής της ασθένειας, όπου η Ιατρική αποβλέπει βασικά στην ίαση της ασθένειας του πάσχοντος ατόμου, με κύριο στόχο την αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης. Αυτή η Ιατρική θεμελιώνεται στη διάκριση παθολογικού φυσιολογικού, ενώ η προσέγγιση της ασθένειας γίνεται μέσα από την αναζήτηση της αιτίας της στη βάση της λογικής αιτίου αιτιατού.

Μετά το 2ο Παγκόσμιο πόλεμο η ανασυγκρότηση του καπιταλιστικού κόσμου με βάση το κεϋνσιανό οικοδόμημα του Bretton Woods και η εγκαθίδρυση του Κράτους Πρόνοιας στη Βρετανία σημαδεύουν τη μετάβαση στο νέο μοντέλο της Ιατρικής, την Ιατρική της Υγείας. Τώρα πια η προσοχή εστιάζεται στο φυσιολογικό, το υγιές. Ως Υγεία ορίζεται η πλήρης βιοψυχοκοινωνική ευεξία, ή αλλιώς η αρμονική λειτουργία ενός οργανισμού προσαρμοσμένου στο περιβάλλον, ενώ αναζητούνται οι παράγοντες που θέτουν σε κίνδυνο αυτήν την προσαρμογή.

Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης πάνω στα συντρίμμια της μεταπολεμικής άνθησης διαμορφώνεται το μοντέλο της Ιατρικής της διαχείρισης της βλάβης, που παίρνει τη θέση της Ιατρική της Υγείας της προηγούμενης περιόδου.

Η μη υγιής, η διαταραγμένη συμπεριφορά είναι εκείνη που βλάπτει στον ένα η τον άλλο βαθμό το άτομο και το κοινωνικό περιβάλλον, αποτελεί μια μορφή διαταραχής και η αντιμετώπιση της αποβλέπει στη μείωση αυτής της βλάβης (harm reduction). Σ’ αυτήν ακριβώς τη λογική εντάσσονται τα προγράμματα συντήρησης της εξάρτησης, μέσα από την νόμιμη χορήγηση μεθαδόνης, ναλτρεξόνης, βουπρενορφίνης και άλλων υποκατάστατων σε τοξικομανείς. Κύριο μέλημα του συστήματος στα πλαίσια της ανάγκης διατήρησης της ομοιόστασης του είναι η εξασφάλιση των όρων «προσαρμογής» του ασθενούς στην κατάστασή του με το ελάχιστο δυνατό οικονομικό κόστος, για τον ίδιο και για το Σύστημα της Υγείας.

Οι νέες τεχνολογίες της Υγείας έρχονται να υπηρετήσουν αυτόν ακριβώς τον στόχο. Η «Ιατρική για το κέρδος» της εποχής της ύστερης παγκοσμιοποίησης δεν αποτελεί απλά και μόνο την ανατροπή του κεϋνσιανού μεταπολεμικού μοντέλου αλλά την άρνηση όλης της Κλινικής της νεωτερικότητας. Η κεϋνσιανή πολιτική των κοινωνικών παροχών και του Κράτους Πρόνοιας, στα πλαίσια της οποίας αναπτύχθηκε η «Ιατρική της Υγείας», επιβλήθηκε κατά την περίοδο που ακολούθησε το Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τις συμφωνίες του Bretton Woods για την ανασυγκρότηση του καπιταλιστικού κόσμου και την άνθηση του. Ως κρατική πολιτική δεν ήταν παρά μια μορφή ανταπόκρισης στο αίτημα του κοινωνικού σώματος, που εκφραζόταν επιτακτικά από το εργατικό κίνημα, για την εξασφάλιση των όρων καλύτερης Υγείας για όλο τον πληθυσμό.

Σήμερα, εποχή της εξάντλησης της χρηματιστηριακής παγκοσμιοποίησης, η κοινωνική και οικονομική κρίση με τις δραματικές διαστάσεις που έχει πάρει, δεν αφήνει περιθώρια αναβίωσης κεϋνσιανών πολιτικών οποιουδήποτε τύπου αγοράς. Οι ανάγκες της οικονομίας της αγοράς σήμερα υπαγορεύουν βασικά νεοφιλελεύθερες πολιτικές, έστω κι αν είναι εμφανής σε όλα τα επίπεδα, η εξάντληση και η χρεοκοπία τους. Μέσα από την κατάρρευση του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας εφαρμόζονται στην μια χώρα μετά την άλλη νεοφιλελεύθερες πολιτικές που υποχρεώνουν τα συστήματα υγείας να λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.

Όπως αναλύει ο Michel Foucault18 η Ιατρική της νεωτερικότητας γεννιέται μέσα από μια ρήξη με την προνεωτερική Ιατρική και σημαδεύεται από την γέννηση της Κλινικής και την ανάπτυξη της σχέσης θεραπευτή θεραπευόμενου, όπως τη γνωρίζαμε μέχρι τώρα .Η σύγχρονη Ιατρική που παίρνει, όπως είπαμε, το χαρακτήρα της Διαχείρισης της περίθαλψης σημαδεύεται από το θάνατο της Κλινικής και το τέλος της παραδοσιακής σχέσης θεραπευτή θεραπευόμενου. Δεν είναι πια ο ιατρός που φέρει την ευθύνη της ιατρικής φροντίδας του ασθενούς, γιατί η σχέση ιατρού ασθενούς διαμεσολαβείται από τις βιομηχανίες της Υγείας και τους managers.Τη θέση παραδοσιακής σχέσης ασθενούς ιατρού νοσοκομείου η ειδικής μονάδας, παίρνουν πια οι σχέσεις ανάμεσα σε αγοραστές και πωλητές υπηρεσιών υγείας, ανάμεσα σε εταιρίες η συγκροτήματα εταιριών και ιδιωτικούς, ασφαλιστικούς φορείς. Μέσα απ όλες αυτές τις διαμεσολαβήσεις, οικονομικής κατά κύριο λόγο, φύσης ο ίδιος ο ασθενής το υποκείμενο της οδύνης, μετατρέπεται σε αντικείμενο εκμετάλλευσης. Στη θεραπεία του υπεισέρχεται το «τυφλό χέρι της αγοράς», κέντρα που βρίσκονται έξω από το θεραπευτικό πλαίσιο, λειτουργούν στη βάση των νόμων της αγοράς και είναι ξένα και συχνά σε σύγκρουση με τις ανάγκες του «θεραπεύειν». Η ίδια η θεραπευτική σχέση αλλάζει ποιότητα αναγόμενη τελικά στη σχέση συμπτώματος φαρμάκου. Ο γιατρός περιορίζεται στο ρόλο του συνταγογράφου και ο ασθενής μετατρέπεται σε «πελάτη».

Η «ιατρικοποίηση» της ανθρώπινης ύπαρξης

Στην εποχή μας η Ιατρική εισβάλλει βίαια στην καθημερινή μας ζωή και σε κάθε πτυχή της επηρεάζοντας την καθοριστικά. Προσεγγίζοντας με την λογική του βιολογικού αναγωγισμού κάθε έκφανση της συμπεριφοράς μας καταλήγει να ιατρικοποιήσει την ανθρώπινη ύπαρξη δίνοντας ιατρικό χαρακτήρα σε κάθε κοινωνικό φαινόμενο. Η αναζήτηση των αιτιών της επιθετικότητας, της αυτοκτονικότητας, της θρησκευτικότητας και της ομοφυλοφιλίας σε νευρομυϊκές συνάψεις και γονίδια δεν υπηρετεί παρά τις ανάγκες του καπιταλιστικού συστήματος να επιβάλει με κάθε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης και της φαρμακευτικής καταστολής, τον έλεγχο όλων των ατόμων, που κάτω απ’ την πίεση της κρίσης αποκτούν μια συμπεριφορά αποκλίνουσα από τα όρια της κοινωνικής νόρμας. Βασική επιδίωξη του καπιταλιστικού συστήματος είναι ο έλεγχος της συμπεριφοράς και των αναγκών των ατόμων, ο έλεγχος των αντιστάσεων του κοινωνικού σώματος σε συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, ο έλεγχος της προσαρμογής των σωματικών και ψυχικών λειτουργιών στις ανάγκες της κυρίαρχης εξουσίας και στους απρόσωπους μηχανισμούς του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου. Όπως αναλύει ο σπουδαίος μαρξιστής φιλόσοφος Ίστβαν Μέσσαρος «Στην πορεία της ανθρώπινης εξέλιξης η λειτουργία του κοινωνικού ελέγχου έχει αποξενωθεί από το κοινωνικό σώμα και έχει μεταφερθεί μέσα στο κεφάλαιο, το οποίο έχει, μ αυτόν τον τρόπο, αποκτήσει την εξουσία να ομαδοποιεί τους ανθρώπους μ ένα δομικό / λειτουργικό τρόπο, με κριτήριο τη μεγαλύτερη η μικρότερη συμμετοχή στον αναγκαίο έλεγχο πάνω στην παραγωγή και την διανομή»19. Μέσα σ αυτά τα πλαίσια της άσκησης ολοένα μεγαλυτέρου κοινωνικού ελέγχου από το καπιταλιστικό κράτος στην υπηρεσία του Κεφαλαίου, αναπτύσσεται σήμερα η κρίση της Ιατρικής. Η τεχνοκρατική λογική της διαχείρισης της Περίθαλψης και ο βιολογικός αναγωγισμός δεν είναι παρά οι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος : της βιοπολιτικής της εξουσίας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι επιχειρούμενες σήμερα επεμβάσεις στο ανθρώπινο γονιδίωμα και οι τράπεζες γενετικών δεδομένων.

Υπολογίζεται ότι τα κέρδη των εταιρειών βιοτεχνολογίας από την εκμετάλλευση του ανθρώπινου γονιδιώματος καταληστεύοντας ιδιαίτερα τον Τρίτο Κόσμο, θα φτάσουν το 2005 στα 110 δισεκατομμύρια δολάρια, τη στιγμή που το 1998 ήταν 20-30 δις.

Μια άλλη πλευρά της καθολικής εμπορευματοποίησης του αγαθού της Υγείας είναι η υπερσυνταγογράφηση απ τους γιατρούς και η υπερκατανάλωση φαρμάκων απ τους ασθενείς. Κατά τον Ε. Zarifian21, η συνταγογράφηση αυξάνεται κατά 20% το χρόνο, ενώ το 40% των φαρμάκων κάθε είδους που αναγράφονται στις συνταγές πετιούνται στα σκουπίδια από τους ίδιους τους ασθενείς, που αρνούνται, για διάφορους λόγους να τα καταναλώσουν.

Με βάση μελέτες που έχουν δημοσιευθεί αποδεικνύεται ότι οι γιατροί των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής υπερσυνταγογραφούν αντιβιοτικά, με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται ανθεκτικά στελέχη, να αυξάνεται η διάδοση των λοιμώξεων και να επιβαρύνεται η υγεία όλου του πληθυσμού.

Στο χώρο του φαρμάκου όλα κινούνται με βάση τους νόμους της ελεύθερης καπιταλιστικής αγοράς όπου κυριαρχεί η μάχη των τιμών, το marketing, οι προμήθειες, οι δωροδοκίες, ο διαρκής πόλεμος για νέους πελάτες και νέες αγορές φαρμάκων, η κατευθυνόμενη συνταγογράφηση, η δημιουργία τεχνητών αναγκών και διεύρυνσης της αγοράς συγκεκριμένων φαρμάκων.

Σε κάποιες περιπτώσεις προωθούνται στην αγορά φάρμακα, και μάλιστα πολύ ακριβά, για νόσους που μπορούν ν αντιμετωπισθούν αποτελεσματικότερα με άλλες θεραπευτικές μεθόδους.

Υποτάσσοντας τα πάντα στο κυνήγι του κέρδους οι φαρμακευτικές εταιρείες δεν διστάζουν να βάζουν σε δεύτερη μοίρα εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές. Ενδεικτική είναι η στάση των εταιρειών Glaxo Smith Kline που έσυραν στις αρχές του 2001 στα δικαστήρια τις κυβερνήσεις της Νότιας Αφρικής και άλλων αφρικανικών χωρών για να τις εμποδίσουν να πατεντάρουν σε φθηνά σκευάσματα τα φάρμακα τους ενάντια στον ιό του AIDS. Πρέπει να αναφέρουμε ότι απ τα 34 εκατομμύρια ανθρώπων που έχουν μολυνθεί από τον ιό του AIDS τα 25 εκατομμύρια ζουν στην νοτίως της Σαχάρας Αφρική και απ αυτούς μόνο 25.000 πάσχοντες παίρνουν φαρμακευτική αγωγή. Οι υπόλοιποι αφήνονται στην τραγική μοίρα τους γιατί δεν έχουν ούτε οι ίδιοι αλλά ούτε και οι κυβερνήσεις τους τη δυνατότητα να πληρώσουν τις υπέρογκες τιμές που οι εταιρείες επιβάλλουν σ αυτά τα φάρμακα.

Η απόλυτη κυριαρχία των φαρμακευτικών εταιρειών στο χώρο της Υγείας και οι τρομακτικές επιπτώσεις της πάνω στην ανθρώπινη υπόσταση σκιαγραφούνται καθαρά στην έκθεση μιας Επιτροπής της Γαλλικής κυβέρνησης υπό την Simone Weil, που επιδόθηκε τον Γενάρη του 1995 στον καθηγητή Zarifian και τόνιζε ότι «αν δεν αλλάξει η κατάσταση μπορούμε ν αναγγείλουμε την έκρηξη της φαρμακολογικής ιατρικοποίησης της ανθρώπινης ύπαρξης»24. Φυσικά αυτή η φαρμακολογική ιατρικοποίηση δεν είναι παρά μια μόνο πλευρά του φαινομένου που χαρακτηρίζει την εποχή του καπιταλισμού. Ο Michel Foucault αποκαλεί αυτό το φαινόμενο «απεριόριστη ιατρικοποίηση».

Η κρίση της ιατρικής έρευνας και εκπαίδευσης

Με βάση το ρόλο τους οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν καταφέρει να ελέγξουν μεταξύ άλλων και δύο πολύ κρίσιμους τομείς της Ιατρικής, την εκπαίδευση και την έρευνα. Αυτές σε τελευταία ανάλυση, καθορίζουν τις ανάγκες, τα κριτήρια, τους τομείς, το κλίμα ακόμα και τη νοοτροπία των εκπαιδευόμενων γιατρών. Αναλαμβάνοντας υπό τη χορηγία τους την οργάνωση συνεδρίων, συμποσίων, ημερίδων έρχονται να υποκαταστήσουν το ρόλο του Πανεπιστημίου, του Νοσοκομείου, των ιατρικών εταιρειών25.

Οι δραστικές περικοπές που επιβάλουν οι κυβερνήσεις στη χρηματοδότηση των πανεπιστημιακών ερευνητικών μονάδων, παράλληλα με το αυξημένο κόστος της νοσοκομειακής περίθαλψης των φτωχών και παραμελημένων αρρώστων, οδηγούν στο κλείσιμο πολλών από αυτές.

Τα πανεπιστημιακά ερευνητικά ιατρικά κέντρα των Η.Π.Α. έχουν λόγω περικοπών μειώσει το προσωπικό τους και τις δυνατότητες διεξαγωγής ερευνών, οδηγούμενα με μαθηματική ακρίβεια στην διακοπή των εργασιών τους.

Από την άλλη μεριά η ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχεται από τις πανεπιστημιακές κλινικές υποβαθμίζεται διαρκώς. Οι δραστικές περικοπές του προϋπολογισμού τους, στα πλαίσια της συμπίεσης από τους managers του κόστους των υπηρεσιών τους , οδηγούν πολλούς καθηγητές και ερευνητές στο να τα εγκαταλείπουν, περνώντας στον αδρά αμειβόμενο ιδιωτικό τομέα. Πολλοί ερευνητές γίνονται διευθυντές σε φαρμακευτικές εταιρείες. Σε κάποιες περιπτώσεις η έρευνα περνά στα χέρια των εταιρειών μέσα από άτυπες συμφωνίες ανάμεσα σ αυτές και τα πανεπιστήμια26. Αυτή η κατάσταση έχει τραγικές επιπτώσεις στους φοιτητές που βλέπουν να μειώνεται ο χρόνος της διδασκαλίας και της κλινικής άσκησής τους και να υποβαθμίζονται οι σπουδές τους, ενώ παραδίδονται ανυπεράσπιστοι στις σειρήνες της προκατασκευασμένης γνώσης των φαρμακευτικών εταιρειών. Οι μεγαλύτερες από αυτές υπογράφουν συμβόλαια με ιδιωτικούς ερευνητικούς οργανισμούς χρηματοδοτώντας ερευνητικά πρωτόκολλα και θέτοντας υπό τον έλεγχό τους τα αποτελέσματα των ερευνών και τη δημοσίευσή τους. Είναι ευνόητο ότι η εγκυρότητα και η αξιοπιστία αυτών των ερευνών είναι αμφισβητήσιμη, όπως κατά καιρούς καταγγέλλεται, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις από κάποιους θαρραλέους επιστήμονες. Γιατί πρωταρχικό μέλημα των φαρμακευτικών εταιρειών είναι η προώθηση εκείνης της επιστημονικής ανακάλυψης που θα οδηγήσει στην κατασκευή ενός αποτελεσματικού φαρμακευτικού σκευάσματος, που «θα πιάσει» στην αγορά.

Η απελευθέρωση της Ιατρικής

Μια απ τις πιο δραματικές συνέπειες της κρίσης της παγκοσμιοποίησης είναι η αύξηση των ανισοτήτων ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς στον τομέα της φροντίδας Υγείας. Ολόκληροι λαοί του Τρίτου Κόσμου στερούνται σήμερα και της στοιχειώδους υγειονομικής περίθαλψης. Στις αναπτυγμένες χώρες, η καταστροφή του κράτους πρόνοιας και η λειτουργία των συστημάτων υγείας με αυστηρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια εκθέτει σε τεράστιους κινδύνους την Υγεία των φτωχών, που δεν μπορούν να πληρώσουν οι ίδιοι το κόστος των Υπηρεσιών Υγείας. Αυτή η κρίση των συστημάτων Υγείας αλληλεπιδρά με την κρίση της ιατρικής επιστήμης και την βαθαίνει.

Απ αυτή την άποψη, η λύση της κρίσης της Ιατρικής προϋποθέτει τη δημιουργία εκείνων των υλικών όρων που θα επιτρέψουν την άσκηση και τη λειτουργία της, χωρίς τους περιορισμούς και τους καταναγκασμούς που της επιβάλλει σήμερα η κρίση της παγκοσμιοποίησης του καπιταλιστικού συστήματος. Δεν πρόκειται για ατομική υπόθεση, έστω κι αν κάποιοι λειτουργοί της Υγείας αντιπαρατίθενται μέσα από τον τρόπο που ασκούν οι ίδιοι την Ιατρική με τα επικρατούντα επιστημολογικά και άλλα πρότυπα. Προϋποθέτει συλλογική δράση και αποφασιστική παρέμβαση στους γενεσιουργούς παράγοντες της κρίσης. Επιβάλλει ρήξεις και ανατροπές σε επίπεδο επιστημολογικό αλλά και σε επίπεδο οργάνωσης των υπηρεσιών υγείας. Μόνο μέσα από αυτές τις ρήξεις μπορεί να αλλάξει ο χαρακτήρας της Κλινικής Ιατρικής, της εκπαίδευσης και της έρευνας. Για να αξιοποιηθούν οι τεράστιες δυνατότητες που δημιουργεί η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος της εποχής, πρέπει η Ιατρική να απελευθερωθεί από τα δεσμά του καπιταλιστικού κέρδους και της εμπορευματοποίησης και να μπει στην υπηρεσία μιας ελεύθερης από ταξικά δεσμά κοινωνίας, μέσα σε μια ποιοτικά αλλαγμένη σχέση του Ανθρώπου με τη Φύση.

Το αίτημα λοιπόν της λύσης της βαθιάς κρίσης της Ιατρικής εντάσσεται στο συνολικό επαναστατικό πρόταγμα της εποχής. Γίνεται υπόθεση ενός κοινωνικού κινήματος χειραφέτησης, ικανού να οργανώσει σ όλα τα επίπεδα την αντίσταση των μαζών στις δυνάμεις της βιοεξουσίας. Ενός κινήματος που δεν μπορεί παρά να είναι μέρος του παγκόσμιου κινήματος ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση που σήμερα γεννά τέρατα.

Αυτή η καθολική αντίσταση των μαζών σε όλες τις εκφάνσεις της γίνεται το μέτρο της ελπίδας για την ριζική αλλαγή του χαρακτήρα της Ιατρικής, που θα διασφαλίζει όχι μόνο την διακυβευόμενη σήμερα επιβίωση του ανθρώπινου είδους, αλλά την πλήρη βιο-ψυχο-κοινωνική ανάπτυξή του και την τελείωση της ατομικής ευτυχίας.

Το καθημερινό και οι επαναστατικές δυνατότητες

Ο καπιταλισμός έχει την τάση να υποτάσσει όλες τις πλευρές της ζωής των ανθρώπων. Η βιοεξουσία, με βάση τις αναλύσεις του Michel Foucault, προσαρμόζει τις πιέσεις του πληθυσμού που αυξάνονται στις απαιτήσεις της συσσώρευσης του κεφαλαίου, εξασφαλίζοντας με όλο και πιο τελειοποιημένα μέσα τον έλεγχο κάθε πτυχής της καθημερινής ζωής των ανθρώπων. Μέσα από τις πολύμορφες πιέσεις της βιοεξουσίας η καθημερινότητα τείνει να προσαρμοσθεί στην κοινωνική νόρμα, ώστε η συμπεριφορά όλων να ανταποκρίνεται στα κριτήρια του « νορμάλ», του κανονικού, του κοινωνικά αποδεκτού. Ότι ξεφεύγει απ αυτό βρίσκει τη θέση του στη μεγάλη κατηγορία των «αποκλινόντων».

Όμως όσο κορυφώνεται η κοινωνική κρίση τόσο μεγαλώνει ο αριθμός εκείνων που αρνούνται να μπουν στο κρεβάτι του σύγχρονου Προκρούστη που ονομάζεται κοινωνική νόρμα. Μεγαλώνει ο αριθμός εκείνων που εκδηλώνουν την αντίθεσή τους σ αυτό με διάφορους τρόπους. Κάποιοι απ αυτούς ίσως και να πληρούν τα τυπικά κριτήρια κατάταξης σε κάποιου τύπου ψυχική διαταραχή με βάση τα ισχύοντα ταξινομητικά κριτήρια τύπου DSM IV ή V της επίσημης ψυχιατρικής. Οι περισσότεροι όχι. Το βέβαιο είναι ότι στην καθημερινή ζωή εισβάλει πια σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα το απρόβλεπτο και το ανεξέλεγκτο, ως μορφές καθολικής αντίστασης στην παράλογη και εξοργιστικά βάρβαρη κυρίαρχη τάξη πραγμάτων.

Απ αυτή την άποψη η ζωή μας, στο μέτρο που γίνεται όλο και πιο δύσκολη ως συνέπεια της κρίσης, ανοίγει ρωγμές στην καθημερινότητα για να μπει φρέσκος αέρας και να της δώσει καινούργια πνοή.

Ιδιαίτερα, σε κορυφαίες στιγμές της ταξικής πάλης όπως σήμερα που το αντιπολεμικό κίνημα παίρνει πρωτοφανείς διαστάσεις σε παγκόσμια κλίμακα γράφοντας ένα νέο κεφάλαιο στην παγκόσμια Ιστορία, η κάθε μέρα δημιουργεί εστίες αντίστασης, τόπους όπου μπορεί να γονιμοποιηθούν τα σπέρματα της επαναστατικής φύσης της εποχής. Καθώς οι μάζες βγαίνουν στο προσκήνιο και ριζοσπαστικοποιούνται με επικεφαλής τη νέα γενιά, απειλούν να σαρώσουν στο διάβα τους ό,τι αντιπροσωπεύει, την κατεστημένη και συντηρητική τάξη πραγμάτων. Μέσα από ποικίλες και εκπληκτικά ευφάνταστες μορφές κοινωνικής παρέμβασης πραγματώνουν πανηγυρίζοντας την κριτική τους στην συμβατικότητα και τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Οι πολιτικές πράξεις, οι διαδηλώσεις, τα δρώμενα ενάντια στον πόλεμο, πέρα από την πολιτική αποκτούν και μια πολιτιστική διάσταση. Αποτελούν μορφές συλλογικής εξέγερσης ενάντια σε μια πολιτική βαρβαρότητας κι ένα πολιτισμό παρακμής. Μ αυτόν τον τρόπο έστω κι αν η συνειδητοποίηση της ιστορικής τους διάστασης υπολείπεται ακόμα του μεγέθους της ίδιας της πράξης λειτουργούν ως απελευθερωτικές καταστάσεις, πηγές απόλαυσης. Όλες αυτές τις πολύχρωμες εκδηλώσεις, που μπορούν να παίρνουν ακόμα και το χαρακτήρα λαϊκής γιορτής, πολλοί τις χαρακτηρίζουν ως μια καταιγίδα που έρχεται στις πόλεις για να σαρώσει την απάθεια, τον ατομικισμό και τη συνθηκολόγηση της καθημερινότητας, που θεωρούνταν μέχρι τώρα μόνιμη κατάσταση.

Το αντιπολεμικό κίνημα σήμερα, ως αιχμή του δόρατος του παγκόσμιου αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος, γίνεται ανεξάντλητο πεδίο συλλογικής αντικαπιταλιστικής δράσης και πηγή έμπνευσης για εκατομμύρια ανθρώπους που αρχίζουν να πιστεύουν πια στην δική τους δύναμη, συνυφασμένη με τη μαζική τους δράση χωρίς να κάμπτονται από καμιά εκδήλωση κρατικής καταστολής. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η υπόσχεση αλλά και η προσδοκία της υπέρβασης της καθημερινότητας μέσα από τον ενδεχόμενο σταθερά επιδιωκόμενο κοινωνικό μετασχηματισμό, εμπλέκοντας σ αυτήν την διαδικασία όλο και πιο πλατιά κοινωνικά στρώματα. Μ αυτόν τον τρόπο η ίδια η κοινωνική επανάσταση γίνεται ένα ζήτημα της καθημερινή ζωής. Η κάθε μέρα μπορεί να γίνει ο τόπος και ο χρόνος της μετατροπής του ελλείμματος κοινωνικής δικαιοσύνης και ατομικής ευτυχίας σε περίσσεια επαναστατικής δύναμης, κόκκινη σαν τα λάβαρα των εκατομμυρίων διαδηλωτών με τους στίχους του ποιητή Νίκου Καρούζου στα χείλη: «Σύντροφε, θα κατεδαφίσουμε ποτέ την κοινωνική δυστυχία; Χρωστούμε την πάλη, βεβαίως;;; Κάθε καλό στην οργή του λαού κι ας αναπνέουμε οράματα».