Μια απλή οφθαλμολογική εξέταση ενδεχομένως να είναι αρκετή για να εντοπισθεί η νόσος του Αλτσχάιμερ, πριν προλάβουν να εμφανιστούν τα συμπτώματα υποστηρίζουν νέες έρευνες. Της Τόνιας Γκόρου.

Ads

Οι πρώτες δοκιμές, δύο διαφορετικών τεχνικών, δείχνουν ότι ένας βασικός βιοδείκτης για τη νόσο μπορεί να εντοπιστεί στον αμφιβληστροειδή και το φακό του ματιού. Και οι δύο μέθοδοι, κατάφεραν να διακρίνουν μεταξύ των υγιών εθελοντών και εκείνους που ενδέχεται να πάσχουν από Αλτσχάιμερ με μεγάλη ακρίβεια.

Οι ειδικοί λένε ότι τα ευρήματα θα μπορούσαν να φέρουν την αλλαγή στη θεραπεία της πάθησης. Μέχρι τώρα, οι προσπάθειες για την εξεύρεση φαρμάκων προκείμενου να σταματήσει η εξέλιξη της νόσου, έχουν αποτύχει επειδή οι ασθενείς που λαμβάνουν την θεραπεία έχουν ήδη υποστεί μεγάλη ζημιά στον εγκέφαλο.

Πολλοί επιστήμονες πιστεύουν ότι η επιτυχής πρόληψη ή θεραπεία της νόσου εξαρτάται από τον εντοπισμό πολύ πριν εμφανιστούν τα οποιαδήποτε συμπτώματα. Παρόλο που η έρευνα είναι ακόμα σε πρώιμο στάδιο, αυτές οι δοκιμές είναι ένα πρώτο βήμα για τον εντοπισμό ατόμων με τη νόσο του Αλτσχάιμερ.

Ads

Μετά από μια αρχική οφθαλμολογική εξέταση, με πιο ακριβές και δαπανηρές διαδικασίες, όπως τομογραφίες ή ανάλυση του υγρού της σπονδυλικής στήλης, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την επιβεβαίωση της ασθένειας.

Ο δρ. Νταγκ Μπράουν, διευθυντής στο τομέα της έρευνας στο οργανισμό «Κοινωνία της νόσου Αλτσχάιμερ» δήλωσε πως «η εύρεση νέων και καλύτερων τρόπων για την ανίχνευση της νόσου στα πρώτα στάδια, θα μπορούσαν να αλλάξουν το μέλλον τόσο στο τομέα της έρευνας όσο και για τους ανθρώπους που θα παρουσιάσουν την ασθένεια. Αυτές οι μελέτες αποδεικνύουν ότι σαρώνοντας το μάτι για τον εντοπισμό αμυλοειδών, θα μπορούσαν να μας δώσουν μία πρώτη εικόνα για το τι συμβαίνει στον εγκέφαλο. Ωστόσο, επειδή πρόκειται μόνο για προκαταρκτικές μελέτες, χρειάζονται περαιτέρω έλεγχο οι σαρώσεις πριν χρησιμοποιηθούν σε άτομα.

Και στις δύο μελέτες, οι επιστήμονες αναζήτησαν ίχνη της β-αμυλοειδούς πρωτεΐνης, η οποία σχηματίζει συσσώματα στους εγκεφάλους των ασθενών με Αλτσχάιμερ και αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της νόσου.

Η ομάδα από την Αυστραλία χρησιμοποίησε το συστατικό κουρκουμίνη, που βρίσκεται στο μπαχαρικό κουρκούμη, ως φθορίζων δείκτη, που προκάλεσε την εμφάνιση της β-αμυλοειδούς πρωτεΐνης στον αμφιβληστροειδή. Σε 200 εθελοντές ζητήθηκε να λαμβάνουν ένα συμπλήρωμα της κουρκουμίνης, η οποία συνδέεται ισχυρά με την πρωτεΐνη και στην συνέχεια θα μπορούσε να ανιχνευθεί στο μάτι χρησιμοποιώντας συστήματα απεικόνισης. Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα έδειξαν ότι σε 40 συμμετέχοντες, εντοπίστηκαν όλοι όσοι είχαν τη νόσο και πάνω από το 80% από αυτούς που δεν την είχαν.

Στη δεύτερη μελέτη, οι ερευνητές από την αμερικάνική εταρεία Cognoptix Inc, χρησιμοποίησαν μια αλοιφή για να εφαρμόσουν τον φθορίζων δείκτη β-αμυλοειδούς στον φακό του ματιού. Στη σάρωση με λέιζερ η πρωτεΐνη μπορούσε να ανιχνευθεί. Στις δοκιμές 40 εθελοντών, με και χωρίς Αλτσχάιμερ, όπου ο έλεγχος έγινε χρησιμοποιώντας τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων, εντόπισε εκείνους που έχουν την ασθένεια με ακρίβεια 85%.

Τα αποτελέσματα παρουσιάστηκαν στο διεθνές Συνέδριο του Αλτσχάιμερ στην Κοπεγχάγη. Ο δρ. Σάιμον Ράιντλι δήλωσε πως «είναι δυσκολο να διαγνωστεί με ακρίβεια η νόσος Αλτσχάιμερ και σε πολλές περιπτώσεις από την στιγμή που τα συμπτώματα έχουν αναπτυχθεί, η ζημιά έχει ήδη συμβεί στον εγκέφαλο για ένα αριθμό ετών. Η αναπτυξη μιας γρήγορης, φθηνής, μη επεμβατικής εξέτασης για τον εντοπισμό της νοσου θα είναι ένα σημαντικό βήμα που θα βοηθήσει τους ανθρώπους να λάβουν έγκαιρη διάγνωση και θα συμβάλλουν στη περαιτέρω βελτίωση των κλινικών δοκιμών, έτσι ώστε πιθανές νέες θεραπείες να έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας».

Ξεχωριστή έρευνα που παρουσιάστηκε στο συνέδριο έδειξε ότι η επιδείνωση της αίσθησης της όσφρησης μπορεί να αποτελεί πρώιμη ένδειξη άνιας. Αμερικανοί ερευνητές στην ιατρική σχολή του Χάρβαρντ έδειξαν ότι άτομα με κακή αίσθηση της όσφρησης είχαν μικρότερους όγκους στον εγκέφαλο, σε δύο βασικές περιοχές που συνδέονται με τη μνήμα.

Σε άλλη έρευνα, επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, ανακάλυψαν ότι οι χαμηλές επιδόσεις στα τεστ όσφρησης, σχετίζονται σημαντικά με αυξημένη συχνότητα εμφάνισης της νόσου.