Είναι μάλλον ο τελευταίος κρυμμένος θησαυρός του ανθρώπινου οργανισμού που έχουμε αρχίσει να ανακαλύπτουμε. Και δεν είναι άλλος από τις πληροφορίες που κρύβονται στα γονίδιά μας και οι οποίες μπορούν να μας φανούν χρήσιμες στη μάχη για τη διατήρηση της καλής υγείας και την προστασία μας από κάποια προδιάθεση. Με ποιον τρόπο; Μέσω της διατροφής.

Ads

Ο κλάδος αυτός της επιστήμης, η διατροφογενετική, αναπτύσσεται τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Αλλά όπως επισημαίνει στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η μοριακή βιολόγος Καλλιόπη Γκούσκου, είναι τα τελευταία πέντε χρόνια που έχει κάνει πραγματικά άλματα. Η ίδια κατέχει ένα ρεκόρ – τουλάχιστον ελληνικό, εάν όχι και διεθνές: μελετά 134 γονίδια που, σύμφωνα με την πιο έγκυρη βιβλιογραφία, συνδέονται με την προδιάθεση σε ασθένειες όπως η παχυσαρκία, ο διαβήτης, η θρομβοφιλία, η οστεοπόρωση, η υπέρταση, τα καρδιαγγειακά νοσήματα και το μεταβολικό σύνδρομο.

Ο εντοπισμός των γονιδίων αυτών, σημειώνει, επιτρέπει τον σχεδιασμό ενός εξατομικευμένου προγράμματος διατροφής, το οποίο λειτουργεί ως ασπίδα στην εκδήλωση απέναντι στην ασθένεια.

Προδιάθεση δεν σημαίνει επομένως ότι κάποια στιγμή θα εκδηλώσουμε την ασθένεια; «Με κανέναν τρόπο» απαντά κατηγορηματικά η Καλλιόπη Γκούσκου. «Η επιστήμη είναι ξεκάθαρη σε αυτό: μπορούμε να πάμε κόντρα στα γονίδιά μας» αναφέρει. «Γνωρίζοντας τη γενική πληροφορία μπορούμε να αλλάξουμε το περιβάλλον μας. Δηλαδή, να σχεδιάσουμε μια εξατομικευμένη διατροφική παρέμβαση με βάση το γενετικό μας προφίλ».

Ads

Το συμπέρασμα, με άλλα λόγια, είναι ότι το DNA δεν ορίζει τη μοίρα μας. Οι μοριακοί βιολόγοι μπορούν να δώσουν πολλά τέτοια παραδείγματα. Η Καλλιόπη Γκούσκου θυμάται αυτό της πολιτικού, η οποία ήταν αδύνατη παρά το γεγονός ότι από το διατροφογενετικό τεστ των 134 γονιδίων προέκυψε πως είχε υψηλή γενετική προδιάθεση στην παχυσαρκία. «Πώς το κατάφερε; Η απάντηση είναι απλή: Είχε καταλάβει ότι κάτι διαφορετικό συνέβαινε στο δικό της οργανισμό, δεν έμπαινε στη διαδικασία να συγκρίνεται με άλλους και από τότε που θυμάται τον εαυτό της πρόσεχε πάρα πολύ την ποσότητα φαγητού που κατανάλωνε».

Σύμφωνα με την ίδια είναι σημαντικό να κατανοήσει κανείς αυτό το λεπτό σημείο της λειτουργίας του ανθρώπινου οργανισμού: η προδιάθεση στην παχυσαρκία δεν σημαίνει ότι κάποιος θα γίνει παχύσαρκος, όπως και η προδιάθεση στον διαβήτη δεν σημαίνει ότι κάποιος θα γίνει διαβητικός. Το μυστικό αυτής της εξίσωσης, όμως, βρίσκεται στη διατροφή.

Η διατροφογενετική δεν έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Ένας από τους λόγους, λέει η Καλλιόπη Γκούσκου, η οποία διδάσκει Εφαρμοσμένη μοριακή βιολογία στο ΤΕΙ Αθήνας και έχει δημιουργήσει την υπηρεσία Genosophy (www.genosophy.gr), είναι ότι η έρευνα στη χώρα μας παράγει επιστημονικά αποτελέσματα, αλλά όχι προϊόν.

«Πρέπει ως ερευνητές να τολμάμε να κάνουμε το επόμενο βήμα που είναι η εφαρμογή των επιστημονικών συμπερασμάτων και μελετών στην καθημερινή ζωή, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες. Πολύ συχνά, τα αποτελέσματα μιας έρευνας “κολλάνε” στη δημοσίευση σε κάποιο επιστημονικό περιοδικό. Θα πρέπει, όμως, να μην σταματά εκεί», λέει.

Από την έρευνα, πάντως, ξέρουμε ότι τα γονίδια δεν μας δίνουν μόνο «κακές», αλλά και καλές πληροφορίες. Έχει βρεθεί, για παράδειγμα, ότι οι Ανωγιανοί στην Κρήτη έχουν ένα γονίδιο που τους επιτρέπει να τρώνε τροφές πλούσιες σε λιπαρά χωρίς να αυξάνονται τα τριγλυκερίδιά τους. Μια άλλη διαπίστωση, που δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση όμως επιστημονικό δεδομένο εξαιτίας και του μικρού σχετικά στατιστικού δείγματος, είναι ότι οι Έλληνες έχουν γενικά πολλά γονίδια που μαρτυρούν προδιάθεση σε έλλειψη βιταμίνης D. «Μοιάζει παράδοξο εάν λάβει υπόψη του κανείς ότι ζούμε σε μια ηλιόλουστη χώρα. Αλλά και πάλι μπορεί να ζούμε εδώ ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο: επειδή έχουμε προδιάθεση για έλλειψη σε βιταμίνη D εκμεταλλευόμαστε τον ήλιο για να αναπληρώσουμε το κενό», επισημαίνει η κ. Γκούσκου.

Όπως φαίνεται, είναι κι αυτός ένας από τους τρόπους που επιστρατεύει η ανθρώπινη φύση για να πάει κόντρα στα γονίδιά της. Αλλά πόσο δύσκολη είναι αυτή η κόντρα; «Εδώ μάλλον υπεισέρχεται και ο παράγοντας της ψυχοσύνθεσης» λέει η μοριακή βιολόγος. «Υπάρχουν άνθρωποι που παίρνουν τα αποτελέσματα του διατροφογενετικού τεστ και αλλάζουν τη ζωή τους και άλλοι που βάζουν τα κλάματα και εξαφανίζονται».

Και οι μεν και οι δε, πάντως, υπογράφουν ένα συμφωνητικό συγκατάθεσης για τον έλεγχο του DNA τους με το οποίο ο ερευνητής δεσμεύεται ότι δεν θα τα χρησιμοποιήσει για άλλους λόγους, όπως για παράδειγμα να δώσει αυτές τις πληροφορίες σε ασφαλιστικές εταιρίες. Είναι ένας άλλος νέος κλάδος, αυτός της βιοηθικής που επιτρέπει στον εξεταζόμενο να ζητήσει ακόμη και να μην χρησιμοποιηθούν τα αποτελέσματα των εξετάσεών του ούτε για επιδημιολογικές μελέτες. Να μην χρησιμοποιηθούν δηλαδή για κάτι που φαίνεται να υπάρχει επίσης στα ανθρώπινα γονίδια: το πάθος για έρευνα.

Πηγή: Πρακτορείο Υγείας