Στο μεγάλο παιχνίδι της πολιτικής εμβολίων, οι Άγγλοι είναι πρωτοπόροι. Πρώτοι στην Ευρώπη στην πιστοποίηση ενός εμβολίου, πρώτοι στην έναρξη της εκστρατείας εμβολιασμού -ήδη έχουν λάβει την πρώτη δόση 600.000 άνθρωποι-, μόλις αποφάσισαν την αλλαγή του προβλεπόμενου από τις φαρμακευτικές εταιρείες πρωτοκόλλου.

Ads

Αντί να διατηρήσουν τις μισές παρτίδες για μία δεύτερη δόση στους ίδιους ανθρώπους, τρεις ή τέσσερις εβδομάδες μετά την πρώτη, ετοιμάζονται να διανείμουν το συντομότερο δυνατόν όλες τις διαθέσιμες δόσεις, με στόχο τον εμβολιασμό του μέγιστου αριθμού ανθρώπων. Η επανάληψη θα πρέπει να γίνει μετά από δώδεκα εβδομάδες, με την παραγωγή, από τους κατασκευαστές, μιας δεύτερης παρτίδας. Ή ίσως και ποτέ.

Διότι τίθεται πλέον σαφώς το ερώτημα: χρειαζόμαστε πραγματικά δύο δόσεις εμβολίου; ρωτά η γαλλική Le Monde. Τη στιγμή που οι νεκροί συσσωρεύονται, το δεύτερο κύμα παντού καλά κρατεί, όταν ένα τρίτο κύμα δεν έχει πάρει τη σκυτάλη, δεν πρέπει να ανοσοποιήσουμε αμέσως τους περισσότερους κατά το δυνατόν ανθρώπους, τόσο για να τους προστατεύσουμε ατομικά, όσο και να σπάσουμε την επιδημιολογική δυναμική;

«Θα μπορούσε να αλλάξει το παιχνίδι»

Όταν η Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων («FDA») έδωσε, στις 17 Δεκεμβρίου 2020, το πράσινο φως για το εμβόλιο της εταιρίας «Moderna», ο επιδημιολόγος Michael Mina και η κοινωνιολόγος Zeynep Tufekci διερωτήθηκαν σε ένα άρθρο τους στους «New York Times»: «Δεν μπορούμε να εμβολιάσουμε διπλάσιο -σε σχέση με τον αναμενόμενο- αριθμό ανθρώπων;». Σύμφωνα με τα στοιχεία της «Moderna», η καταγεγραμμένη μεταξύ της 14ης και της 28ης ημέρας προστασία -δηλαδή αμέσως μετά την έναρξη της ανοσίας, με την πρώτη ένεση,  και πριν από τη δεύτερη- θα είναι 92%. Σχεδόν τόση, όσο και το 94% προστασίας που παρατηρήθηκε μετά τις δύο δόσεις.

Ads

Όσον αφορά στο ανταγωνιστικό εμβόλιο των εταιριών «Pfizer» και «BioNTech», αναμένεται αποτελεσματικότητα μεταξύ της 12ης και της 28ης ημέρας άνω του 80%. «Θα μπορούσε να αλλάξει το παιχνίδι», βεβαιώνουν οι δύο Αμερικανοί ερευνητές. «Ο εμβολιασμός διπλάσιου αριθμού ανθρώπων θα μπορούσε να ανακουφίσει σημαντικά τα βάσανα των Αμερικανών, αλλά και των χωρών, στις οποίες ίσως χρειαστούν χρόνια, για την κάλυψη της έλλειψης εμβολίων».

Τα δεδομένα που παρουσιάζονται από το τρίτο εμβόλιο, που πλέον μπαίνει στο παιχνίδι, αυτό της εταιρίας «AstraZeneca», ενισχύουν περαιτέρω αυτήν τη θέση: μία εφάπαξ δόση του προϊόντος της αγγλοσουηδικής εταιρείας, που εγκρίθηκε την Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου από τη βρετανική Ρυθμιστική Υπηρεσία Φαρμάκων και Προϊόντων Υγείας, θα διατηρήσει ένα ποσοστό ανοσίας περίπου 70% για διάστημα δώδεκα εβδομάδων,  την ίδια σχεδόν αποτελεσματικότητα με αυτή των δύο δόσεων.

Η μακροπρόθεσμη προστασία

Μοιάζει να υπάρχει συμφωνία, για μία δόση αντί για δύο. Ωστόσο, ο Jean-Daniel Lelièvre, επικεφαλής του Τμήματος Κλινικής Ανοσολογίας και Μολυσματικών Ασθενειών στο Νοσοκομείο Henri-Mondor του Créteil, προειδοποιεί: «Ο ρόλος της δεύτερης ένεσης είναι να παρατείνει την ανοσία. Ουδεμία ένδειξη υπάρχει  ότι μόνη η πρώτη δόση θα προσφέρει την ίδια προστασία».

Οι προκλινικές δοκιμές έδειξαν ότι η πρώτη ένεση προκάλεσε κυτταρική προστασία έναντι του ιού και φάνηκε ότι ενισχύει την έμφυτη (μη ειδική) ανοσία, παράγοντας, κυρίως, ιντερφερόνες, τις απαραίτητες -για την καταπολέμηση της εξωτερικής επιθετικότητας- πρωτεΐνες.

«Η παραγωγή, όμως, αντισωμάτων δεν εμφανίζεται παρά μόνο με τη δεύτερη ένεση», διευκρινίζει ο γιατρός, που εργάζεται και ως ειδικός στην Ανώτατη Υγειονομική Αρχή της Γαλλίας. «Πρόκειται, λοιπόν, για ένα στοίχημα: μπορούμε να παράσχουμε ατομική προστασία σε διπλάσιο αριθμό ανθρώπων. Αλλά εάν στόχος όλων είναι η μακροπρόθεσμη ομαδική ανοσία (ανοσία της αγέλης), η προστασία πρέπει να διαρκέσει, καθώς δεν θα εμβολιάσουμε 40 εκατομμύρια ανθρώπους εντός τριών μηνών».

Ο συνάδελφός του από την Υγειονομική Αρχή , Daniel Floret, αντιπρόεδρος της τεχνικής επιτροπής εμβολιασμού, συμφωνεί. «Κανένα από αυτά τα τρία εργαστήρια δεν υπέβαλε αίτηση για άδεια κυκλοφορίας βάσει ενός σχήματος μίας δόσης του εμβολίου, καθώς διαπίστωσαν τη συμβολή της δεύτερης δόσης», τονίζει. «Άλλα εμβόλια, σε δοκιμαστική, ακόμη, φάση, το προβλέπουν. Αλλά όχι αυτά. Αναμφίβολα, επομένως, η Υγειονομική Αρχή δεν συνιστά διαφορετικό σχήμα».

Πιθανά οργανωτικά εμπόδια

Δεν τίθεται, επίσης, θέμα καθυστέρησης της δεύτερης δόσης, όπως προτείνεται από τη βρετανική υγειονομική υπηρεσία. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Tony Blair υπερασπίστηκε, πρώτος, αυτήν τη θέση πριν από τα Χριστούγεννα. Την Τετάρτη, ο Βρετανός πρώην Πρωθυπουργός χαιρέτισε τη σύσταση της υπηρεσίας «MHRA»: «Η πρώτη δόση (του εμβολίου) παρέχει υψηλό επίπεδο ανοσίας -επαρκές, για να σταματήσει τις νοσηλείες- και η δεύτερη δόση είναι στη μέγιστη αποτελεσματικότητά της, όταν χορηγείται δύο τρεις μήνες μετά την πρώτη, κάτι το οποίο δίνει χρόνο (στη χώρα) για επαρκή εφοδιασμό».

Η Ανώτατη Υγειονομική Αρχή της Γαλλίας  επισημαίνει επίσης ότι στην  έλλειψη επιστημονικών δεδομένων, θα μπορούσαν να προστεθούν οργανωτικά εμπόδια. Το να ζητείται από τους εμβολιασμένους ανθρώπους να επιστρέψουν τρεις ή τέσσερις εβδομάδες αργότερα, για μία δεύτερη ένεση, διατηρώντας τη δεύτερη δόση τους σε δροσερό περιβάλλον, φαίνεται απλό, αλλά η άμεση διανομή όλων των δόσεων, μάλλον αβέβαιη. Τι θα συμβεί, εάν η δεύτερη παράδοση δεν είναι επαρκής; Και, όταν οι δόσεις είναι διαθέσιμες, πώς θα υπενθυμιστεί στους ανθρώπους να λάβουν την δεύτερη; Δεν κινδυνεύουμε ορισμένοι από αυτούς να το ξεχάσουν;

Όλα θα εξαρτηθούν αναμφίβολα από την εξέλιξη της επιδημίας. Η επιδείνωσή της θα μπορούσε να συνηγορεί υπέρ της εφάπαξ δόσης. «Αυτό δεν θα οδηγούσε σε αποτελεσματικότερο εμβολιασμό, αλλά είναι μια πιθανή στρατηγική έκτακτης ανάγκης», εκτιμά ο γενετιστής Axel Kahn, μιλώντας στην Le Monde.

Από την άλλη, ο Michael Mina και η Zeynep Tufekci πιστεύουν ότι έχουν τη λύση. Συστήνουν την ανάλυση των μακροπρόθεσμων δεδομένων όλων των εθελοντών που εγκατέλειψαν τις δοκιμές πριν από τη δεύτερη ένεση. «Η απουσία μόλυνσης δεν θα αποτελούσε εγγύηση, αλλά μία έξαρση των λοιμώξεων θα μας προειδοποιούσε». Και, την «άμεση» έναρξη νέων κλινικών δοκιμών -χορηγώντας μία δόση έναντι δύο- με στόχο την προοδευτική μείωση της ανοσίας. Κανένα εργαστήριο ακόμη δεν δέχθηκε την πρότασή τους.